Οι λατρεμένοι «κακοί» του ελληνικού κινηματογράφου ήταν στη ζωή τους το ακριβώς αντίθετο από τους ρόλους που έπαιζαν. Το κοινό τους ταύτιζε με προδότες, δοσίλογους και σκληρούς εκμεταλλευτές, όμως στην προσωπική τους ζωή ήταν σπουδαίες προσωπικότητες με ήθος και ταλέντο.
Δύο από τους πιο αγαπημένους «κακούς» του ελληνικού σινεμά ήταν ο Σπύρος Καλογήρου και η Τασσώ Καββαδία. Εκείνος έπαιζε «το πιο γρήγορο μαχαίρι της Τρούμπας», ενώ ήταν ένας πολύ ήρεμος και ευαίσθητος άνθρωπος, που έγραφε… ποιήματα. Εκείνη ήταν εξαιρετικά μορφωμένη και γλυκύτατη, αν και υποδυόταν συνήθως μοχθηρές γυναίκες με ψυχολογικά αδιέξοδα.
Στις πρώτες θέσεις της λίστας των «κακών» του σινεμά συγκαταλέγονται αναμφισβήτητα ο «γερο-Λαδάς» Δήμος Σταρένιος και ο «προδότης» Αρτέμης Μάτσας.
Κάθε ένας από αυτούς τους 13 «κακούς» του ελληνικού σινεμά κουβαλάει τη δική του… δύσκολη ιστορία! Διαβάστε πόσο απείχαν όλοι αυτοί οι παλιοί ηθοποιοί στην πραγματική ζωή, από τους ρόλους με τους οποίους ταυτίστηκαν.
Δημήτρης Μπισλάνης
Σπύρος Καλογήρου
Ο γλυκύτατος Σπύρος Καλογήρου, που ταυτίστηκε με τον ρόλο του κακού στη μεγάλη οθόνη, γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 3 Νοεμβρίου του 1922. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος, ενώ έγραφε και ποιήματα. Με το θέατρο ασχολούνταν ερασιτεχνικά, μέχρι που κάποιος σκηνοθέτης τον παρότρυνε να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε υιοθετήσει την τακτική «να τα πουλάς και να τα αγοράζεις όλα. Να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό». Ο ίδιος υποστήριζε ότι υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων και λωποδύτης, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει αν έλεγε αλήθεια ή όχι. Αν και με την σύζυγό του, ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη, είχαν αρκετά χρόνια διαφορά (όταν πρωτογνωρίστηκαν εκείνος ήταν 30 και εκείνη 18) παντρεύτηκαν και έζησαν μαζί για περισσότερα από 50 χρόνια μέχρι τον θάνατό του.
Ο Νίκος Τσαχιρίδης (αριστερά στη φώτο), που έγινε γνωστός από τους ρόλους του κακού που ενσάρκωνε σε πολλές ελληνικές ταινίες, έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2015 σε ηλικία 82 ετών. Το 2012 διαγνώστηκε με τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Εκτός από ηθοποιός ήταν και ένας από τους καλύτερους κασκαντέρ του σινεμά, ποδοσφαιριστής, λάτρης της κιθάρας και της φυσαρμόνικας. Παιδί του ποντιακού ξεριζωμού, ο Νίκος Τσαχιρίδης χωρίς πατέρα από μικρός βγήκε στη σκληρή βιοπάλη. Μέχρι που τον ανακάλυψε ο Νίκος Κούνδουρος το ’54 και του έδωσε έναν ρόλο στη ?Μαγική πόλη?. Ο Τσαχιρίδης στην πιο τρυφερή του ηλικία δούλευε στην οικοδομή.
Στη μνήμη του κοινού έχει αποτυπωθεί ως ένας από τους κορυφαίους «κακούς», «σκληρούς» και «άγριους» του ελληνικού σινεμά. Ο Ανέστης Βλάχος στο ξεκίνημά του αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα. Για να τα καταφέρει, όταν δεν έπαιζε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, εργαζόταν στην οικοδομή. Σε ένα μεροκάματο, στην προσπάθειά του να καρφώσει μια πρόκα, δεν πρόσεξε και τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι. Η καθυστέρηση των γιατρών – όπως λέει ο ίδιος – οδήγησε στην απώλεια του ματιού του λόγω μόλυνσης. Στα γυρίσματα της ταινίας «Το κορίτσι με τα μαύρα», ο Ανέστης Βλάχος γνωρίστηκε με την Έλλη Λαμπέτη και το Δημήτρη Χορν. Οι δύο ηθοποιοί κάλυψαν όλα τα έξοδα του νοσοκομείου και της επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε. «Με φρόντιζαν και με πήραν στο σπίτι τους, σε ένα μικρό δωματιάκι μέχρι να γίνω εντελώς καλά», λέει στη «Μηχανή του Χρόνου» ο κ. Βλάχος.
Ο Γιώργος Φούντας σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και έπαιξε για κάποια χρόνια ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στο Νυφιάτικο τραγούδι και στον κινηματογράφο στην ταινία Τα Χειροκροτήματα το 1944. Φυσικά σε όλους μας έχει μείνει αθάνατη η ερμηνεία του στην ταινία «Στέλλα» του 1955 με τη Μελίνα Μερκούρη και η φράση «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!». Κορυφαία θεωρείται και η ερμηνεία του στα «Κόκκινα Φανάρια», στο ρόλο του σκληρού Πειραιώτη προαγωγού της Τρούμπας. Διετέλεσε αντιδήμαρχος Πειραιά για δύο τετραετίες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από Αλτσχάιμερ και έφυγε από τη ζωή στα 86.
Ο Γιώργος Μούτσιος γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 31 Ιανουαρίου 1932. Σπούδασε αρχικά μουσική και τραγούδι στο Ελληνικό Ωδείο, (με την Άννα Σαραντίδου) και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Μόλις ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις συνέχισε ανώτερες σπουδές φωνητικής στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης (με την Ελίζαμπεθ Ραντό) και ακολούθως θέατρο και σκηνοθεσία στο Reinhardt Seminar. Εκτός από τους ρόλους του πονηρού και ιντριγκαδόρου… Δον Ζουάν στο σινεμά, ο Μούτσιος είχε επίσης ευρύτατη συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Σαν άνθρωπος ήταν σεμνός και σοβαρός…
Η ιστορία του Αρτέμη Μάτσα είναι πραγματικά φοβερή! Ο ηθοποιός που έγινε γνωστός από τους ρόλους ως σπιούνος, δοσίλογος, μαυραγορίτης στην πραγματική του ζωή οι Γερμανοί συνέλαβαν τον πατέρα του, ο οποίος δεν επέστρεψε ποτέ από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από τις κακουχίες και την αδενοπάθεια. Ο Μάτσας έπαιξε πολλούς ρόλους στους οποίους ήταν συνεργάτης των Γερμανών.
Στην αληθινή ζωή όμως και ειδικά στην παιδική του ηλικία, υπέφερε πολύ από αυτούς. Τον Μάρτιο του 1944, ο πατέρας του ηθοποιού συνελήφθη από τους Γερμανούς επειδή ήταν Εβραίος. Το όνομα του ήταν Πίνχας Μάτσας. Η αγάπη του για το θέατρο ήταν τέτοια που παρά την αφόρητη πείνα, έπεισε τον αδελφό του όταν ήταν παιδιά να πουλήσουν το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο για να πάνε σε μια θεατρική παράσταση. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Σεπτεμβρίου του 2003.
Αν και σε πολλούς ρόλους του έχει υποδυθεί τον καταδότη των Γερμανών και γενικά τον σύμμαχο του κατακτητή, ο Σταρένιος ήταν κομμουνιστής και συμπαθούσε τα αριστερά κόμματα. Ο Δήμος Σταρένιος γεννήθηκε στο Κάιρο, από αιγυπτιώτες γονείς το 1909. Σε νεανική ηλικία εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και σπούδασε υποκριτική. Έπαιξε σε πολλές ταινίες, μεταξύ άλλων μαζί με το Λάμπρο Κωνσταντάρα. Σε αυτόν, άλλωστε, ανήκει η περιβόητη ατάκα :
«Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, θέλουν το καλό μας», από την ταινία «Η Χαραυγή Της Νίκης». Θρυλική θεωρείται η ερμηνεία του στη τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975) στο ρόλο του Γερό-Λαδά. Δεν είχε παιδιά, ενώ σύζυγος του υπήρξε η ηθοποιός Νίνα Βαρβέρη-Σταρένιου, η οποία πέθανε ένα χρόνο μετά από αυτόν.
Ο ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας αποφοίτησε από το ελληνικό γυμνάσιο της Ρουμανίας και ήρθε στην Αθήνα για ακαδημαϊκές σπουδές. Γράφτηκε αρχικά στην Ιατρική, αλλά σύντομα την παράτησε και πήγε στην Νομική, από την οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Ο ίδιος ο Τσαγανέας αντιμετώπισε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα μέχρι να αρχίσει να βγάζει χρήματα από το επάγγελμά του. Για αρκετό καιρό ζούσε σε ένα πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά.
Λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής και της αρχοντικής του εμφάνισης, ο Τσαγανέας έκανε συνήθως τον κύριο της υψηλής κοινωνίας ή τον πλούσιο και υπερόπτη. Αντίθετα στο θέατρο, οι ρόλοι του κάλυπταν ολόκληρο το ρεπερτόριο. Υπήρξε δεύτερος σύζυγος της επίσης ηθοποιού Νίτσας Τσαγανέα και πεθερός του Γιώργου Οικονομίδη. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την επόμενη ημέρα της εκταφής του ετάφη στο ίδιο μνήμα ο μεγάλος Έλληνας λαϊκός συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης.
Ο Βαγγέλης Καζαντζόγλου ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός που έγραφε καταπληκτικά στη μεγάλη οθόνη με τα τραχιά του χαρακτηριστικά. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο πως τον είχε επιλέξει ο κορυφαίος σκηνοθέτης μας Θόδωρος Αγγελόπουλος για μια σειρά από αριστουργήματά του, αν και ο Καζάν δεν περιορίστηκε σε αυτούς τους ρόλους που άφησαν τη δική τους εποχή. Έπαιξε σε περισσότερες από 100 ταινίες και διακρίθηκε με το χαρακτηριστικό ταμπεραμέντο του σε ρόλους σκληρού και κακού. Από τον κατάσκοπο στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου μέχρι και τον ταγματάρχη Παπαδόπουλο στον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο», ο Καζάν έκλεβε συχνά την παράσταση.
Η Τασσώ Καββαδία χαρακτηρίζεται συνήθως ως η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς λόγω του «βλοσυρού» παρουσιαστικού της ερμήνευε «αυστηρούς» ρόλους, όπως της κακιάς πεθεράς, μάνας, αδερφής κ.ά. Σπούδασε πιάνο στην Αθήνα, ζωγραφική και διακόσμηση στο Παρίσι, σκηνογραφία και ενδυματολογία κοντά στο Γιάννη Τσαρούχη, υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κοντά στον Κάρολο Κουν. Από το 1954 ως το 1967 εργάστηκε στο ραδιόφωνο ως δημιουργός και εκτελέστρια. Από το 1955 ως το 1969 εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Είχε κάνει δύο γάμους. Το 1942 με τον βιομήχανο Αντώνη Σαλαπάτα, με τον οποίο απέκτησε τρια παιδιά τον Βασίλη, τον Γιώργο και την Ευγενία, και τον συγγραφέα Βασίλη Καζαντζή.
H 77χρονη σήμερα Κατερίνα Χέλμη έγινε ευρέως γνωστή στο ελληνικό κοινό μέσα από ρόλους σε μερικές από τις πιο αγαπημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Υπήρξε, επίσης, η αντίζηλος της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία «Η αγάπη μας». Η πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο πραγματοποιήθηκε το 1957 στην ταινία «Μπαρμπαγιάννης κανατάς», αλλά η μεγαλύτερή της επιτυχία είναι τα Κόκκινα Φανάρια, όπου είπε την ατάκα «Μην φύγεις Ντορή, θα φαρμακωθώ». Κατά τη διάρκεια της καριέρας της έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 25 ταινίες και σε 4 τηλεοπτικές σειρές. Έχει γράψει αρκετά βιβλία. Είναι παντρεμένη με τον παιδικό της έρωτα, τον ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Σβολόπουλο, και διαμένει μόνιμα στην Αθήνα.
Ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους καρατερίστες του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, κυρίως σε ρόλους σκληρού και αδίστακτου. Ο Στέφανος Στρατηγός ξεκίνησε παίζοντας στον θίασο του πατέρα του, σε επιθεωρήσεις, κωμωδίες, οπερέτες και δράματα. Μετά τα θεατρικά μπουλούκια, έπαιξε στο θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη. «Κάθε λιμάνι και καημός», «το Κάθαρμα», «Έγκλημα στο Κολωνάκι» «ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» είναι μερικά από τα κινηματογραφικά έργα που εμφανίστηκε. Έπαιξε και στην τηλεόραση («Αστυνομικές ιστορίες», «Ανατολικός άνεμος»). Στην ιδιωτική του ζωή ήταν ήρεμος και πράος άνθρωπος αγαπητός απ’ όλους και με ξεχωριστό ήθος. Ήταν μοναχικός άνθρωπος και του άρεσε το διάβασμα. Πέθανε την Πέμπτη 6 Απριλίου 2006 στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» από λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος σε ηλικία 83 χρονών. Κηδεύτηκε το Σάββατο 8 Απριλίου στο Περιστέρι.