Παρέμβαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, λίγες ωρες πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup, προκειμένου να αποφασίσουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξη του στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, υποστήριξε ότι η Ελλάδα χρειάζεται μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους και την υιοθέτηση πιο ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Στόχος, όπως είπε, είναι να επιστρέψει η χώρα στις αγορές απο τα μέσα του 2018.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δημοσιογράφος τον παρουσιάζει ως τον πραγματικό αρχηγό της αντιπολίτευσης παρά την εικόνα αρμονικής συμβίωσης με τον πρωθυπουργό Τσίπρα, ο οποίος «πολύ θα ήθελε να είχε κάποιον δικό του σε αυτήν την καρέκλα», όπως επισημαίνεται στον πρόλογο της συνέντευξης.
Όσον αφορά το μίγμα των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, εξήγησε ότι «υπάρχουν πολλές επιλογές, στο πλαίσιο της απόφασης του Eurogroup». «Μια τέτοια επιλογή εκτός από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, θα μπορούσε να είναι μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων για ένα διάστημα περίπου 20 ετών και μια 20χρονη περίοδος για την αποπληρωμή των τοκοχρεολύσιων που αυτή τη στιγμή κεφαλαιοποιούνται σε 20 ισόποσες ετήσιες δόσεις» συμπλήρωσε.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «αυτό που χρειάζεται να κάνουμε τώρα, είναι να εξειδικεύσουμε όλα τα μέτρα για το χρέος» καθώς αφενός, οι αγορές χρειάζονται ξεκάθαρες απαντήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και αφετέρου, τόσο το ΔΝΤ όσο και το ΕΚΤ «απαιτούν» όλες τις σχετικές πληροφορίες, προκειμένου να παρουσιάσουν τη σχετική έκθεση βιωσιμότητας.
Κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικων, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα χρειάζεται να υλοποιήσει πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, αντί να ευελπιστεί σε περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρεους, προκειμένου να μην χαλαρώσει τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι η άποψη αυτή αποτελεί μία ακραία εκδοχή του "ηθικού κινδύνου".
Ερωτηθείς για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος, διαβεβαίωσε ότι οι μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται με «αρκετά ικανοποιητικό ρυθμό» και επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις θα αυξήσουν το ΑΕΠ έως και κατά 13,5% εντός της επόμενης δεκαετίας.