Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024 -

Τι κάνει σήμερα η 17χρονη που το 1971 έπεσε στην ζούγκλα από αεροπλάνο στα 10.000 πόδια;



Λίγοι είναι τώρα πια οι έφηβοι που βιώνουν πλέον πολύ άσχημες καταστάσεις και αυτό κάνει την ιστορία της Juliane Koepcke πολύ ξεχωριστή.

Η οικογένεια της Koepcke είναι από την Γερμανία αλλά μετακόμοισαν  στο Περού, όπου και οι δύο γονείς δούλευαν ως ζωολόγοι. Η Juliane και η μητέρα της ταξίδευαν από την Λίμα, όπου πήγαινε σχολείο, στην Πουκάλπα για να δει τον πατέρα της.

Έβρεχε εκείνη την νύχτα και η αεροπορική εταιρία δεν είχε καλή φήμη όσον αφορούσε την ασφάλεια, αλλά είπαν να κάνουν το ταξίδι γιατί την επόμενη μέρα ήταν τα Χριστούγεννα και ήθελαν να περάσουν την μέρα όλοι μαζί.

Εν μέσω πτήσης, ένας κεραυνός χτύπησε το αεροπλάνο και η διαφορά πίεσης τράβηξε τους επιβάτες από την καμπίνα.

“Πρέπει να λιποθύμησα για λίγο αλλά μετά συνήλθα. Πετούσα στον αέρα και έβλεπα το δάσος από κάτω μου. Το αεροπλάνο πετούσε στα 10,000 πόδια πάνω από τον Αμαζόνιο όταν χτυπήθηκε και διάνυσα όλη την απόσταση δεμένη στην θέση μου.”

Οι ειδικοί λένε πως επειδή ήταν δεμένη στην θέσηκαι επειδή τα δέντρα είχαν πολύ πυκνό φύλλωμα, η Koepcke κατάφερε να επιβιώσει. Ευτυχώς, έσπασε μόνο την κλείδα, είχε ένα κόψιμο στο χέρι και πρησμένο μάτι. Τώρα όμως ήταν ολομόναχη μέσα στην ζούγκλα.

Το πρώτο πράγμα που έκανε η Koepcke ήταν να ψάξει για την μητέρα της, η οποία καθόταν δίπλα της. Πρέπει να έφυγε κάπως από την θέση της γιατί ποτέ δεν την βρήκε. Βρήκε μία σακούλα με γλυκά, η οποία ήταν η μοναδική της τροφή για τις επόμενες 10 μέρες, καθώς έψαχνε για βοήθεια.

Ο πατέρας της Juliane, Hans, της είχε μάθει κάποια κόλπα επιβίωσης που τελικά της έσωσαν τη ζωή. Ήξερε πως έπρεπε να ακολουθήσει το ποτάμι γιατί θα την οδηγούσε σε κάποιο χωριό και γιατί θα της παρείχε καθαρό νερό.

Περπατούσε για μέρες χωρίς να κοιμάται την νύχτα γιατί τα τσιμπήματα από τα έντομα την κρατούσαν ξύπνια. Συνάντησε πιράνχας και κροκόδειλους αλλά κράτησε την ψυχραιμία της και συνέχισε τον δρόμο της.

“Μερικές φορές έβλεπα κροκόδειλους να έρχονται προς το μέρος μου αλλά δεν φοβόμουν. Ήξερα πως οι κροκόδειλοι δεν επιτίθενται σε ανθρώπους.”

Μετά από 9 μέρες στο ποτάμι, η Koepcke βρήκε μία βάρκα. Θυμήθηκε κάποια μαθήματα του πατέρα της και έριξε λίγη βενζίνη πάνω στο κόψιμο στο χέρι της για να το απολυμάνει και να το καθαρίσει από τα παράσιτα.

Την επόμενη μέρα την βρήκαν ξυλοκόποι και την μετέφεραν στην ασφάλεια. Η Koepcke και ο πατέρας της μετακόμισαν πίσω στην Γερμανία αλλά αργότερα έγινε βιολόγος και μετακόμισε πίσω στο Περού.

Κοιτώντας την ιστορία της, η Koepcke λέει πως το χειρότερο στην εμπειρία της δεν ήταν ο συνεχής κίνδυνος, αλλά οι ενοχές που ένιωθε επειδή ήταν η μόνη που επιβίωσε από το ατύχημα.

“Είχα εφιάλτες για χρόνια και φυσικά η απώλεια της μητέρας μου και των άλλων ανθρώπων συνεχώς γυρνούσαν στο μυαλό μου. Η σκέψη ότι ήμουν η μοναδική επιζών με στοιχειώνει ακόμα. Πάντα θα με στοιχειώνει.”