Ο θάνατος του Πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας προκάλεσε συγκλονισμό ανά το παγκόσμιο. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πέθανε και τάφηκε το καλοκαίρι του 1977. Ωστόσο η καρδιά του μεταφέρθηκε στο Θρονί, μετά από 33 χρόνια…
Η περιπέτεια της υγείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου άρχισε Κυριακή των Βαΐων, στις 3 Απριλίου του 1977. Τότε ήταν που υπέστη το πρώτο καρδιακό έμφραγμα και αποφάσισε να σταματήσει το κάπνισμα.
Ακριβώς τέσσερις μήνες μετά, το βράδυ της 2ας Αυγούστου του 1977, ενώ βρισκόταν στο γραφείο του στην Αρχιεπισκοπή ένιωσε ξανά πόνο στο στήθος. Αμέσως κλήθηκαν οι γιατροί του, στην παρουσία των οποίων ο Μακάριος παρουσίασε κοιλιακή μαρμαρυγή. Οι γιατροί τον υπέβαλαν σε ηλεκτροσόκ. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες τους, η καρδιά του Μακαρίου δε άντεξε και σταμάτησε να χτυπά στις 5.15 το πρωί της 3ης Αυγούστου. Για τρεις καρδιακές προσβολές, σε διάστημα έξι ωρών, έκανε τότε λόγο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Μακεδονία».
Οι Κύπριοι πληροφορήθηκαν τα μαντάτα από τη ραδιοφωνική συχνότητα του ΡΙΚ, στις 6 το πρωί. Ο «Ταχυδρόμος» έγγραφε την επόμενη ημέρα:
Η κηδεία του τελέστηκε στις 8 Αυγούστου του 1977.
Ταφή, χωρίς την καρδιά
Στο βιβλίο «Κυπρίων ιατρών έργα» του γιατρού Λάκη Αναστασιάδη, αναφέρεται ότι η νεκροψία στη σορό του Μακαρίου διενεργήθηκε επί τόπου στο κρεβάτι όπου πέθανε στην Αρχιεπισκοπή, «με πρωτόγονες και απαράδεκτες νεκροτομικές διεργασίες». Κι αυτό γιατί ιθύνοντες του στενού περιβάλλοντος του Πρώτου Προέδρου, δεν ήθελαν να μεταφερθεί το σώμα του στο νεκροτομείο. Ως αποτέλεσμα δεν κατέστη δυνατή η καταγραφή επίσημης νεκροτομικής έκθεσης.
Η νεκροψία έγινε από τον παθολογοανατόμο του Νοσοκομείου Λευκωσίας, Πάνο Σταυρινό, στην παρουσία των γιατρών Λυσσαρίδη και Καλπιάν. Ο Σταυρινός είπε στο συγγραφέα του βιβλίου ότι: «Τα στεφανιαία αγγεία είχαν εκτεταμένες στενώσεις με διάχυτη ασβεστοποίηση και σκλήρυνση τους. Υπήρχε ουλή παλαιού εμφράγματος, αυτού που είχε υποστεί τον Απρίλιο του 1977. Η καρδιά παρουσίαζε υπερτροφία και το βάρος της υπολογίσθηκε -δεν είχαμε την απαραίτητη ζυγαριά για ακριβές μέτρημα- σε περίπου 450 – 480 γραμμάρια. Την καρδιά την αφαίρεσα από τη σορό και τη μετέφερα προσωπικά στο Λονδίνο για περαιτέρω εξετάσεις, κατόπιν οδηγιών του τότε Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Μιλτιάδη Χριστοδούλου».
Από τις εξετάσεις των Άγγλων δεν διαπιστώθηκε τίποτε διαφορετικό και επιστρέφοντας στην Κύπρο ο Σταυρινός προχώρησε σε ταρίχευση της καρδιάς, την οποία παρέδωσε στην Αρχιεπισκοπή για φύλαξη.
Η καρδιά του Μακαρίου παρέμεινε στην Αρχιεπισκοπή μέχρι το 2010 και 33 χρόνια μετά το θάνατο του τοποθετήθηκε στον τάφο του στο Θρονί της Παναγιάς του Κύκκου, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου.