Έναν γνωστό παράγοντα για την εμφάνιση άσθματος αποτελεί η παχυσαρκία. Ωστόσο, μια νέα έρευνα ήρθε να φανερώσει ότι ισχύει και το αντίστροφο: δηλαδή το άσθμα να αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας. Παράλληλα, μια άλλη έρευνα έδειξε ότι τα ασθματικά παιδιά εγκαταλείπουν συχνότερα το σχολείο ή το πανεπιστήμιο.
Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Σουμπχαμπράτα Μόιτρα, του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας στο Παρίσι, ανέφεραν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος παχυσαρκίας αφορά όσους εμφανίζουν άσθμα μετά την ενηλικίωσή τους και όσους έχουν μη αλλεργικό άσθμα.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία για 8.618 ανθρώπους από 12 χώρες, οι οποίοι δεν ήταν παχύσαρκοι στην αρχή της μελέτης, είχαν δηλαδή όλοι δείκτη μάζας σώματος κάτω του 30. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για μια εικοσαετία.
Διαπιστώθηκε ότι από όσους είχαν άσθμα στην αρχή της έρευνας, το 10,2% εμφάνισε παχυσαρκία στην πορεία του χρόνου, έναντι μικρότερου ποσοστού 7,7% μεταξύ όσων δεν είχαν άσθμα.
Μια άλλη σουηδική μελέτη, που παρουσιάσθηκε στο ίδιο συνέδριο, βρήκε ότι τα παιδιά με άσθμα έχουν μικρότερες πιθανότητες να τελειώσουν το σχολείο και να εργασθούν σε μη χειρωνακτικές εργασίες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Κρίστιαν Σάιλερτ, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 2.300 παιδιά.
Διαπιστώθηκε ότι όσα έπασχαν από μόνιμο άσθμα ήδη από μικρή ηλικία (πριν τα 12), είχαν 3,5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εγκαταλείψουν το σχολείο έως τα 16 τους, ενώ όσα κατάφερναν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, είχαν διπλάσια πιθανότητα να το αφήσουν στη μέση, σε σχέση με τα παιδιά χωρίς άσθμα.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι ερευνητές τόνισαν ότι το άσθμα μπορεί να φέρει ορισμένα παιδιά -και αργότερα ενήλικες- σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τόσο τις σπουδές, όσο και το επάγγελμά τους.
Το κακό με την πάθηση είναι ότι ακόμη δεν έχει βρεθεί ριζική θεραπεία γι’ αυτήν, ενώ οι επιστήμονες ακόμη δεν έχουν κατανοήσει πλήρως τα αίτια που την προκαλούν. Όσοι πάσχουν από αυτήν, μπορούν με τα κατάλληλα φάρμακα να ελέγχουν τα συμπτώματά της.