Αποτελεί ένα από το πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς στο Ισραήλ, ωστόσο, το εμβληματικό οχυρό που δεσπόζει πάνω σε ένα απομονωμένο βραχώδες υψίπεδο κοντά στη Νεκρά Θάλασσα, κρύβει μια τραγική ιστορία.
Ο λόγος για την Μασάντα (σ.σ. στα εβραϊκά, το φρούριο) που είναι αρχαίο οχυρό – ανάκτορο, στο ανατολικό άκρο της ερήμου της Ιουδαίας.
Ο Ηρώδης ο Μέγας έχτισε ανάκτορα για τον ίδιο στην κορυφή του υψώματος και οχύρωσε τη Μασάντα ανάμεσα στο 37 και 31 π.Χ.
Η πολιορκία του οχυρού
Με στόχο την κατάκτηση του ανακτόρου, ο κυβερνήτης της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, Φλάβιος Σίλβας συγκέντρωσε την Χη (10η) λεγεώνα και 4.000 άνδρες των επικουρικών σωμάτων και ξεκίνησε για το οχυρό (φθινόπωρο του 73).
Αφού εγκατέστησε το επιτελείο του στους πρόποδες του βράχου και βεβαιώθηκε ότι οι άντρες ανεφοδιάζονταν επαρκώς με τρόφιμα και νερό, ο κυβερνήτης διέταξε την κατασκευή ενός τείχους πλάτους δυο μέτρων γύρω από ολόκληρο το βουνό- οχυρό με φυλάκια – συνδετικούς κρίκους ανά τριάντα μέτρα.
Τα στρατεύματα του εγκατασταθήκαν σε οκτώ μεγάλα στρατόπεδα γύρω από τις παρυφές του βράχου. Έτσι ο Φλάβιος Σίλβας εξασφάλισε ότι κανείς από τους υπερασπιστές του βράχου δεν θα μπορούσε να διαφύγει.
Δεν είχε, όμως, σκοπό να περιμένει να πεθάνουν οι πολιορκημένοι από την πείνα. Έτσι παρέταξε σε στρατηγικές θέσεις τα εκήβολα όπλα που διέθετε.
Η κάθε λεγεώνα διέθετε συνήθως 55 βαλιστρίδες (οξυβελής καταπέλτης) και 10 όναγρους (είδος πετροβόλου καταπέλτη).
Ωστόσο, οι καταπέλτες της συγκεκριμένης λεγεώνας αποτελούσαν εξαίρεση, καθώς ήταν ισχυρότεροι και δυνατότεροι από εκείνους των άλλων λεγεώνων. Ιδίως οι όναγροι που διέθετε η λεγεώνα εκσφενδόνιζαν βράχους 25 κιλών σε αποστάσεις 400 μέτρων.
Οι κρούσεις αυτών των λίθων ήταν καταστροφικές για τις οχυρώσεις και τα κτίσματα και μοιραίες για τους υπερασπιστές.
Όμως, οι αμυνόμενοι ανέπτυξαν ένα «σύστημα προειδοποίησης», επειδή οι λίθοι ήταν ανοιχτόχρωμοι (λευκοί) και αντανακλούσαν το φως του ηλίου ενώ βρίσκονταν στον αέρα, κατορθώνοντας να περιορίσουν τις ανθρώπινες απώλειες.
Όταν το αντιλήφθηκαν αυτό οι Ρωμαίοι έβαψαν τους λίθους μαύρους αχρηστεύοντας, έτσι, το προειδοποιητικό σημάδι.
Στο μεταξύ, οι μηχανικοί του Φλάβιου Σίλβα συνέλαβαν μια εξαιρετική ιδέα.
To κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι πολιορκητές ήταν η τεράστια υψομετρική διαφορά του οχυρού από την επιφάνεια της άνυδρης ερήμου.
Αυτό εμπόδιζε το πλήθος των ρωμαϊκών μηχανών να δράσει στο μέγιστο της αποτελεσματικότητας του.
Επιπλέον, οι πολιορκημένοι ήταν προετοιμασμένοι για πολύμηνη πολιορκία και ήταν αδύνατο λόγω της μειωμένης αποτελεσματικότητας των τοξευμάτων και των βλημάτων να εξοντωθούν όλοι. Μόνο αν οι πολιορκητικές μηχανές μπορούσαν να μεταφερθούν εμπρός από τα τείχη θα μπορούσαν να γίνουν αποτελεσματικές.
Οι Ρωμαίοι μηχανικοί παρατήρησαν ότι η δυτική πλευρά του βράχου πλησίαζε αρκετά τις καταπτώσεις ενός άλλου χαμηλότερου υψώματος όπου βρίσκονταν το ρωμαϊκό αρχηγείο.
Αν κατάφερναν να κατασκευάσουν μια κεκλιμένη ανοδική γέφυρα θα βρίσκονταν μπροστά στην είσοδο του δυτικού παλατιού του Ηρώδη (σύμφωνα με περιγραφές αιχμαλώτων για την διάταξη των οικημάτων πάνω στο βράχο). Εκεί, μάλιστα βρίσκονταν συμπτωματικά και το αρχηγείο του Ελεάζαρου.
Για να κατασκευάσουν αυτό το πρόσχωμα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν μεγάλα ξύλινα κιβώτια από κορμούς δέντρων που τα μετέφεραν από μακριά.
Αρχικά, τοποθέτησαν το πρώτο άδειο κιβώτιο στο σημείο που είχαν προκαθορίσει και το γέμισαν με χώμα. Όταν γέμισαν το πρώτο τοποθετούσαν το επόμενο άδειο κιβώτιο σε άλλη προκαθορισμένη θέση και έκαναν ότι και την πρώτη φορά.
Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνονταν συνεχώς με κάθε άδειο κιβώτιο που τοποθετούνταν στο πρόσχωμα.
Για την εργασία αυτή χρησιμοποιήθηκαν αναρίθμητοι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι.
Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας ήταν γι’ αυτούς εξοντωτικές. Καθώς το πρόσχωμα πλησίαζε προς το βράχο κινδύνευαν επιπλέον και από τα τοξεύματα των πολιορκημένων, εργαζόμενοι χωρίς κάλυψη στις άκρες του.
Ταυτόχρονα, Ρωμαίοι ιππείς περιπολούσαν συνεχώς σε όλο το μήκος των τειχισμάτων, εμποδίζοντας οποιαδήποτε μεμονωμένη απόδραση ενώ οι βλητικές μηχανές βρίσκονταν σε πλήρη δράση κάθε μέρα κρατώντας απασχολημένους τους Ιουδαίους.
Πάνω στο ύψωμα όπου βρίσκονταν το ρωμαϊκό αρχηγείο άλλοι αιχμάλωτοι κατασκεύασαν έναν σιδηρόφρακτο πύργο ύψους τριάντα μέτρων και έναν ισχυρό κριό.
Η μαζική αυτοκτονία
Η κατασκευή του έργου κράτησε μήνες και τελείωσε την άνοιξη του 74. Τότε προωθήθηκαν πάνω στο πρόσχωμα ο πύργος και ο κριός.
Ο ισχυρός κριός γκρέμισε το τείχος σε εκείνο το σημείο όμως οι πολιορκητές διαπίστωσαν ότι οι αμυνόμενοι είχαν ανεγείρει ένα δεύτερο εσωτερικό τείχος.
Το τείχος αυτό ήταν φτιαγμένο από δυο σειρές ξύλων και κορμών δέντρων. Μεταξύ των δυο σειρών είχαν τοποθετήσει όγκους από φρεσκοσκαμμένο χώμα. Το παράδοξο με αυτό το τείχος ήταν ότι λόγω της κατασκευής του όχι μόνο άντεχε αλλά σταθεροποιούνταν ακόμα περισσότερο όταν δέχονταν τα χτυπήματα του κριού.
Τα ξύλα για την κατασκευή του τείχους τα βρήκαν οι πολιορκημένοι αποστεγάζοντας όλο σχεδόν το ανάκτορο του Ηρώδη.
Η κατασκευή του τείχους γίνονταν κατά την διάρκεια της νύχτας στο σημείο όπου οι πολιορκημένοι είχαν προβλέψει ότι θα κατέληγε το ύψους εκατόν δέκα και μήκους διακοσίων έξι μέτρων πρόσχωμα.
Ο Φλάβιος Σίλβας μόλις συνειδητοποίησε το πρόβλημα διέταξε τους άντρες του να πυρπολήσουν το δεύτερο τείχος. Ως το τέλος της δεύτερης ημέρας διεξάγονταν άγριος αγώνας στις επάλξεις.
Κατά την διάρκεια της νύχτας οι επιτιθέμενοι διέσπασαν την γραμμή των υπερασπιστών και τους κατακρεούργησαν. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, η Πολιορκία της Μασάντα από τα ρωμαϊκά στρατεύματα στο τέλος του Πρώτου Ιουδαϊκού Πολέμου έληξε με μαζική αυτοκτονία των 960 Σικάριων επαναστατών και των οικογενειών τους που κρύβονταν εκεί, μην αντέχοντας το φρικτό τέλος.
Οι νεκροί πετάχτηκαν από τα τείχη και τα πτώματα τους έγιναν βορά των ορνέων. Στο οχυρό στρατωνίστηκαν στοιχεία της Ι΄ λεγεώνας.