Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025 -

Και τώρα, η τοξική εξαργύρωση της προσφυγιάς



Και για να έχουμε... καλό ρώτημα: Εσείς πού ήσασταν το 1974; Πώς είπατε; Στη Λεμεσό; Την Πάφο; Τη Λάρνακα; Δεν ζούσατε το 1974; Γεννηθήκατε μετά; Α, όχι. Τότε δεν μπορεί να έχετε άποψη για το Κυπριακό. Στερείστε... ευαισθησιών. Ή τουλάχιστον των ευαισθησιών που έχει ένας Μαρίνος Σιζόπουλος.

 Η πιο σημαντική πολιτική παθογένεια στην Κύπρο είναι η αδυναμία κάποιων ανθρώπων να καταλάβουν πως δεν είναι λογικό να νιώθουν περισσότερο πατριώτες από τους άλλους επειδή διαφωνούν μαζί τους. Το πέρασα κάποτε και εγώ.

 Και αυτήν ακριβώς την παθογένεια ο Μαρίνος κατάφερε να την πάρει ένα επίπεδο πιο κάτω. Δεν λέω «πιο πάνω», διότι αυτό μπορεί να παρεξηγηθεί και ως βελτίωση. Εδώ μιλάμε για επιδείνωση με όλες τις προδιαγραφές του παραλογισμού. Του εκούσιου, μάλιστα.

 Μιλώντας χθες στον ΠΟΛΙΤΗ 107,6 ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ αποφάνθηκε ότι υπάρχει έλλειψη ευαισθησίας από μέρους αυτών που διαπραγματεύονται σήμερα το Κυπριακό εκ μέρους της ε/κ πλευράς. «Οφείλω να πω», σημείωσε, «ότι αυτοί που διαπραγματεύονται το Κυπριακό δεν έζησαν το ’74. Κανένας. Εμείς το ζήσαμε και το βιώσαμε. Ζήσαμε τον εκτοπισμό».

 

Ερωτηθείς εάν θεωρεί ότι δεν έζησε το ’74 ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Σιζόπουλος απάντησε: «Δεν το έζησε. Από τη Λεμεσό δεν το έζησε ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ούτε ο υπουργός των Εξωτερικών, ούτε κάποιοι από τους υπόλοιπους. Εμείς το ζήσαμε στην Κερύνεια όμως...».

 

Εγώ πάλι έζησα το 1974. Δεν το θυμάμαι, θυμάμαι όμως τα πρώτα μου παιδικά χρόνια, τότε που ο πατέρας μου γύρισε από την αιχμαλωσία στα Άδανα για να μας βρει φιλοξενούμενους στο σπίτι της γιαγιάς μου, αφού είχαμε χάσει το σπίτι μας μαζί με ό,τι άλλο είχαμε, στην εντός των τειχών Λευκωσία.

 

Μας το είχαν λεηλατήσει οι δικοί μας βέβαια, που το είχαν κάνει φυλάκιο -όχι οι Τούρκοι που είχαν φτάσει μόνο μέχρι την αυλή- αλλά σπίτι πια δεν είχαμε και ούτε μπορούσαμε καν να το επισκεφθούμε εκεί που είναι, μέχρι την πρώτη απαγκίστρωση. Σήμερα έχουν μείνει κάτι ντουβάρια, με κάτι σπασμένα κεραμίδια χάμω από την οροφή που κατέρρευσε πριν από χρόνια.

 

Στο χολ, κάποιοι έγραψαν κάτι μεγαλόστομα πατριωτικά συνθήματα στους τοίχους, νομίζοντας, οι καημένοι, πως στην εισβολή ήταν που έγινε έτσι. Μέχρι και τους διακόπτες έβγαλαν από τους τοίχους. Οι τρύπες, τα συνθήματα που λέγαμε και τα χόρτα που φύτρωσαν στο πάτωμα είναι το μόνο που απέμεινε να θυμίζει ότι ο χώρος αυτός ήταν το σπίτι μας.

 

Α, και κάτι ξεραμένες καπότες. Το πιο... πετυχημένο μνημείο για μια χώρα που γαμήθηκε -και συγχωρέστε με- έτσι.

 

Κάτι καρέκλες και κάτι ρούχα μόνο πρόλαβε να πάρει η μάνα μου με τη βοήθεια ενός κουτσού γέρου που τον έλεγαν Καρκώτη, σε μια εκεχειρία κάτι ωρών. Μας έλεγε το όνομά του ξανά και ξανά για να μην το ξεχάσουμε καθώς μεγαλώναμε. Όλα τα άλλα, ό,τι είχε αξία, μας τα ρήμαξαν. Όλα όμως. Οι δικοί μας, ναι. Δεν μας αποζημίωσε ποτέ κανείς. Μια επιστολή έστω με μια απολογία για τις κλεμμένες συλλογές του παππού μου και τα άλλα κειμήλια, που δεν ήταν πολλά, αλλά σήμαιναν τα πάντα για μας. Τίποτα.

 

Και φυσικά δεν καταδεχτήκαμε να το ζητήσουμε.

 

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη του Δημοτικού, τότε που ήρθαν οι πρώτοι συμμαθητές μας από την Καρπασία, χωρίς παπούτσια πολλοί, θυμάμαι και πολλά μωρά που τα πότιζαν μουρουνέλαιο στα σχολεία για να αντέξουν την ασιτία, τα συσσίτια όπου οι άποροι μπορούσαν να διαλέξουν στο... μενού ανάμεσα σε μία -μία όμως- φέτα ψωμί με μαρμελάδα ή μία με βούτυρο ντενεκέ και χαλλούμι. Και πολλά άλλα.

 

Περνούσαμε δύσκολα όσοι ατυχήσαμε να τα χάσουμε όλα. Έτσι περνούσαν όμως και οι υπόλοιποι που ζούσαν στην ίδια κατεστραμμένη χώρα. Δεν ζούσαν αλλού. Έτσι και τα παιδιά των μη προσφύγων στη Λεμεσό, την Πάφο ή αλλού που μεγάλωσαν με πατέρα αγνοούμενο. Έτσι πέρασαν και παιδιά μη προσφύγων όταν οι γονείς τους αναγκάστηκαν να τα αφήσουν και να πάνε στις «αραπιές» για να δουλέψουν μετά.

 

Πολύ δύσκολα. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γονιών μας να μην καταλάβουμε τι μας είχε βρει και να ζήσουμε μια κανονική, υπό τις περιστάσεις, παιδική ηλικία.

 

Ποτέ όμως δεν διανοήθηκα να θεωρήσω ότι οι άνθρωποι της Λεμεσού, της Λάρνακας, της Πάφου, των ορεινών περιοχών ή έστω οι μη πρόσφυγες της Λευκωσίας στερούνταν των δικών μου... ευαισθησιών. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι κουβαλούσαμε την ίδια πληγή για αυτό που είχε γίνει.

 

Μια πληγή που μας την έξυναν κιόλας εργολαβικά οι πολιτικάντηδες για δεκαετίες, χτίζοντας καριέρες με πατριωτικές κορώνες για... σπίτια και για κάστρα. Πολλοί από τους οποίους πολιτικάντηδες, το 1974 το πέρασαν όχι σε κάστρα αλλά κρυμμένοι σε κάτι... πρεσβείες.

 

Μέχρι που ο πόλεμος τελείωσε και ξεμύτισαν για να αναλάβουν την αντίσταση του μπλα-μπλα, το κόστος της οποίας το πληρώσαμε όλοι μας, πρόσφυγες και μη, χρυσό και βάλε. Θα σας γελάσω για το πώς απέκτησαν αυτοί ειδικά τις ευαισθησίες επί των οποίων οικοδομεί εσχάτως και την πολιτική του καριέρα ο Μαρίνος.

 

Είναι ύβρις. Και είναι ντροπή και κατάντημα το να σπέρνει κανείς ακόμη κι αυτό (πια) το διαχωριστικό ζιζάνιο ανάμεσά μας, μην έχοντας προφανώς κάτι άλλο να πει πλέον για να τουμπάρει τις συνομιλίες. Ο κόσμος έχει κρίση. Και θα την ασκήσει όταν (και εάν) έρθει η ώρα του δημοψηφίσματος. Τις συνέπειες της εισβολής τις περάσαμε όλοι μας, πρόσφυγες και μη.

 

Τις συνέπειες της χυδαίας εμπορίας της εισβολής και της κατοχής από τους πολιτικούς μας επίσης.

 

Κι όσο κι αν κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Λεμεσός λόγου χάρη (εκεί όπου μεγάλωσε, αλλά και εκλέγεται ο Μαρίνος) δεν θα ήταν σήμερα όπως είναι, εάν δεν είχε γίνει η εισβολή, κανείς μα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ισχυρίζεται πως όσοι δεν έχασαν ό,τι είχαν στην εισβολή έχουν λιγότερες ευαισθησίες από τους άλλους, προσπαθώντας μάλιστα να κεφαλαιοποιήσει, σαράντα ένα χρόνια μετά, τις ευαισθησίες των προσφύγων.

 

Μέσω διαχωρισμών ανιστόρητων, χυδαίων και επικίνδυνων.

 

Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν και του ιδίου, όπως και μερικών άλλων... μια χαρά τού βγήκε τελικά κι αυτή η προσφυγιά.

Κώστας Κωνσταντίνου