
«Βαρόμετρο» για το εύρος του νέου «πακέτου» των φορολογικών ελαφρύνσεων και των εισοδηματικών ενισχύσεων που σχεδιάζει η κυβέρνηση και θα ανακοινώσει το Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, θα αποτελέσει η «ρήτρα διαφυγής» για τα εξοπλιστικά.
Στις επικείμενες, κρίσιμες διαπραγματεύσεις, η ελληνική πλευρά θα επικεντρωθεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών τονίζουν ότι στόχος είναι να απελευθερωθούν πόροι και για χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία δαπανά για εξοπλισμό σχεδόν το 3% του ΑΕΠ της που αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των κρατών- μελών του ΝΑΤΟ.
Σημειώνουν ότι το όριο για τον προσδιορισμό των πρόσθετων δαπανών που δεν θα προσμετρώνται στο έλλειμα του προϋπολογισμού και στην οροφή για την αύξηση των πρωτογενών δαπανών – η οποία για το 2026 έχει τοποθετηθεί στο 3,6% – θα πρέπει να καθορίζεται με βάση το μέσο ευρωπαϊκό όρο των αμυντικών δαπανών.
Τα ίδια στελέχη πιθανολογούν ότι η αύξηση των πρόσθετων αμυντικών δαπανών θα υπολογιστεί με αφετηρία το 2021, δηλαδή πριν από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας με την Ουκρανία.
Η ρήτρα διαφυγής θα έχει τετραετή διάρκεια και δεν θα είναι οριζόντια καθώς κάθε χώρα θα θέτει τα όρια με βάση τις δεσμεύσεις του κρατικού προϋπολογισμού. Με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα έχει περιθώριο να αυξάνει τις δαπάνες για την άμυνα σε ποσοστό 0,5% – 1% ετησίως χωρίς αυτό να σημαίνει αυτόματα ανάλογο δημοσιονομικό χώρο.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού οι δαπάνες για τα εξοπλιστικά προγράμματα θα αυξηθούν κατά περίπου 900 εκατ. ευρώ το 2025, κατά 500 εκατ. ευρώ το 2026 και κατά 150 εκατ. ευρώ το 2027 με το συνολικό κονδύλι να φθάνει κοντά στα 2 δισεκ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, το όριο στο ύψος των δαπανών, θα προσδιορίσει τόσο το βαθμό ευελιξίας για τη κυβέρνηση, όσο και τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το «ταμειακό μαξιλάρι» για νέες φοροελαφρύνσεις με επίκεντρο τη μεσαία τάξη.
Η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, έχει συνδέσει τη μείωση των φόρων με τις αποφάσεις που θα ληφθούν στην Ευρώπη για τη «ρήτρα διαφυγής» σημειώνοντας ότι: «όσο πιο γενναία είναι η απόφαση σε σχέση με την άμυνα, τόσο μεγαλύτερο περιθώριο θα έχουμε για μειώσεις φορολογικών συντελεστών».
Ο «χάρτης» των δαπανών
Ανάλυση της Alpha Bank για το «χάρτη» των αμυντικών δαπανών και την αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ευρώπη, αναφέρει για την Ελλάδα ότι συγκριτικά με άλλες χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ, το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ της χώρας ήταν από τα υψηλότερα και το 2024.
Διαμορφώθηκε σε 3,08% από 2,22% το 2014, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών – μελών του ΝΑΤΟ.
Τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες (% του ΑΕΠ) παρουσιάζουν η Πολωνία και οι ΗΠΑ, ενώ οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) δαπανούν πέριξ του 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα.
Η ανάλυση των επιμέρους κατηγοριών των αμυντικών δαπανών παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον. Οι αμυντικές δαπάνες των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ το 2024 υποδιαιρούνται σε τέσσερις μείζονες κατηγορίες και με βάση τη συγκεκριμένη στην Ελλάδα το 55,9% των αμυντικών της δαπανών αφορούσε λειτουργικό κόστος (μισθοδοσία στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού, συντάξεις κ.ά.), το 36,1% ήταν δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), το 7,7% αφορούσε δαπάνες συντήρησης και λοιπές λειτουργικές δαπάνες και το 0,3% ήταν δαπάνες για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών.