Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024 -

Η Ελλάδα έγινε αφορμή να ψηφίσει το Κογκρέσο αλλαγή κανόνων του ΔΝΤ



Άρωμα... Ελλάδας είχε το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ αμερικανικής κυβέρνησης και Ρεπουμπλικάνων, για την άρση της δυνατότητας του ΔΝΤ να χορηγεί στις χώρες – μέλη του δάνεια μεγαλύτερα από ότι προβλέπουν οι κανόνες του.

Όπως μεταδίδει η Wall Street Journal, οι Ρεπουμπλικάνοι μπλόκαραν συνεχώς από το 2010 την έγκριση της συμφωνίας που είχε υπογραφεί – και από τις ΗΠΑ – για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών – της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας – στο μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου, με την οποία θα αποκτούσαν και μεγαλύτερη δύναμη στη λήψη των αποφάσεων του.

Ως αντάλλαγμα για να δώσουν την έγκρισή τους, οι Ρεπουμπλικάνοι ζήτησαν από την αμερικανική κυβέρνηση παραχωρήσεις σε μία σειρά από οικονομικά θέματα, όπως την ανάκληση του νόμου για την υγειονομική περίθαλψη. Τελικά ο συμβιβασμός επήλθε με την ανάκληση του κανόνα για κατ’ εξαίρεση δανεισμό μίας χώρας (πέραν των υφιστάμενων κανόνων του Ταμείου), όπως συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας.

Κρίσιμο ρόλο στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις έπαιξαν, σύμφωνα με τη WSJ, οΤζον Τέιλορ, ένας οικονομολόγος του πανεπιστημίου του Στάνφορντ και πρώην διπλωμάτης την περίοδο της προεδρίας του Τζορτζ Μπους, ο οποίος ήταν συχνά επικριτικός έναντι της οικονομικής πολιτικής του Ομπάμα. Ο Τέιλορ είδε έναν πιθανό πολιτικό συμβιβασμό στην ανάκληση της ειδικής εξαίρεσης αναφορικά με τους κανόνες δανεισμού του ΔΝΤ, η οποία θα απαντούσε στις ανησυχίες των Ρεπουμπλικανών για τις υπερβολές του ΔΝΤ.

Ο κ. Τέιλορ θεωρεί ότι η εξαίρεση αυτή όχι μόνο επέτρεψε τη διάσωση των ιδιωτών πιστωτών της Ελλάδας εις βάρος των χρημάτων των φορολογούμενων, αλλά και ότι υποδαυλίζει την αστάθεια. Η εξαίρεση, προειδοποίησε ο ίδιος το Κογκρέσο, άφηνε την πόρτα ανοιχτή να επηρεάζονται οι αποφάσεις του ΔΝΤ από την πολιτική και όχι την οικονομία, δημιουργώντας πιθανόν «ανώμαλα κίνητρα, μεταξύ των οποίων και τον ηθικό κίνδυνο, οδηγώντας σε υπερβολική ανάληψη κινδύνου και επώδυνες διεθνείς επιπτώσεις».

Η πρόταση του Τέιλορ άρχιζε να αποκτά δυναμική, τόσο στους πολιτικούς του Κογκρέσου όσο και στο ΔΝΤ. Κατ’ ιδίαν, η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για την οποία η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν η αδυναμία έγκρισης της μεταρρύθμισης στη διοίκηση του Ταμείου, εκδήλωσε επίσης ενδιαφέρον. Σε μία συνάντηση που είχε πέρυσι στο Στάνφορντ, η Λαγκάρντ είπε στον Τέιλορ ότι είναι ανοικτή στη διερεύνηση της πρότασής του. Το προσωπικό του ΔΝΤ είχε συστήσει από τον περασμένο Ιούνιο την κατάργηση της εξαίρεσης και πολλά από τα στελέχη του Διοικητικού Συμβουλίου του αργότερα στήριξαν το εν λόγω αίτημα. Έως τον περασμένο Οκτώβριο, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών δεν έδειχνε, ωστόσο σημάδια, ότι ήθελε να υποκύψει στην απαίτηση αυτή των Ρεπουμπλικανών, αλλά αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να μην προχωρήσουν για μία ακόμη χρονιά οι αλλαγές στο καταστατικό του ΔΝΤ, τελικά υποχώρησε.