Η πένα του Μάρκες, που χάρισε στην ανθρωπότητα αριστουργήματα όπως τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» και τα «Εκατό χρόνια μοναξιά», σίγησε για πάντα την Πέμπτη, 17 Απριλίου 2014.
Ο πρόεδρος της Κολομβίας, Χουάν Μανουέλ Σάντος, κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος στη μνήμη του 87χρονου νομπελίστα συγγραφέα, ο οποίος απεβίωσε στο σπίτι του στο Μεξικό, σε ηλικία 87 ετών.
«Ολόκληρη η Κολομβία πενθεί, καθώς έφυγε ο πιο αγαπητός και αξιοθαύμαστος συμπατριώτης μας όλων των εποχών», σχολίασε ο Σάντος για να συνεχίσει: «Υπήρξε, και δεν υπερβάλλω, ο Κολομβιανός ο οποίος σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας μας μετέφερε πιο μακριά και πιο ψηλά το όνομα της πατρίδας μας».
Στην πραγματικότητα βέβαια ο Γκάμπο, όπως ήταν γνωστός στους οικείους του, έκανε πολλά περισσότερα, μεταφέροντας μακριά και ψηλά το όνομα της λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το μεγάλο αριστούργημα του «γίγαντα» της γραφής, τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» (1967), είναι το έργο που έχει επηρεάσει περισσότερο από κάθε άλλο την παγκόσμια λογοτεχνική γραφή, σύμφωνα με διεθνή έρευνα που έγινε ανάμεσα στους σημερινούς συγγραφείς του κόσμου.
Με την παγκόσμια συγκίνηση λοιπόν να μην έχει κοπάσει για τον χαμό του «πατριάρχη» του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού, της αρμονικής παντρειάς δηλαδή ιστορικών γεγονότων και μυθοπλασίας, ας δούμε τα έργα και τις ημέρες του τιμημένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέα, δημοσιογράφου και κοσμοπολίτη Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες...
Πρώτα χρόνια
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννιέται στις 6 Μαρτίου 1927 στο παραλιακό χωριό της Κολομβίας, Αρακατάκα. Ο Γκαμπίτο, όπως τον έλεγαν στο υποκοριστικό του, μεγαλώνει με τους παππούδες του, καθώς οι γονείς του μετακομίζουν σε μεγάλη πόλη αναζητώντας καλύτερη επαγγελματική τύχη. Τους γονείς του μάλιστα θα τους δει για πρώτη φορά όταν έφτασε σε ηλικία 10 ετών, με το σοκ του νεαρού αγοριού να είναι σφοδρότατο.
Ο Γκαμπίτο μεγαλώνει λοιπόν με τον συνταγματάρχη παππού και μαγεύεται από τις πολεμικές περιπέτειές του, την ίδια στιγμή που ακούει με θαυμασμό τα παραμύθια και τις φανταστικές ιστορίες που του διηγείται η γιαγιά. Κι αυτά τα χρόνια της παιδικής ηλικίας κοντά στους παππούδες του έμελλε να είναι το χρυσωρυχείο της μελλοντικής αφηγηματικής του έμπνευσης.
Όπως το έλεγε ο ίδιος, στη γραφή του προσπαθούσε πάντα να συνδυάσει το αφηγηματικό ύφος της γιαγιάς του, η οποία του έλεγε φανταστικές ιστορίες σαν να ήταν πραγματικές, και του παππού του, ο οποίος εξάλλου ενέπνευσε πολλούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του: «Ήμουν 8 ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη», δήλωσε άλλοτε ο Μάρκες.
Ταυτοχρόνως, από παιδί μαγεύεται από τον κόσμο της λογοτεχνίας και ρίχνεται με τα μούτρα στην ανάγνωση. Φανατικός αναγνώστης σε όλη του τη ζωή, έρχεται από τρυφερή ηλικία σε επαφή με τον κόσμο των βιβλίων και αποφασίζει ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει συγγραφέας! Ταυτοχρόνως, το κωμικοτραγικό ειδύλλιο των γονέων του και οι περιπέτειες του ζεύγους με τη σφοδρή αντίδραση του συνταγματάρχη παίζουν τον ρόλο τους στη λογοτεχνική συγκρότηση του Γκαμπίτο, με την ιστορία εξάλλου να απαθανατίζεται μοναδικά στον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας»...
Η γέννηση του συγγραφέα
Η επαγγελματική σταδιοδρομία του Μάρκες ξεκινά από το μετερίζι της δημοσιογραφίας. Την ώρα που σπουδάζει λοιπόν στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά νομικά και πολιτικές επιστήμες (1947), βγάζει το ψωμί του εκτελώντας χρέη δημοσιογράφου σε τοπική εφημερίδα. Ταυτοχρόνως, εκδίδει το πρώτο του διήγημα, με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση», το οποίο περνάει εν πολλοίς απαρατήρητο.
Η επόμενη χρονιά θα τον βρει στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών, με τον ίδιο να συνεχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος για την τοπική εφημερίδα και να παλεύει με τη φτώχεια και την ανέχεια. Η δαιμόνια πένα του σύντομα θα γίνει ποθητή και ο Μάρκες θα επεκτείνει τη συνεργασία του με εφημερίδες και περιοδικά τόσο σε Αμερική όσο και Ευρώπη, ενώ το 1957 θα τον βρει δημοσιογράφο στο Καράκας.
Για να βγάλει το ψωμί του στα πρώτα αυτά 40 χρόνια της ζωής του, τα οποία τα πέρασε μέσα στην οικονομική δυσπραγία, σκαρώνει σενάρια, γράφει κινηματογραφικές κριτικές και καλύπτει δημοσιογραφικά παγκόσμια γεγονότα ως ανταποκριτής των εφημερίδων που δούλευε.
Ταυτοχρόνως, συνεχίζει να εκδίδει διηγήματα, αλλά δοκιμάζει και τις δυνάμεις του στο μυθιστόρημα. Από την προ των «Εκατό χρόνια μοναξιά» περίοδο, ξεχωρίζουν οι νουβέλες «Τα νεκρά φύλλα» (1955) και «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» (1961), αλλά και το μυθιστόρημα «Κακιά ώρα» (1962).
Τον Μάρτιο του 1958 θα κάνει ένα διάλειμμα από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και θα επιστρέψει στην Κολομβία για να παντρευτεί τη Mercedes Barcha, την οποία είχε γνωρίσει από τα φοιτητικά του χρόνια. Το ζευγάρι απέκτησε αργότερα δύο παιδιά.
Σταθμός στη ζωή του ήταν αναμφίβολα το ευτυχές έτος 1967, όταν γράφει στα ισπανικά το «Cien aos de soledad», το οποίο θα τον εκτοξεύσει στην παγκόσμια φήμη και θα μεταφραστεί αυτομάτως σχεδόν σε πλήθος γλωσσών. Στη χώρα μας το ξέρουμε ως «Εκατό χρόνια μοναξιά»!
Η στιγμή είναι μαγική, τόσο για τον ίδιο όσο και το λογοτεχνικό κίνημα του μαγικού ρεαλισμού, το οποίο μάλιστα ο ίδιος εισάγει στα λογοτεχνικά πράγματα με τη μορφή αυτή. Το βιβλίο γίνεται ανάρπαστο και του εξασφαλίζει, πέρα από διθυραμβικές κριτικές, οικονομικές απολαβές που τον βγάζουν από την ανέχεια. Σήμερα τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 50 εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς!
Όσο για το πώς γεννήθηκε το μυθιστόρημα που γέννησε έναν συγγραφέα, ο Μάρκες εξομολογήθηκε παλιότερα σε συνέντευξη: «Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο µυαλό µου µια πρόταση (εννοεί το «εκατό χρόνια μοναξιά»). Έκανα επιτόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω»!
Το μυθιστόρημα καθιέρωσε τον Μάρκες ως έναν από τους κορυφαίους πεζογράφους της ισπανικής γλώσσας, φήμη που εξαργύρωσε ο «πατριάρχης» του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού με πλήθος μυθιστορημάτων, από τα οποία ξεχωρίζει φυσικά το δεύτερο αριστούργημά του, ο «Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας» του 1985.
Η αντισυμβατική ερωτική ιστορία γίνεται ανάρπαστη και μετατρέπει τον Μάρκες σε κορυφαία μορφή της λατινοαμερικανικής πεζογραφικής γενιάς του αλλά και σε έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του πολύπαθου 20ού αιώνα....
Παγκόσμια φήμη
Είχε ήδη προηγηθεί βέβαια η βράβευσή του με Νόμπελ Λογοτεχνίας τρία χρόνια πρωτύτερα (1982), «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο και περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».
Κοσμοπολίτης μια ζωή και σχεδόν αυτοεξόριστος από την Κολομβία, ζει με τη φαμίλια του στη Βαρκελώνη για 7 χρόνια και κατόπιν μετακομίζει στο Μεξικό, το οποίο -με κάποια διαλείμματα- θα γίνει πια το μόνιμο σπίτι του συγγραφέα, καθώς θα περάσει εκεί περισσότερα από 30 χρόνια.
Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, η φήμη και ο σεβασμός που απολάμβανε στη Λατινική Αμερική θα τον μετατρέψουν σε διαμεσολαβητή μεταξύ της κολομβιανής κυβέρνησης και των αυτονομιστικών κινημάτων της χώρας (M-19, ELN) και κυρίως της διαβόητης FARC!
Επιπλέον, συνδέεται με βαθιά φιλία με τον ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο, σε μια σχέση που μετρά μπόλικες δεκαετίες ζωής αλλά και τόνους λογοτεχνικής κουβέντας. Ο ίδιος ο Μάρκες ανέλυσε τη μακροχρόνια σχέση τους στο βιβλίο του «Γκάμπο και Φιντέλ: το πορτρέτο μιας φιλίας»...
Εξίσου μακρόβια ήταν επίσης και η ξακουστή κόντρα του με τον άλλο μεγάλο λατινοαμερικανό συγγραφέα, τον Περουβιανό Μάριο Βάργκας Λιόσα. Οι άλλοτε στενοί φίλοι έγιναν σφοδροί εχθροί, εκτοξεύοντας αλληλοκατηγορίες για λογοκλοπή, προδοσία, ζήλια, ακόμα και μοιχεία. Περίφημο περιστατικό άλλωστε του καυγά τους αυτό που σημειώθηκε πριν από 38 χρόνια, όταν ο Λιόσα γρονθοκόπησε τον Μάρκες στο πρόσωπο!
Και βέβαια η κριτική που άσκησε τόσα χρόνια ο Μάρκες κατά του αμερικανικού επεκτατισμού τον έκανε εχθρό των ΗΠΑ, με την αμερικανική κυβέρνηση να του αρνείται τη χορήγηση βίζας για πάρα πολλά χρόνια. Και έπρεπε να έλθει ο Μπιλ Κλίντον στο τιμόνι των ΗΠΑ για να αναιρέσει την απαγόρευση, καθώς ο Μάρκες ήταν ο αγαπημένος του συγγραφέας!
Τελευταία χρόνια
Ήταν το 1999 όταν ο Μάρκες διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες και εξαφανίστηκε κυριολεκτικά από τη δημόσια ζωή. Κλείστηκε στο σπίτι του στο Μεξικό και έγραφε πυρετωδώς, καθώς ένιωθε πια ότι τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, αραιώνοντας τις συναντήσεις ακόμα και με τους οικείους και φίλους.
Αφού συνέταξε την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι», έγραψε ένα τελευταίο μυθιστόρημα, τις «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» (2004), και κατόπιν σίγησε συγγραφικά, μέσα σε φήμες για ραγδαία επιδείνωση της υγείας του. Αποδείχθηκε αργότερα ότι ο μεγάλος συγγραφέας έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, η οποία και τον κράτησε μακριά από τον δημόσιο βίο.
Από το πλούσιο και πολυβραβευμένο συγγραφικό του έργο δεν μπορούν να μην αναφερθούν τα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν σε οικουμενικό επίπεδο και τον εγκαθίδρυσαν ως έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του κόσμου: «Το φθινόπωρο του πατριάρχη» (1975), «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981), «Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα» (1992) και «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» (1994)...