Μία απρόβλεπτη διαδοχή γεγονότων σε συνδυασμό με τις αστοχίες του συστήματος προειδοποίησης εξηγούν τον φονικό χαρακτήρα του τσουνάμι που κατέστρεψε τις ακτές του Στενού του Σοντ στην Ινδονησία, εξηγούν σήμερα εμπειρογνώμονες και αρχές.
Το φονικό κύμα έπληξε με την καταστροφική του μανία το βράδυ του Σαββάτου τις ακτές και στις δύο πλευρές του στενού που χωρίζει τις νήσους Ιάβα και Σουμάτρα, καταλαμβάνοντας εξαπίνης τους κατοίκους, αλλά και το σύστημα παρακολούθησης.
Σε μία σειρά από tweet, τα οποία στη συνέχεια σβήστηκαν για να αντικατασταθούν από την έκφραση συγγνώμης, η Εθνική Υπηρεσία Διαχείρισης Καταστροφών έδινε τη διαβεβαίωση ότι «δεν υπάρχει απειλή για τσουνάμι» την ώρα που το παλιρροϊκό κύμα κατευθυνόταν προς τις νότιες ακτές της Σουμάτρα και το δυτικό άκρο της Ιάβας.
«Η απουσία συστήματος έγκαιρου συναγερμού εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν εντοπίστηκε το τσουνάμι», παραδέχεται ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Σουτόπο Πούρβο Νουγκρόχο. «Τα σήματα έλευσης ενός τσουνάμι δεν ανιχνεύθηκαν και οι άνθρωποι δεν είχαν τον χρόνο να απομακρυνθούν».
Η Ινδονησία είναι η πλέον ευάλωτη στις φυσικές καταστροφές χώρα του κόσμου. Σχηματισμένο από τη σύγκλιση τεκτονικών πλακών, το αρχιπέλαγος βρίσκεται στη ζώνη του πυρός του Ειρηνικού, μία περιοχή με υψηλή σεισμική και ηφαιστειακή δραστηριότητα.
Οι σταθμοί μέτρησης της παλίρροιας και η μοντελοποίηση των δεδομένων είναι τα κύρια εργαλεία που χρησιμοποιούνται από τις ινδονησιακές υπηρεσίες για την πρόβλεψη των τσουνάμι, που εκδηλώνονται κυρίως έπειτα από σεισμούς, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ακόμη και όταν όλοι οι σταθμοί παρακολούθησης βρίσκονται σε λειτουργία, οι αστοχίες του δικτύου είναι πολύ σημαντικές. Οι άνθρωποι συχνά δεν έχουν παρά ελάχιστο χρόνο για να φύγουν. Οι προσπάθειες για τη βελτίωση του συστήματος δεν καρποφορούν εξαιτίας πλήθους προβλημάτων, από την έλλειψη εξοπλισμού μέχρι τις γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, η καταστροφή αποτελεί συνέπεια μίας μέτριας ισχύος έκρηξης του ηφαιστείου Ανάκ Κρακατόα, που βρίσκεται στο Στενό του Σοντ. Η έκρηξη προκάλεσε υποθαλάσσια κατολίσθηση μέρους του ηφαιστείου και τη μετατόπιση τεράστιων ποσοτήτων νερού.
«Δεν υπήρχε χρόνος για να τρέξεις»
«Τέτοια σήματα δεν θα είχαν ανιχνευθεί από το σύστημα έγκαιρου συναγερμού της Ινδονησίας, διότι είναι κατασκευασμένο για να ανιχνεύει τσουνάμι που προκαλούνται από σεισμούς», λέει ο Ρίτσαρντ Τιού, του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ.
«Το γεγονός ότι συνέβη τη νύχτα επιδείνωσε το χάος. Υπήρχε ελάχιστη πιθανότητα να δει κανείς το τσουνάμι να έρχεται και να τρέξει να καλυφθεί».
Το ηφαίστειο Ανάκ Κρακατόα ήταν ενεργό εδώ και πολλούς μήνες, τόσο που μία σχετικά ασήμαντη έκρηξη σαν αυτή που συνέβη το Σάββατο δεν έπρεπε να προκαλέσει υπέρμετρη ανησυχία στον πληθυσμό.
Μετά το καταστροφικό τσουνάμι του 2004, η Ινδονησία έθεσε σε λειτουργία πολλούς σταθμούς παρακολούθησης για τσουνάμι, αλλά, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσία Διαχείρισης Καταστροφών, βρίσκονται εκτός λειτουργίας εδώ και έξι χρόνια.
«Οι βανδαλισμοί, η έλλειψη πόρων, τεχνικά προβλήματα είναι όλα λόγοι για τους οποίους δεν έχουμε σταθμούς συναγερμού για τσουνάμι... Πρέπει να τους ξαναφτιάξουμε για να ενισχύσουμε το σύστημα προειδοποίησης στην Ινδονησία», λέει.
Αυτοί οι σταθμοί συνήθως είναι εγκατεστημένοι στα όρια των υποθαλάσσιων τεκτονικών πλατών και έχουν ως αποστολή την ανίχνευση μάλλον των τσουνάμι που προέρχονται από τους σεισμούς, παρά εκείνων που προκαλούνται από την ηφαιστειακή δραστηριότητα, εξηγεί ο Ντέιβιντ Ρόθερι, του ανοικτού πανεπιστημίου του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Ακόμη και αν υπήρχε ένας από τους σταθμούς αυτούς δίπλα στο Ανάκ Κρακατόα, το χρονικό περιθώριο του συναγερμού θα ήταν πολύ μικρό σε σχέση με την ταχύτητα των κυμάτων του τσουνάμι».