Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024 -

Επέστρεψαν στη Γη μετά από... 340 ημέρες στο διάστημα!



Τρεις αστροναύτες του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού (ΔΔΣ), ανάμεσά τους ο Αμερικανός Σκοτ Κέλι και ο Ρώσος Μιχαήλ Κορνιένκο που έμειναν σχεδόν ένα χρόνο σε τροχιά ώστε να κάνουν πειράματα ενόψει των μελλοντικών ταξιδιών για τον Άρη, επέστρεψαν σήμερα με επιτυχία στη Γη.

Γύρω στις 06.30' ώρα Ελλάδας, όπως ήταν προγραμματισμένο, το διαστημόπλοιο Σογιούζ που μετέφερε τον Ρώσο Σεργκέι Βολκόφ, τον συμπατριώτη του Μιχαήλ Κορνιένκο και τον Αμερικανό Σκοτ Κέλι --οι δύο τελευταίοι πέρασαν 340 ημέρες στον ΔΔΣ για να προετοιμάσουν μελλοντικές επανδρωμένες αποστολές για τον 'Αρη-- προσγειώθηκε στις στέπες του Καζακστάν, νοτιοανατολικά του Τζεζκαγκάν, στην κεντρική χώρα.

Ο 55χρονος Κορνιένκο και ο 52χρονος Κέλι είχαν φθάσει στο ΔΔΣ στις 27 Μαρτίου 2015. Συνολικά, παρέμειναν σχεδόν ένα χρόνο στο διαστημικό σταθμό, τη μεγαλύτερη συνεχόμενη περίοδο μετά το 2000, όταν ο ΔΔΣ άρχισε να φιλοξενεί πλήρωμα.

Κατά τη διάρκεια της μακράς παραμονής τους, οι δύο άνδρες υποβάλλονταν τακτικά σε ιατρικές εξετάσεις και σε σειρά τεστ και αναλύσεων για να εξεταστούν οι συνέπειες μακροπρόθεσμα της μικροβαρύτητας στον ανθρώπινο οργανισμό.

Δείγματα σωματικών υγρών είχαν ληφθεί πριν από την αναχώρησή τους για το διάστημα, λαμβάνονταν κατά τη διάρκεια της αποστολής τους, και θα συνεχίσουν να λαμβάνονται για έναν και πλέον χρόνο μετά την επιστροφή τους στη Γη.

Ο δίδυμος αδελφός του Σκοτ Κέλι, ο πρώην αστροναύτης Μαρκ Κέλι, μετείχε επίσης από εδάφους στο πείραμα αυτό. Όλα τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τα δύο αδέλφια αναμένεται να δώσουν ακριβή και χρήσιμα σημεία σύγκρισης για την ψυχολογική επίδραση του μεγάλης διαρκείας ταξιδιού στο διάστημα.

Σε συνέντευξή του την περασμένη Πέμπτη, ο Σκοτ Κέλι είχε πει ότι αισθανόταν καλά ψυχολογικά και ότι θα μπορούσε, αν είναι αναγκαίο, να έμενε ακόμη 100 ημέρες. "Θα μπορούσα να μείνω ακόμη ένα χρόνο αν χρειαζόταν" είχε δηλώσει ενώ παραδέχτηκε ότι "ανυπομονεί να επιστρέψει" για να βρεθεί μαζί με την οικογένειά του και τους φίλους του.

Ο αστροναύτης είχε εξηγήσει επίσης ότι είχε επηρεαστεί από την έλλειψη πόσιμου νερού , η οποία κάνει δύσκολη την κατάσταση όσον αφορά για παράδειγμα τη σωματική υγιεινή.

 

Πρόβλημα όρασης

"Είναι λίγο σαν να είχα περάσει ένα χρόνο κατασκηνώνοντας μέσα στο δάσος", είχε εξηγήσει.

Στη μικροβαρύτητα, οι σταγόνες νερού επιπλέουν στην ατμόσφαιρα και, κατά την επαφή με το σώμα, κολλούν σφικτά στο δέρμα, κάτι που καθιστά δύσκολο το ντους. Οι αστροναύτες πλένονται με υγρά σφουγγάρια.

Για τον λόγο αυτό, ο Σκοτ Κέλι δήλωσε ότι "το πρώτο πράγμα" που θα κάνει φθάνοντας στο σπίτι του, στο Χιούστον του Τέξας θα είναι να πέσει μέσα στην πισίνα.

Όταν ρωτήθηκε για την υγεία του, ο Κέλι είπε ότι αισθανόταν "μάλλον σε φόρμα", καθώς είχε μόνο μικρά προβλήματα όρασης που οφείλονταν στην έλλειψη βαρύτητας. Η μικροβαρύτητα αυξάνει ουσιαστικά το εγκεφαλονωτιαίο υγρό γύρω από το οπτικό νεύρο επηρεάζοντας την όραση.

Η απουσία βαρύτητας έχει επίσης γνωστές συνέπειες στους μύες και τον σκελετό, μειώνοντας τη μυική μάζα και την οστική πυκνότητα, κάτι που υποχρεώνει τους αστροναύτες να ασκούνται σωματικά τακτικά.

Ο Σεργκέι Βολκόφ, ο οποίος αναχώρησε για τον ΔΔΣ στις 15 Δεκεμβρίου του 2015, συμπληρώνει 182 ημέρες σε τροχιά.

Κατά τη διάρκεια της αποστολής που μόλις ολοκληρώθηκε, ο Σκοτ Κέλι κατέρριψε επίσης δύο αμερικανικά ρεκόρ: αυτό της μεγαλύτερης πτήσης στο διάστημα (340 ημέρες) και αυτό της διάρκειας πτήσης σε τροχιά, με 540 ημέρες συνολικά.

Ωστόσο το απόλυτο ρεκόρ για τη μεγαλύτερης διάρκειας αδιάλειπτη παραμονή στο διάστημα ανήκει στον Ρώσο Βαλέρι Πολιάκοφ που παρέμεινε πάνω από 14 μήνες (ακριβώς 437 ημέρες) στον πρώην διαστημικό σταθμό Mir το 1994 και το 1995.

Το ρεκόρ του χρόνου πτήσης σε τροχιά ανήκει στον επίσης Ρώσο κοσμοναύτη Γκενάντι Παντάλκα, ο οποίος είχε αρχίσει την τελευταία των έξι διαστημικών του πτήσεων, μαζί με τους Κέλι και Κορνιένκο τον Μάρτιο του 2015 και έχει συνολικά περιστραφεί γύρω από τη Γη επί 879 ημέρες.

Δεκαέξι χώρες μετέχουν στο ΔΔΣ, ερευνητικό εργαστήριο που τέθηκε σε τροχιά το 1998, που κόστισε συνολικά 100 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.