
Η επικεφαλής του ΑfD και υποψήφια καγκελάριος Άλις Βάιντελ, προηγείται έναντι του Φρίντριχ Μερτς του CDU, σε 153 εκλογικές περιφέρειες έναντι 299!
Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο πολιτικό πλήγμα για το Μερτς που αν επιβεβαιωθεί στην κάλπη ίσως προκύψουν μεγάλες εκπλήξεις στην Γερμανία.
Οι Γερμανοί έχουν ένα περίπλοκο μεικτό εκλογικό σύστημα. Στο τέλος ο καγκελάριος εκλέγεται από τους βουλευτές και όχι από τους ψηφοφόρους.
Από το 2002 το γερμανικό Κοινοβούλιο μετρά τουλάχιστον 598 βουλευτές.
Οι μισές από τις έδρες αυτές κατανέμονται στους βουλευτές που κερδίζουν την απλή πλειοψηφία των ψήφων στις 299 εκλογικές περιφέρειες.
Μπορεί να πει κανείς ότι αυτοί οι βουλευτές εκλέγονται απευθείας.
Γι΄αυτό και γίνεται λόγος για τη λεγόμενη «άμεση εντολή/έδρα» (Direktmandat). Για την κατανομή των υπόλοιπων 299 εδρών αποφασίζουν επίσης οι ψηφοφόροι, ωστόσο όχι μέσω της άμεσης επιλογής συγκεκριμένων υποψηφίων, αλλά ψηφίζοντας ένα συγκεκριμένο κόμμα.
Τα κόμματα έχουν τοποθετήσει τους υποψηφίους τους στις λεγόμενες λίστες των κρατιδίων. Κάθε μία από τις 16 κομματικές ενώσεις (όσες και ο αριθμός των ομόσπονδων κρατιδίων) δημιουργεί θέσεις για τους υποψήφιους βουλευτές.
Οι λίστες των κρατιδίων εισάγονται, ανάλογα με το μέγεθος του εκάστοτε κρατιδίου, σε μια ομοσπονδιακή λίστα, της οποίας ηγείται ο επικεφαλής υποψήφιος κάθε κόμματος.
Η Άγκελα Μέρκελ βρίσκεται και φέτος στην πρώτη θέση της λίστας της CDU (Χριστιανοδημοκράτες) και ο Μάρτιν Σουλτς ηγείται για πρώτη φορά της λίστας του SPD (Σοσιαλδημοκράτες).
Ο καγκελάριος εκλέγεται εντέλει από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των πολιτών και όχι από τους ίδιους τους πολίτες.
Πρώτη και δεύτερη ψήφος
Από τις δύο ψήφους που έχει κάθε ψηφοφόρος (μπορεί να κάνει χρήση και μόνο της μίας, να ψηφίσει, για παράδειγμα κόμμα αλλά όχι υποψήφιο της περιφέρειάς του) η δεύτερη είναι η σπουδαιότερη.
Μέσω αυτής κρίνεται η σύνθεση της ομοσπονδιακής Βουλής.
Για παράδειγμα, αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 35% των δεύτερων ψήφων, τότε καταλαμβάνει και το 35% των βουλευτικών εδρών του επόμενου Κοινοβουλίου.
Με τη δεύτερη ψήφο τους οι ψηφοφόροι κρίνουν εν τέλει τον συσχετισμό δυνάμεων στην Bundestag. Όταν είναι σαφές πόσες έδρες έχει κερδίσει κάθε κόμμα μέσω της δεύτερης ψήφου, αυτές κατανέμονται στους υποψηφίους από τις λίστες των κρατιδίων.
Κάθε ψηφοφόρος έχει το δικαίωμα δύο ψήφων – μία για απευθείας εκλογή υποψηφίου και μία για το κόμμα της επιλογής του.
Εξαιρετικά σύνθετη γίνεται η κατάσταση όταν κάποιο κόμμα κερδίζει σε ένα κρατίδιο περισσότερες απευθείας έδρες συγκριτικά με το ποσοστό που συγκεντρώνει από τις δεύτερες ψήφους (γενικό εκλογικό ποσοστό).
Σε τέτοια περίπτωση -η οποία δεν είναι σπάνιο φαινόμενο- το Κοινοβούλιο διευρύνεται. Ο συνολικός αριθμός των βουλευτών αυξάνεται, διότι οι έδρες που κερδήθηκαν μέσω της απευθείας εκλογής (πρώτη ψήφος) διατηρούνται. Προκειμένου να εξισορροπηθούν αυτές οι λεγόμενες «πλεονασματικές έδρες», χορηγούνται στα υπόλοιπα κόμματα κάποιες πρόσθετες έδρες.
Το όριο του 5%
Μία ακόμη ιδιαιτερότητα του γερμανικού εκλογικού συστήματος είναι το κατώτατο όριο του 5% για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή.
Η επιλογή του συγκεκριμένου ορίου έχει σχέση με τη γερμανική ιστορία. Στόχος της συγκεκριμένης διάταξης είναι να αποτραπεί ένας κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου αντίστοιχος με εκείνον που υπήρξε τη δεκαετία του 1920 και καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων πλειοψηφίας.
Ωστόσο, το επιχείρημα των επικριτών αυτής της διάταξης είναι ότι συνολικά υπερβολικά μεγάλων αριθμός ψήφων πηγαίνουν χαμένες.