Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024 -

Διάγγελμα Αναστασιάδη: Θα επαναληφθεί η διαδικασία για το Κυπριακό



Η διαδικασία για επίλυση του Κυπριακού θα επαναληφθεί, τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, προσθέτοντας ότι η νέα αποτυχία στις συνομιλίες για το Κυπριακό δεν θα μας κάμψει.

«Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως η νέα αποτυχία δεν θα μας κάμψει. Η διαδικασία του Κυπριακού θα επαναληφθεί και εμείς θα είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε με το ίδιο σθένος και την ίδια δημιουργικότητα» υπογράμμισε ο Πρόεδρος.

Σε τηλεοπτικό διάγγελμα για την επέτειο της 1ης Οκτωβρίου, ο Πρόεδρος ανέφερε ότι τα τελευταία δύο χρόνια καταβλήθηκε μία τεράστια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, η οποία κορυφώθηκε στο Κραν Μοντανά, της Ελβετίας τον περασμένο Ιούλιο, προσθέτοντας ότι μέσα από τις επίπονες και επίμονες προσπάθειες «έγινε κατορθωτό η άμεση συμμετοχή της Τουρκίας, για πρώτη φορά, σε ένα απευθείας διάλογο προκειμένου να τερματιστούν τα όσα απαράδεκτα βιώνουμε από το 1974».

«Ήταν αποτέλεσμα της δικής μας στρατηγικής το γεγονός πως καταφέραμε να επικεντρώσουμε τη συζήτηση για πρώτη φορά στην ιστορία του Κυπριακού, στην ουσία του προβλήματος που δεν είναι άλλη, από την ασφάλεια του μελλοντικού κράτους, την κατάργηση του συστήματος των εγγυήσεων, του τερματισμού της εξάρτησης και κηδεμονίας και την αποχώρηση του κατοχικού στρατού» υπέδειξε.

 

Πρόσθεσε ότι πρόκειται για θέσεις αρχής που ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών περιέλαβε στο πλαίσιο των έξι θεματικών ενοτήτων που κατέθεσε στις διαπραγματεύσεις. Η σύγκλιση επί του εν λόγω πλαισίου, σημείωσε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίτευξη στρατηγικής συμφωνίας, προσδίδοντας νέα δυναμική στη διαδικασία ως προς την επίτευξη συνολικής διευθέτησης στο Κυπριακό.

Διαβεβαίωσε ότι «παρά τα όσα λέγονται, η δική μας πλευρά υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργική στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα με συνέπεια και επιμονή, βασικές αρχές της λύσης του Κυπριακού από τις οποίες δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε. Καταθέσαμε ρεαλιστικές προτάσεις οι οποίες ελάμβαναν υπόψη τις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων.Προτάσεις, οι οποίες εδράζονται εκτός από το πλαίσιο του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, και στην ιδιότητα της Κύπρου ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ».

Όπως είπε, «παρά τη δική μας αποφασιστικότητα, η τουρκική θέση παρέμεινε αναλλοίωτη. Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις και τις επανειλημμένες δημόσιες δεσμεύσεις για θετική ανταπόκριση στο πλαίσιο του Γενικού Γραμματέα, η Τουρκία υιοθέτησε μια άκαμπτη στάση, εμμένοντας στη διατήρηση της Συνθήκης Εγγυήσεως των επεμβατικών δικαιωμάτων αλλά και στη μόνιμη παραμονή στρατευμάτων».

«Σαν αποτέλεσμα φτάσαμε δυστυχώς σε αδιέξοδο, κάτι που ομολογώ προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση τόσο σ’ όσους άοκνα εργαστήκαμε αλλά και σ’ ολόκληρο τον κυπριακό λαό που επένδυσε τις ελπίδες του σε αυτή τη νέα προσπάθεια.
Θέλω όμως να σας διαβεβαιώσω πως η νέα αποτυχία δεν θα μας κάμψει. Η διαδικασία του Κυπριακού θα επαναληφθεί και εμείς θα είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε με το ίδιο σθένος και την ίδια δημιουργικότητα υπογράμμισε ο Πρόεδρος.

Επισήμανε ότι προς τούτο, μετέφερε στον ΓΓ του ΟΗΕ την ετοιμότητα της δικής μας πλευράς όπως επαναρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με το πλαίσιό του, αλλά και σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.

«Προς αυτή την κατεύθυνση και προκειμένου να αποφύγουμε νέα αποτυχία, έδωσα έμφαση στην ανάγκη καλής προετοιμασίας που θα επιτρέψει την πραγματοποίηση της νέας συνόδου σε στέρεο έδαφος» συνέχισε.

Ο Πρόεδρος αναφέρθηκε και στην κριτική που του ασκείται στο εσωτερικό μέτωπο ιδιαίτερα μετά το πέρας της συνόδου στο Κραν Μοντανά.

«Δεν θα ήθελα να δώσω έδαφος για αντιπαραθέσεις και πιστός στην θέση μου για ενότητα της πολιτικής ηγεσίας θα σημειώσω απλώς πως ούτε με ακραίες θέσεις θα πετύχουμε τους στόχους μας αλλά ούτε και επιβαρύνοντας τη δική μας πλευρά για το αδιέξοδο, θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από την κατοχή» είπε.

Πρόσθεσε ότι «η δική μου έκκληση απευθύνεται στην Τουρκία και τους Συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους. Η Τουρκία και ιδιαίτερα οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να αντιληφθούν πως μια αποδεκτή συμφωνία θα πρέπει να βασίζεται στον αλληλοσεβασμό χωρίς να δημιουργεί νικητές και ηττημένους. Μπορούμε να ζήσουμε σε ένα σύγχρονο, καλά οργανωμένο, χωρίς δυσλειτουργίες και ανοικτές πληγές ευρωπαϊκό κράτος».