Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ κατάληξαν σε συμφωνία για το ονοματολογικό, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για το περίφημο «ραντεβού των Πρεσπών», το οποίο θα πραγματοποιηθεί εκτός απροόπτου το Σαββατοκύριακο. Θα έχει προηγηθεί η προ ημερησίας συζήτηση στην ελληνική Βουλή πιθανότατα την Παρασκευή. Έχουμε μία καλή συμφωνία, υποστήριξε ο πρωθυπουργός, κατά τη διάρκεια της ενημέρωσής που έκανε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο ίδιος μίλησε και με τους πολιτικούς αρχηγούς στο τηλέφωνο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ δικαιολόγησε τη σύνθετη ονομασία με τη λέξη Μακεδονία, χαρακτηρίζοντάς την μονόδρομο. Αυτά που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε για τη συμφωνία είναι ότι η γειτονική χώρα θα ονομάζεται για κάθε χρήση (erga omnes) Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας («Severna Makedonja»). Όταν ολοκληρωθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος αυτό θα γίνει η συνταγματική ονομασία. Με την αναθεώρηση θα απαλειφθούν και κάποιες αναφορές, οι οποίες θεωρήθηκαν από την ελληνική πλευρά ως αλυτρωτικές.
Τα σημεία που η κυβέρνηση έσπευσε να «πουλήσει» επικοινωνιακά είναι ότι υπάρχει σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και μάλιστα erga omnes, για χρήση δηλαδή και στο εσωτερικό μετά την σχετική συνταγματική αναθεώρηση. Η ουσία της πολύμηνης διαπραγμάτευσης, όμως, που κατέληξε στην χθεσινή 20σελιδη συμφωνία δεν εξαντλείται στο όνομα του κράτους. Ρυθμίζει και άλλα ακανθώδη ζητήματα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, στο διάγγελμά του, ο Αλέξης Τσίπρας απέφυγε να αναφερθεί σ’ αυτά. Από τη στιγμή, όμως, που η Ελλάδα αναγνωρίζει τους πολίτες της «Βόρειας Μακεδονίας» σαν «Μακεδόνες» ουσιαστικά έχει αποδεχτεί την εθνική ιδεολογία των Σκοπίων, αυτό που αποτελεί τον εγγενή αλυτρωτισμό τους. Αν και η κυβέρνηση κόπτεται για την απάλειψη αλυτρωτικών αναφορών, η πραγματικότητα είναι ότι αντί να τον εξαλείφει ουσιαστικά τον νομιμοποιεί.
Ο Ζόραν Ζάεφ έχει κάθε λόγο να θριαμβολογεί. Μπορεί τελικά να υποχώρησε και να αποδέχτηκε το erga omnes, αλλά μπορεί δικαιολογημένα να υπερηφανευτεί στους ομοεθνείς του πως εξασφάλισε την αναγνώριση της «μακεδονικής» ταυτότητας. Η πραγματικότητα είναι ότι από την αρχή της διαπραγμάτευσης, τα Σκόπια είχαν χαρακτηρίσει σαν κόκκινη γραμμή το να μην αγγιχτεί η «μακεδονική» ταυτότητα. Και το αποτέλεσμα έδειξε ότι την κόκκινη αυτή γραμμή την τήρησαν με ευλάβεια, παρά το γεγονός ότι η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτιόταν από το πράσινο φως της Αθήνας. Με άλλα λόγια, ενώ το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα το είχαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς, σχετικά κερδισμένοι βγήκαν οι Ζόραν Ζάεφ και Νίκολα Ντιμιτρόφ.
Ο λόγος που συνέβη αυτό είναι ότι η ελληνική πλευρά εξ αρχής έδωσε έμφαση στην αλλαγή της κρατικής ονομασίας, θεωρώντας δευτερεύουσας σημασίας το ζήτημα της ταυτότητας. Ίσως να θεώρησε πως εάν επέμενε οι γείτονες να ονομάζονται Βορειομακεδόνες και η γλώσσα τους βορειομακεδονική, δεν θα έφτανε σε συμφωνία. Μπορεί να συνέβαινε κι αυτό, αλλά η πλευρά που πιεζόταν να φτάσει σε συμφωνία ήταν τα Σκόπια και όχι η Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, τα Σκόπια εξασφάλισαν ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά και πρόσκληση από το ΝΑΤΟ, έστω κι αν μπήκε ως όρος ότι τα «δώρα» αυτά θα ενεργοποιηθούν όταν θα έχει ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση.
Οι αστερίσκοι με τις διευκρινίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία σχετικά με τη «μακεδονική» γλώσσα και τα άλλα δεν αναιρούν την ουσία, που είναι η αναγνώριση «μακεδονικής» ταυτότητας. Ο Ζόραν Ζάεφ, μάλιστα, προτείνοντας στους πολίτες να ψηφίσουν θετικά στο δημοψήφισμα δήλωσε ότι αυτή η ιστορική συμφωνία διαφυλάττει την «μακεδονική εθνική και πολιτιστική ταυτότητα». Με αυτό το βάσιμο επιχείρημα κάλεσε την αντιπολίτευση να στηρίξει τη συμφωνία. Όπως είπε, «η συμφωνία προστατεύει τη μακεδονική γλώσσα… Η εθνικότητα θα είναι Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας». Ερωτηθείς για τη χρήση του κρατικού κώδικα, είπε ότι τα MK και MKD θα έχουν μια γενική χρήση, ενώ το NMK θα χρησιμοποιηθεί στις πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων.
Για προφανείς λόγους σκοπιμότητας, για να επιτύχει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαική Ένωση, η σκοπιανή κυβέρνηση αποδέχεται ότι η γειτονική χώρα είναι μέρος της γεωγραφικής Μακεδονίας. Γι΄αυτό και συμφώνησε να προστεθεί ο επιθετικός προσιορισμός Βόρεια. Απ’ ότι φαίνεται, όμως, δεν θα αλλάξουν πολλά στο εθνικό ιδεολόγημα των Σκοπιανών, οι οποίοι θεωρούν ολόκληρη τη Μακεδονία πατρίδα τους και μάλιστα διχοτομημένη! Αυτός ήταν και ο λόγος που εξαρχής το ζήτημα της ταυτότητας (όνομα εθνότητας και γλώσσας) παρέμειναν εκτός συζήτησης.
Ο Ζόραν Ζάεφ επικαλέστηκε το λαϊκό αίσθημα και η Αθήνα τους παραχώρησε, θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό θα διευκολύνει τον Ζόραν Ζάεφ να αποδεχτεί αφενός το erga omnes, αφετέρου να εξασφαλίσει το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Διπλωματικοί κύκλοι, πάντως, υποστηρίζουν ότι αναφορές στο σκοπιανό Σύνταγμα που χαρακτηρίστηκαν αλυτρωτικές και θα αφαιρεθούν είναι ασήμαντες μπροστά στο γεγονός ότι μέσω της «μακεδονικής» ταυτότητας η Ελλάδα νομιμοποιεί τον αλυτρωτισμό.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλει η κυβέρνηση είναι ότι υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες σε περίπτωση που τα Σκόπια δεν ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις τους. Πράγματι, η Αθήνα θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πολλά βέτο στην ενταξιακή πορεία του γειτονικού κράτους προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί πως το πολιτικό-διπλωματικό κόστος από την άσκηση βέτο θα το έχει τότε η Αθήνα και όχι τα Σκόπια. Αυτό σημαίνει πως η ελληνική πλευρά περιέρχεται σε μάλλον δυσμενή θέση.
Η περίπτωση του ΝΑΤΟ είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση δηλώνει πως η πρόσκληση που η Συμμαχία θα απευθύνει στα Σκόπια θα ενεργοποιηθεί μόνο όταν ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, όταν δηλαδή εφαρμοστεί η συμφωνία. Η διαδικασία ένταξης στο ΝΑΤΟ, άλλωστε, είναι μία κι έξω, δεν είναι ένας οδικός χάρτης, όπως συμβαίνει με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να ενταχτεί η «Βόρεια Μακεδονία» στο ΝΑΤΟ, βέβαια, θα πρέπει η Ελληνική Βουλή να κυρώσει τη Συνθήκη Προσχώρησης.
Μέχρι τότε, όμως, η γειτονική χώρα θα έχει εδραιώσει τους δεσμούς της με τις ευρωατλαντικές δομές. Μένει, μάλιστα, να ξεκαθαριστεί εάν στη μεταβατική περίοδο θα έχει ή όχι συμμετοχή στις συμμαχικές λειτουργίες. Ακόμα και αν δεν συμμετέχει, πάντως, είναι σαφές ότι εάν τα Σκόπια έχουν πάρει την πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και μεσολαβεί μόνο η έγκριση της Ελλάδας, η πίεση θα στραφεί προς την Αθήνα και όχι στα Σκόπια.