Στο διακύβευμα των Ευρωεκλογών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο αναφέρθηκε ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας μιλώντας σήμερα στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών.
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε τα απομνημονεύματα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και την αναφορά του Γερμανού πολιτικού στο πρόσωπό του, λέγοντας ότι «ήθελε να κρύψει τις ευθύνες της γερμανικής κυβέρνησης» ενώ μιλώντας για τα σχέδιά του για το μέλλον ανέφερε με νόημα ότι «διεκδικεί τον ρόλο της «παραγωγής πολιτικής μέσα από τη δημιουργία του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας». «Δεν είμαι μόνο το TikTok πολιτική. Να εμπνεύσουμε οράματα, ιδέες, αξίες» τόνισε.
Όσον αφορά την Ευρώπη γενικά, ο Αλ. Τσίπρας στάθηκε στην «αξιοπρόσεκτη και επικίνδυνη άνοδο ενός ακροδεξιού λαϊκισμού», τονίζοντας πως οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στο «αίσθημα ανασφάλειας και φόβου» που έχει αναπτυχθεί εντός ενός σκηνικού αλλεπάλληλων κρίσεων, από την κρίση χρέους μέχρι τη γεωπολιτική κρίση και με φόντο την ευρύτερη κλιματική κρίση. Επίσης, αναφέρθηκε ως αιτία της ανόδου της Ακροδεξιάς στην «απαξίωση της πολιτικής», καλώντας την Αριστερά να «επαναπροσεγγίσει» την πολιτική και να εμπνεύσει «όραμα», «επαναπατρίζοντας» την «ασφάλεια». Συγκεκριμένα, συνέδεσε τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς με τα ζητούμενα της «οικονομικής ασφάλειας», της «κλιματικής ασφάλειας» και της «γεωπολιτικής ασφάλειας».
Για την Ελλάδα, σημείωσε, ότι εκτός από τον «ορατό και εδώ κίνδυνο της Ακροδεξιάς», το διακύβευμα είναι να «επανισορροπήσει το πολιτικό σύστημα», υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αναδειχθεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως μια δύναμη που μπορεί να «διεκδικήσει με αξιώσεις την κυβέρνηση». Έκανε λόγο επίσης, για «φθορά» της κυβέρνησης, με «καθυστέρηση ενός χρόνου, η οποία είναι «ευκαιρία» για την αξιωματική αντιπολίτευση. Προέβλεψε, μάλιστα ότι θα είναι «πρόβλημα» για την κυβέρνηση, εάν πάρει πολύ χαμηλότερο ποσοστό από τις εθνικές εκλογές, ανεξαρτήτως των ποσοστών των άλλων κομμάτων.
Ερωτηθείς σχετικά με την οικονομία, είπε πως αναμφίβολα η εικόνα των μακροοικονομικών μεγεθών είναι «θετική», κάτι για το οποίο, όπως τόνισε, οι προϋποθέσεις είχαν τεθεί την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές και της αξιοπιστίας, το μαξιλάρι, τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και της συμφωνίας για το χρέος. «Χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε κανένα περιθώριο αισιοδοξίας», σχολίασε.
Ωστόσο, εξέφρασε την ανησυχία του για τη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο και τις «δυνατότητες διατήρησης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης», όπως και για το «υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών» που έχει ως αποτέλεσμα ένα παραγωγικό μοντέλο που δεν είναι «ανταγωνιστικό». Υπογράμμισε, δε, ότι αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης «δεν διαχέονται με δικαιοσύνη στην ελληνική κοινωνία», ενώ υπενθύμισε ότι το 2007 η Ελλάδα ήταν στο 77% του μέσου όρου της ευρωζώνης όσον αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα και το 2022-23 έχει κατρακυλήσει στο 46%.
Κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις στην ΕΕ όσον αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, χαρακτήρισε «κρίσιμη» την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας της εξωτερικής πολιτική της ΕΕ», διευκρινίζοντας, όμως, ότι δεν διασφαλίζεται μόνο με την «ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας», ασκώντας κριτική στην ΕΕ όσον αφορά τη μη λήψη διπλωματικών πρωτοβουλιών για την ειρήνη τόσο στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα.
Σχετικά με τη συζήτηση για το ευρωομόλογο, πάντως, σημείωσε πως είναι κάτι που πρέπει να αναδειχθεί ως «εργαλείο αλληλεγγύης και συνεκτικότητας», τόσο για την άμυνα όσο και για την κλιματική κρίση, για τη διασφάλιση της δίκαιης μετάβασης αλλά και την αντιμετώπιση του δημογραφικού, μέσα από την ενίσχυση των ασφαλιστικών συστημάτων.