«Το ΔΝΤ δεν ζητάει περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα». Αυτός είναι ο τίτλος κειμένου γνώμης, που συνυπογράφουν οι Μορίς Όμπστφελντ και Πολ Τόμσεν και «ανέβηκε» στις 22:30 (ώρα Ελλάδος) στο μπλογκ που διατηρεί ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Ταμείου στον επίσημο δικτυακό τόπο του ΔΝΤ.
Σε αυτό, οι συγγραφείς υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2018, μολονότι το Ταμείο είχε προειδοποιήσει ότι δεν «βγαίνουν».
Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι ο τρέχων προϋπολογισμός, που έχει συμφωνηθεί, δεν είναι φιλικός προς την ανάοτυξη, ενώ καλούν την Ελλάδα να κάνει περισσότερα όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις σχετικά με τη δομή των φόρων και των δαπανών της -δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει.
«Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας. Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα» υπογραμμίζουν οι Τόμσεν και Όμπστφελντ σε άλλο σημείο, ξεκαθαρίζοντας πως η προηγούμενη εμπειρία του Ταμείου από τη χώρα μας καθιστά ουσιαστικά ανέφικτα τα συμφωνηθέντα με τους Ευρωπαίους υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Αναλυτικά το κείμενο
Το ΔΝΤ δεν Ζητάει Περισσότερη Λιτότητα για την Ελλάδα
Από τον Mωρίς Όμπστφελντ και τον Πόουλ M. Τόμσεν
12 Δεκεμβρίου 2016
Η Ελλάδα βρίσκεται για μια ακόμη φορά στα πρωτοσέλιδα καθώς εντείνονται οι συζητήσεις για την δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Δυστυχώς, οι συζητήσεις έχουν δημιουργήσει επίσης κάποια παραπληροφόρηση σχετικά με το ρόλο και τις απόψεις του ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ επικρίνεται κυρίως ότι απαιτεί περισσότερη δημοσιονομική λιτότητα, και συγκεκριμένα ότι το θέτει σαν προϋπόθεση για την ελάφρυνση του χρέους που χρειάζεται επειγόντως.
Αυτό δεν είναι αλήθεια και πρέπει να γίνουν διευκρινήσεις. Το ΔΝΤ δεν απαιτεί περισσότερη λιτότητα.
Αντίθετα, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της να σπρώξει την Ελληνική οικονομία προς ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5 τοις εκατό μέχρι το 2018, προειδοποιήσαμε ότι αυτό θα δημιουργούσε έναν βαθμό λιτότητας που θα εμπόδιζε την εδραίωση της εκκολαπτόμενης ανάκαμψης. Προβλέψαμε ότι τα μέτρα του προγράμματος του ΕΜΣ θα απέδιδαν ένα πλεόνασμα μόλις 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ και αναφέραμε ότι αυτό θα μας αρκούσε για να στηρίξουμε ένα πρόγραμμα. Δεν ζητήσαμε πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερου πλεονάσματος.
Όμως, αντίθετα προς τις συμβουλές μας, η Ελληνική Κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς να συμπιέσει περαιτέρω τις δαπάνες προσωρινά, αν χρειάζονταν για να διασφαλιστεί ότι το πλεόνασμα θα έφτανε στο 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Δεν έχουμε αλλάξει την άποψή μας ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα αυτή τη στιγμή.
Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που ζητάει κάτι τέτοιο αντιστρέφει την αλήθεια.
Κάνοντας τον Ελληνικό προϋπολογισμό πιο φιλικό προς στην ανάπτυξη και πιο δίκαιο
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να κάνει περισσότερα πράγματα από δημοσιονομικής πλευράς. Η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη να μεταρρυθμίσει τη δομή των φόρων και των δαπανών της –τον τρόπο δηλαδή που η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει- γιατί αμφότεροι οι τομείς είναι κατά πολύ μη-φιλικοί προς την ανάπτυξη και την «δικαιότητα».
Όμως ο σκοπός των μέτρων που ζητάμε δεν είναι για τη δημιουργία περισσότερης λιτότητας ή μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος.
Αντιθέτως, οι ωφέλειες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν πλήρως για την αύξηση των δαπανών ή για την περικοπή φόρων ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη.
Κατά τη γνώμη μας, μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που προτείνουμε είναι απαραίτητες: δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να φτάσει κοντά στη διατήρηση ακόμη και ενός ήπιου πρωτογενούς πλεονάσματος και στην επίτευξη του φιλόδοξου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού στόχου της χωρίς τη ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα.
Αυτό δεν πρέπει -και δεν μπορεί- να γίνει αυθημερόν, όμως είναι πολύ σημαντικό να υιοθετηθεί τώρα ένα σχέδιο για να δημιουργηθεί μια δομή στα οικονομικά του δημοσίου, η οποία μεσοπρόθεσμα είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιη.
Γιατί δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη ο τρέχων προϋπολογισμός που έχει συμφωνηθεί;
Αν και η Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το έχει κάνει ολοένα και περισσότερο χωρίς να αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα -ένα καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8 τοις εκατό), και ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11 τοις εκατό του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις και στις αποκαλούμενες διακριτικές δαπάνες.
Το έχει κάνει δε σε τέτοια έκταση που η φθίνουσα υποδομή εμποδίζει την ανάπτυξη, και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών, όπως μεταφορές και ιατρική περίθαλψη, αντιμετωπίζει προβλήματα. Νομίζουμε ότι αυτές οι περικοπές έχουν ήδη πάει πολύ μακριά, όμως το πρόγραμμα του ΕΜΣ αναλαμβάνει ακόμη περισσότερες με την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5 του ΑΕΠ, που επιτυγχάνεται με περισσότερες περικοπές σε επενδύσεις και σε διακριτικές δαπάνες.
Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας.
Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα. Πιο σημαντικά, η Ελλάδα δεν διαθέτει το είδος της αποζημίωσης της ανεργίας και άλλες καλά- στοχευμένες κοινωνικές παροχές που είναι συνηθισμένες σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και που είναι πολύ σημαντικές για την ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε μια σύγχρονη οικονομία προσανατολισμένη προς τις αγορές.
Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η διστακτικότητα της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις που είναι μια αναχρονιστική απαίτηση που απαιτεί προέγκριση και που δεν υπάρχει στις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Η διστακτικότητα της δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμοί στις απολύσεις είναι καλή ιδέα αυτή καθαυτή, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή αποζημίωση της ανεργίας.
Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους εργαζόμενους, αντ’ αυτού η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλά- στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, και καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών.
Ένας δρόμος προς τα εμπρός όπου οι αριθμοί βγαίνουν
Ποιες είναι οι παράμετροι για μια ελάφρυνση του χρέους; Το χρέος της Ελλάδας είναι κατά πολύ μη βιώσιμο, και όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνση του χρέους. Παρόμοια, καμία ποσότητα ελάφρυνσης του χρέους δεν θα επιτρέψει την Ελλάδα να επιστρέψει σε δυνατή ανάκαμψη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Όμως, εφόσον όσο πιο ψηλό το πρωτογενές πλεόνασμα που διατηρεί η Ελλάδα, τόσο πιο χαμηλό το ποσό της ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς να κατανεμηθεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της.
Εμείς αναφέραμε ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της ελάφρυνσης του χρέους, να τεθεί στο 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, αναγνωρίζουμε ότι η διστακτικότητα των κρατών-μελών να το αποδεχτούν (καθώς και την πρόσθετη ανάγκη που προκύπτει για την ελάφρυνση του χρέους) στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα κράτη θα πρέπει τα ίδια να έχουν πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που προτείνονται για την Ελλάδα, ενώ άλλα χορηγούν παροχές και φορολογικές απαλλαγές που είναι λιγότερο γενναιόδωρες από αυτές της Ελλάδας.
Η Ευρωζώνη δεν είμαι μια πλήρης πολιτική ένωση, και αντιλαμβανόμαστε ότι μια λύση θα πρέπει να είναι πολιτικά αποδεκτή από τα 19 κυρίαρχα κράτη-μέλη. Για το λόγο αυτό, ένας συμβιβασμός μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους μπορεί να εμπεριέχει ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δεν θα ήταν η πρώτη μας επιλογή.
Όμως, ενώ βραχυπρόθεσμα μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι για τον τρόπο κατανομής του βάρους μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους, οι αριθμοί στη λύση πρέπει να βγαίνουν με τρόπο αξιόπιστο.
Έχοντας αναφέρει πιο πάνω ότι ακόμη και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη χωρίς να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό, ώστε να γίνει ο προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιος, θα πρέπει να είναι εμφανές ότι το σπρώξιμο του προϋπολογισμού προς ένα πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ θα έχει ακόμη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη.
Βραχυπρόθεσμα, θα μειώσει τη ζήτηση -για το λόγο αυτό δεν θα προτείναμε σε καμία περίπτωση να αυξηθεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μέχρι να εδραιωθεί καλύτερα η ανάπτυξη.
Μεσοπρόθεσμα, θα επιβαρύνει την ανάπτυξη καθυστερώντας την έναρξη της απαραίτητης υλοποίησης ενός προϋπολογισμού που είναι πιο φιλικός προς την ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό, μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση για πολύ ψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη.
Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να σπρώξουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν.
Εν κατακλείδι, το ΔΝΤ δεν είναι αυτό που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, είτε τώρα, είτε σαν μέσο για να μειωθεί η ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Για να είμαστε πιο ευθείς, αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι αυτό επιμένει για λιτότητα όταν ζητάμε να δούμε τα μέτρα που απαιτούνται για να κάνουν τέτοιους στόχους αξιόπιστους.
Πώς να Καταστεί ο Ελληνικός Προϋπολογισμός πιο Φιλικός προς την Ανάπτυξη
Από τον Πόουλ Τόμσεν
Ο πρωταρχικός στόχος της συνεργασίας του ΔΝΤ με την Ελλάδα είναι να βοηθήσει τη χώρα να ξαναμπεί σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης προς όφελος του Ελληνικού λαού. Προς την κατεύθυνση αυτή, νομίζουμε ότι η τρέχουσα δομή του Ελληνικού προϋπολογισμού είναι ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη. Ακόλουθα, παρέχουμε μια πιο λεπτομερή εξήγηση για το λόγο που ο Ελληνικός προϋπολογισμός στην τρέχουσα μορφή του δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη, και γιατί η επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις. Στην προσπάθεια της να ενισχύσει τα έσοδα, η Ελλάδα ακολούθησε μια πολιτική επαναλαμβανόμενης αύξησης των φορολογικών συντελεστών αντί να διευρύνει τη φορολογική βάση. Αυτό δεν απέδωσε καρπούς. Μετά από χρόνια εφαρμογής αυτής της πολιτικής, το 2014 η Ελλάδα αντιμετώπισε αυξανόμενη αντίσταση από τους φορολογούμενους που ανάγκασε τις αρχές να εφαρμόσουν προγράμματα τμηματικής καταβολής και αναβολής φόρων, αν και η διάχυτη χρήση παρόμοιων προγραμμάτων –η Ελλάδα είχε έναν πολύ μεγάλο αριθμό 50 παρόμοιων προγραμμάτων μόνο στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης από το 2001- σημαίνει ότι αναπόφευκτα οι φορολογούμενοι τα βλέπουν σαν μια ντε φάκτο φορολογική διαγραφή. Αυτό είναι εμφανές από τις συσσωρευόμενες φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές προς το δημόσιο, οι οποίες έχουν φτάσει στα 120 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 70 τοις εκατό του ΑΕΠ, με τους μισούς φορολογούμενους να έχουν καθυστερημένες πληρωμές, Πίνακας 1), και από τις σταθερά μειούμενες φορολογικές εισπράξεις παρά την έκτακτη βοήθεια που παρασχέθηκε στην Ελλάδα από διεθνείς οργανισμούς για την βελτίωση της φορολογικής διοίκησης (Πίνακας 2).
Γιατί ισχυριζόμαστε ότι η φορολογική βάση είναι κατά πολύ περιορισμένη; Το καθεστώς της φορολογίας του εισοδήματος είναι ένα καλό παράδειγμα. Η Ελλάδα παρέχει εξαιρετικά γενναιόδωρες φορολογικές εκπτώσεις, οι οποίες επιτρέπουν πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος (Πίνακας 3). Αντίθετα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία μόνο το 5 και το 6 τοις εκατό αντίστοιχα της 2 φορολογικής βάσης εξαιρείται (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνης είναι περίπου 8 τοις εκατό). Σε ονομαστικούς όρους, το αφορολόγητο όριο των 8.750 ευρώ είναι ανάμεσα στα πιο υψηλά της Ευρωζώνης, υψηλότερο και από αυτά της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι η φορολογία είναι εξαιρετικά ασύμμετρη στην Ελλάδα, με το υψηλότερο δεκατημόριο των μισθωτών να αναλογεί σχεδόν στο 60 τοις εκατό των εσόδων από τη φορολογία του εισοδήματος. Είναι όντως αλήθεια ότι αυτοί που κερδίζουν περισσότερα θα πρέπει να συνεισφέρουν περισσότερο. Όμως οι εξαιρετικά γενναιόδωρες εξαιρέσεις της μεσαίας τάξης που ισχύουν στην Ελλάδα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επιχειρήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ορθότητας.
Οι γενικές εξαιρέσεις δεν είναι ούτε κοινωνικά δίκαιες ούτε ορθές γιατί εμποδίζουν την Ελλάδα να συγκεντρώσει τα έσοδα που χρειάζεται για να πληρώσει καλά- στοχευμένες παροχές που είναι συνηθισμένες στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως για την πρόνοια και την ανεργία. Κατά την άποψη μας, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση των υψηλών οριακών φορολογικών συντελεστών. Επιπλέον, η εξάρτηση των Ελληνικών αρχών από τη συμπίεση των διακριτικών δαπανών δεν είναι αξιόπιστη. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες έχουν περικοπεί δραματικά και σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα τώρα έχουν φτάσει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (Πίνακας 4). Όντως, πιστεύουμε ότι αυτή η συμπίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί, όπως άλλωστε φαίνεται και από τα παράπονα ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς σύριγγες, τα λεωφορεία είναι ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, κλπ. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της κατάστασης, το θεωρούμε κατά πολύ αβάσιμο και ανεπιθύμητο να μειωθούν περαιτέρω οι διακριτικές δαπάνες κατά 2 τοις εκατό το ΑΕΠ μέχρι το 2018, όπως προσδοκούν οι αρχές. Χωρίς υποκείμενες μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα, η στόχευση παρόμοιας συμπίεσης συνεπάγεται μια ακόμη πιο σοβαρή δυσλειτουργία στην παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, δεν είναι αξιόπιστη και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από μια διευθέτηση του ΔΝΤ. 3 Ταυτόχρονα, καθώς οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες συμπιέζονται σε μη βιώσιμα επίπεδα, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες παραμένουν δυσβάσταχτες. Η Ελλάδα κατά μέσο όρο καταβάλει ονομαστικές δημόσιες συντάξεις που είναι παρόμοιες με αυτές της Γερμανίας παρά το γεγονός ότι έχει πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα. Αυτό το καταφέρνει μόνο με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις στο σύστημα που είναι τετραπλάσιες από αυτές του μέσου όρου της Ευρωζώνης (Πίνακας 5).
Παρ’ όλα αυτά, η αντιμετώπιση των συντάξεων έχει αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολη. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν το σύστημα αλλά αντιμετώπισαν δικαστικές αποφάσεις που τις σταμάτησαν, καθώς και άλλα εμπόδια. Αν και η τρέχουσα κυβέρνηση έχει ανανεώσει τις προσπάθειες στον τομέα αυτό, η πρόσφατη μεταρρύθμιση που στοχεύει στη μείωση των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά περίπου 1 τοις εκατό του ΑΕΠ, απέχει κατά πολύ από την αντιμετώπιση της κλίμακας του προβλήματος (έλλειμα σχεδόν 11 τοις εκατό του ΑΕΠ). . Όπως και με το φορολογικό σύστημα, η διατήρηση τόσο υψηλών συντάξεων με την παράλληλη άρνηση πρόσβασης του πληθυσμού σε βασικές κοινωνικές παροχές δεν είναι ούτε δίκαιη, ούτε κοινωνικά βιώσιμη. Υπάρχουν συχνοί ισχυρισμοί ότι στην Ελλάδα οι συντάξεις πρέπει να παραμείνουν υψηλές γιατί δεν προστατεύουν μόνο το εισόδημα στις μεγάλες ηλικίες, αλλά λειτουργούν επίσης σαν ανεπίσημο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας.
Όμως, είναι σαφές ότι οι συντάξεις δεν είναι υποκαθιστούν ένα επαρκές δίχτυ ασφαλείας γιατί αυτή η ειδική διευθέτηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την αύξηση της φτώχειας στις πλέον ευαίσθητες ομάδες. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι υψηλές συντάξεις είχαν αντίθετα αποτελέσματα αποτελώντας μια σιωπηρή μεταβίβαση από τα πιο ευαίσθητα μέλη του πληθυσμού εργασιακής ηλικίας στους πιο ηλικιωμένους Έλληνες. Το ποσοστό της φτώχειας στον πληθυσμό εργασιακής ηλικίας, ιδιαίτερα στους άνεργους, αυξάνεται δραματικά από το 2010, ενώ οι συνταξιούχοι είχαν μια αντίστοιχη μεγάλη μείωση των επιπέδων φτώχειας (Πίνακας 6).
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, οι αρχές πρέπει να μειώσουν περαιτέρω τις τρέχουσες συντάξεις και να αυξήσουν τις δαπάνες σε ένα σύγχρονο και καλά-στοχευμένο σύστημα πρόνοιας για να προστατέψουν αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη. Πρέπει να γίνουν περισσότερες δαπάνες σε άλλες ουσιαστικές δημόσιες υπηρεσίες καθώς και σε σημαντικές δημόσιες επενδύσεις. Η εκλογίκευση των τρεχουσών συνταξιοδοτικών παροχών θα εξασφαλίσει επίσης μια πιο δίκαιη κατανομή του βάρους του κόστους της μεταρρύθμισης μεταξύ των γενεών.
Οι συγγραφείς
Ο Μωρίς Όμπστφελντ είναι ο Οικονομικός Σύμβουλος και Διευθυντής Έρευνας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τελώντας σε άδεια από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϋ. Στο Μπέρκλεϋ είναι Καθηγητής Οικονομικών και πρώην Πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος (1998-2001). Ξεκίνησε στο Μπέρκλεϋ το 1991 σαν καθηγητής, μετά τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (1979-1986) και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (1986-1989), και σαν επισκέπτης καθηγητής στο Χάρβαρντ (1989-1990). Απέκτησε το Διδακτορικό του στα Οικονομικά το 1979 στο ΜΙΤ αφού φοίτησε 4 iMFdirect blog home: http://blog-imfdirect.imf.org/ στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (πτυχίο το 1979) και στο King’s College του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ (μεταπτυχιακό 1974).
Από τον Ιούλιο του 2014 μέχρι τον Αύγουστο του 2015, ο Δρ. Όμπστφελντ υπηρέτησε σαν μέλος στο Συμβούλιο Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου Ομπάμα. Προηγουμένως (2002- 2014) υπήρξε επίτιμος σύμβουλος στο Ινστιτούτο Νομισματικών και Οικονομικών Σπουδών της Τράπεζας της Ιαπωνίας. Είναι μέλος της Οικονομετρικής Εταιρείας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Οι τιμητικές διακρίσεις του Δρ. Όμπστφελντ περιλαμβάνουν το Βραβείο Tjalling Koopmans Asset από το Πανεπιστήμιο Tilburg, το Βραβείο John von Neumann του Κολλεγίου Προηγμένων Επιστημών Rajk Laszlo (Βουδαπέστη), και το Βραβείο Bernhard Harms του Ινστιτούτου του Κιέλου. Έχει κάνει διακεκριμένες διαλέξεις, όπως την ετήσια διάλεξη Richard T. Ely στην Αμερικανική Οικονομική Εταιρεία, τη διάλεξη L. K. Jha Memorial Lecture της Τράπεζας Αποθεμάτων της Ινδίας, και τη διάλεξη Frank Graham Memorial Lecture στο Πρίνστον.
Ο Δρ. Όμπστφελντ υπηρέτησε στην Εκτελεστική Επιτροπή και σαν Αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Εταιρείας. Υπήρξε σύμβουλος και έχει διδάξει στο ΔΝΤ, καθώς και σε πολλές κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο. Έχει συγγράψει επίσης δύο κορυφαία συγγράμματα με θέμα τα διεθνή οικονομικά, «Διεθνή Οικονομικά» (10η έκδοση, 2014, μαζί με τον Πωλ Κρούγκμαν και τον Μάρκ Μέλιτζ), και «Θεμέλια Διεθνών Μακροοικονομικών» (1996, μαζί με τον Κέννεθ Ρογκόφ), καθώς και πάνω από 100 ερευνητικά άρθρα με θέμα τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις διεθνείς οικονομικές κρίσεις, τις παγκόσμιες κεφαλαιακές αγορές, και τη νομισματική πολιτική.
Ο Πόουλ Μ. Τόμσεν είναι Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ. Είναι επικεφαλής των προγραμμάτων του ΔΝΤ για την Ελλάδα και την Πορτογαλία και επιβλέπει επίσης τις εργασίες ομάδων άλλων κρατών, περιλαμβανομένης της Ισλανδίας, της Ρουμανίας και της Ουκρανίας. Στη δεκαετία το 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο κύριος Τόμσεν απέκτησε ευρείες γνώσεις για τα οικονομικά και τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης μέσα από πολλαπλές αποστολές στην περιοχή, σε θέσεις όπως Ανώτερος Μόνιμος Εκπρόσωπος και Επικεφαλής του Γραφείου του Ταμείου στη Μόσχα.