Το κύριο ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να εφαρμόσει αξιόπιστες πολιτικές που θα διασφαλίσουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και ότι τα οφέλη της οικονομικής ανάκαμψης θα ωφελήσουν περισσότερους, διαμήνυσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενόψει το πρώτου γύρου επαφών με την νέα κυβέρνηση.
Ο εκπρόσωπος του θεσμού, Τζέρι Ράις, δήλωσε σε δημοσιογράφους πως το κλιμάκιο του Ταμείου θα αφιχθεί στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου ώστε να αρχίσουν οι διαβουλεύσεις για την ετήσια τακτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας – το αποκαλούμενο «Άρθρο 4» που εφαρμόζεται όλα τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ.
Σημείωσε πως οι πολιτικές που θέλει να εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση – οι οποίες εστιάζουν στην μείωση της φορολογίας και την προσέλκυση επενδύσεων – θα βρεθούν στο επίκεντρο των συζητήσεων με τις ελληνικές Αρχές.
«Θα κοιτάξουμε προσεκτικά όλες τις πρωτοβουλίες σε αυτό το πλαίσιο», είπε στην Ουάσιγκτον.
Ερωτηθείς για την πρόσφατη δήλωση της πρώην διευθύντριας Κριστίν Λαγκάρντ ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 είναι υπερβολικός ο κ. Ράις υπενθύμισε πως αυτή είναι η πάγια θέση του ΔΝΤ.
Το Ταμείο είχε επανειλημμένα προτείνει την προηγούμενη τριετία χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου στο 1,5% έως 2% ώστε να δοθούν περισσότερα περιθώρια στην οικονομία να αναπνεύσει.
Το Ταμείο δεν συμμετείχε χρηματοδοτικά στο τρίτο Μνημόνιο, ακριβώς λόγω των διαφωνιών του με τους στόχους που είχαν θέσει οι Ευρωπαίοι και του αιτήματός του για βαθιά αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών ελάφρυνσης του χρέους η κυβέρνηση σχεδιάζει να ενεργοποιήσει εκ νέου το σχέδιο για επαναγορά μέρους των «ακριβών» δανείων που είχε χορηγήσει το ΔΝΤ στα πρώτα δύο Μνημόνια. Στόχος της Αθήνας είναι να μειωθεί το μεσοσταθμικό επιτόκιο των δανείων του ΔΝΤ κάτω από το 3%.
Παλαιότερα το Ταμείο είχε δηλώσει ανοιχτό στην πρόωρη αποπληρωμή, η οποία όμως πρέπει να εγκριθεί από τους ευρωπαίους εταίρους. Το ζήτημα θα συζητηθεί στο Eurogroup της Παρασκευής.