Στους τοίχους, εικόνες από σκυφτές γυναίκες σχεδιασμένες με κάρβουνο και στο παιδικό δωμάτιο το χρώμα και το άρωμα της μαμάς. Της 41χρονης Λέλας Μαυρομάτη που ανήμερα των Φώτων έπεσε νεκρή από το μαχαίρι του Αλβανού συζύγου της μπροστά στα μάτια του 6χρονου γιου τους. Ο θάνατός της, λάφυρο για εκείνον. Οπως ακριβώς και η αρπαγή του δεύτερου παιδιού τους, του 4χρονου Φοίβου, που μέχρι σήμερα δεν έχει δει ή ακούσει κανείς τίποτα γι’ αυτόν…
Η παλέτα της Λέλας ήταν από κάρβουνο…
Μπλόκο. Δυνατά φώτα σε τυφλώνουν, σειρήνες σε ξεκουφαίνουν, ένστολοι σου κάνουν νόημα να κατέβεις με «τα χέρια ψηλά». Ψάχνουν. Μέσα στο πορτμπαγκάζ, κάτω από τα καθίσματα, πίσω από τις πόρτες. Σου χαμογελούν: «Συγγνώμη, αλλά ψάχνουμε για τον Φοίβο». Θέλεις δεν θέλεις τους συγχωρείς και τραβάς τον δρόμο για την Ορμύλια Χαλκιδικής. Εκεί όπου ανήμερα των Φώτων διεπράχθη ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα στα ελληνικά χρονικά. Ενα έγκλημα που εκτός από την άτυχη γυναίκα είχε και άλλα θύματα: τα δύο της παιδιά και μια ολόκληρη οικογένεια. Την οικογένεια του άρχοντα του χωριού Λάμπη Μαυρομάτη. Με περιμένει έξω από το σπίτι και μου σφίγγει το χέρι δυνατά. Η λύπη στα μάτια του τρέχει σαν ποτάμι, αρκετό να πνίξει δημοσιογραφικές ερωτήσεις και συλλυπητήρια-κλισέ. Περνάμε στο σπίτι του. Εκεί όπου γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι κάθεται η σύζυγός του Μαρία, ο γιος τους Πέτρος, η γιαγιά, η θεία και μια φίλη από το χωριό. Φιγούρες περιστοιχισμένες από τον πόνο, πρόσωπα χαραγμένα από την αγωνία της αναμονής. Με κερνούν καφέ, κουλούρια και σπιτική σπανακόπιτα. Δεν έχω τίποτα να τους ανταποδώσω πέρα από τη σιωπή. Δεν θέλω να ρωτήσω, ούτε να στρίψω για ακόμη μια φορά ακόμη ένα μαχαίρι στις νωπές τους πληγές. Ο παππούς το καταλαβαίνει.
Εξυπνος άνθρωπος, προικισμένος με μια σπάνια ευγένεια που μόνο στους αληθινούς άρχοντες μπορείς να απαντήσεις. Κι ύστερα αρχίζει να μιλά ταξιδεύοντας μες στη ζωή της λατρεμένης του κόρης Λέλας. Η Λέλα. Το κοριτσάκι με τις αμέτρητες παλέτες, τρανές αποδείξεις του πάθους της για τη ζωγραφική. Η Λέλα. Το χαρούμενο παιδί που «μόνο να ζωγραφίζει ήθελε, για να ομορφαίνει τον κόσμο και να του δίνει η ίδια τα χρώματα που επιθυμούσε κάθε φορά». Η Λέλα. Η πιτσιρίκα που λάτρευε να ακούει τις ιστορίες του μπαμπά και αντλούσε δύναμη από την πίστη του πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και καλοί. Εκεί γεννήθηκε η Λέλα. Στην όμορφη Ορμύλια, όπου ο Θεσσαλονικιός πατέρας της είχε ανοίξει ένα μαγαζί με ρούχα παλεύοντας για το μεροκάματο. Εκεί γνώρισε τη μητέρα της, εκεί ερωτεύτηκαν, εκεί έφεραν στον κόσμο τα παιδιά τους κι από κει έφυγαν για Θεσσαλονίκη αναζητώντας μια καλύτερη ζωή όταν η Λέλα ήταν ακόμη στο νηπιαγωγείο.
Τα δύο αδέλφια, ο 6χρονος Ιάσονας (αριστερά) και ο 4χρονος Φοίβος που έπεσε θύμα απαγωγής από τον ίδιο του τον πατέρα
Η οικογένεια εγκαθίσταται στο Βότσι, ο κ. Λάμπης εργάζεται ως βοηθός λογιστή και η Λέλα τελειώνει το σχολείο, με την εισαγωγή της στη Σχολή Καλών Τεχνών να αποτελεί για ολόκληρη την οικογένεια κάτι παραπάνω από δεδομένο. Το 1987, όταν ο κ. Λάμπης χάνει τη δουλειά του, η οικογένεια επιστρέφει στην Ορμύλια και αποφασίζει να ασχοληθεί με τα φυτώρια. Η Λέλα δεν ακολουθεί. Παραμένει στη Θεσσαλονίκη και κάνοντας πράξη το πάθος της για τη ζωγραφική ξεκινά να εργάζεται ως καθηγήτρια Εικαστικών σε σχολεία της Καλαμαριάς. Οι δουλειές στο φυτώριο πηγαίνουν ολοένα και καλύτερα, το ίδιο και το όνειρο της μοναχοκόρης τους, η οποία ύστερα από λίγα χρόνια εργάζεται πλέον ως καθηγήτρια σε κάποιο σχολείο της Καβάλας. Εκεί γνωρίζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον οποίο και παντρεύεται στοχεύοντας στην εκπλήρωση του δεύτερου μεγάλου πόθου της: τη δημιουργία μιας μεγάλης και ευτυχισμένης οικογένειας με πολλά παιδιά.
Το όνειρο ωστόσο μαυρίζει. Σχεδόν έναν χρόνο μετά το ζευγάρι χωρίζει, με τ’ απομεινάρια μιας «αποτυχίας» να διαγράφονται μέσα στην ευαίσθητη ψυχή της. Η Λέλα θέλει να φύγει. Απ’ όλους και απ’ όλα. Να επιστρέψει στην πατρίδα της, να χωθεί στην αγκαλιά της μάνας της, να ξεχαστεί με τις ιστορίες του πατέρα της. Με μια βαλίτσα στο χέρι και ακόμη ζωντανές τις ελπίδες για μια μεγάλη και αληθινή αγάπη περνά ξανά τη μεγάλη μπλε πινακίδα με την επιγραφή Ορμύλια. Είναι πλέον 28 ετών. Νοικιάζει ένα σπίτι στα Ψακούδια -μία παραθαλάσσια περιοχή λίγο έξω από την Ορμύλια- και ξεκινά να εργάζεται ως ωρομίσθια καθηγήτρια σε διάφορα σχολεία της ευρύτερης περιοχής. Οι τεράστιες χιλιομετρικές αποστάσεις που πρέπει να δια-νύει σε καθημερινή βάση σε συνδυασμό με τα ελάχιστα χρήματα που βγάζει την αναγκάζουν να στραφεί στην οικογενειακή επιχείρηση με τα φυτώρια που βρίσκεται πλέον στα φόρτε της και στα μελίσσια που επίσης διατηρεί στην περιοχή. Τα χρόνια περνούν με τα λουλούδια, τα χρώματα, τους καλούς φίλους και τη δεμένη οικογένεια να δίνουν στη Λέλα όλα όσα επιθυμούσε. Ολα, εκτός από έναν μεγάλο έρωτα…
Ο Αλβανός με τα χίλια πρόσωπα
Είναι ένα πρωινό του 2008 όταν η Λέλα τηλεφωνεί στη μητέρα της λέγοντάς της ότι χρειάζεται να της στείλει έναν κηπουρό προκειμένου να φροντίσει τον κήπο του σπιτιού της. Τότε εκείνη της στέλνει ένα παιδί από την Αλβανία, τον Κλοντ. Είναι εργατικός, υπάκουος και γνωρίζει καλά τη δουλειά. Είναι και συμπαθής, όπως κάθε πονεμένο πλάσμα που φεύγει στα 14 από την πατρίδα του για μια καλύτερη ζωή. Η καλόκαρδη οικογένεια Μαυρομάτη έτσι τον βλέπει. Ετσι τον βλέπει και η Λέλα, η οποία συγκινείται από το δράμα της προσωπικής του διαδρομής, την απάθεια της οικογένειάς του και το πείσμα του για «μια καλύτερη μέρα». Εκείνος, έξυπνος και διορατικός, μπροστά στην ανάγκη μιας γυναίκας να δώσει και να πάρει αγάπη, γίνεται σκιά της.
Παρότι οκτώ χρόνια μικρότερός της, την προσέχει, τη θαυμάζει και δείχνει να την αγαπά. Εκείνη, πονεμένη και έτοιμη να ζήσει το όνειρο, τον πιστεύει, τον βοηθάει και τον αγαπά. Λίγους μήνες αργότερα η Λέλα μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί και παρά την επιφυλακτικότητα των γονιών της γι’ αυτή τη σχέση αποφασίζει να τον παντρευτεί. Ο γάμος γίνεται στο δημαρχείο χωρίς φίλους και συγγενείς. Ο «πονεμένος» Κλοντ δεν έχει κανέναν να τον αγαπά και στην «ατίθαση» Λέλα δεν αρέσουν οι τυπικότητες. Λίγους μήνες αργότερα έρχεται στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο εξάχρονος σήμερα Ιάσονας, για να ακολουθήσει μόλις ενάμιση χρόνο μετά ο Φοίβος.
Οι γονείς της Λέλας είναι χαρούμενοι. Η κόρη τους μοιάζει καλά, όλοι μαζί εργάζονται στις οικογενειακές επιχειρήσεις και, το κυριότερο, κρατούν στην αγκαλιά τους δύο πανέμορφα εγγόνια. Τα αναπάντεχα αυτά δώρα της ζωής είναι πολλά και ο κ. Λάμπης αποφασίζει να τα ανταποδώσει χτίζοντας για την κόρη του και τον γαμπρό του ένα υπέροχο διαμέρισμα ακριβώς πάνω από αυτό που ζει με τη γυναίκα του. Για τον γαμπρό του δεν έχει κάποια ένδειξη που να επιβεβαιώνει τις αρχικές του ανησυχίες, πέρα από κάποια σημάδια για τα οποία ήταν ανίκανος να επιχειρηματολογήσει: «Το βλέμμα του. Αυτό το δολοφονικό βλέμμα που έπαιρνε κάθε φορά που κάτι δεν πήγαινε όπως το ήθελε ήταν εκείνο που με τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα. Σε κοιτούσε σαν να ήταν έτοιμος να σε σκοτώσει. Βλέμμα παγωμένο, βλέμμα κενό, βλέμμα νεκρού…».
«Δεν σε κοιτούσε ποτέ στα μάτια»
Δακρύζει. Και με βλέμμα ζεστό, βλέμμα γεμάτο, βλέμμα ζωντανού συνεχίζει να μιλά για τον άνθρωπο που μέσα σε ένα λεπτό του στέρησε την κόρη και το ένα από τα εγγόνια του: «Ηταν άνθρωπος αντικοινωνικός. Δεν είχε φίλους, δεν πήγαινε για έναν καφέ, δεν έκανε μία συζήτηση, δεν σε κοιτούσε ποτέ στα μάτια. Μισούσε τον κόσμο και περισσότερο απ’ όλους τους συμπατριώτες του, τους Αλβανούς. Οσα παιδιά στη δουλειά ήταν από την Αλβανία δεν τον φοβόντουσαν απλά, τον έτρεμαν. Η απαξίωσή του για τους Αλβανούς ήταν τέτοια που απαγόρευε στο σπίτι να ακουστεί έστω και μία λέξη στα αλβανικά! Για τους δικούς του δεν μιλούσε ποτέ. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν πως ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά μιας φτωχής οικογένειας από την Αλβανία. Οχι. Πέρα από έναν αδελφό του, τη μάνα του και τη μικρή του αδελφή που μας επισκέφθηκαν δύο φορές -όταν γεννήθηκε ο Ιάσονας και στη βάφτιση του Φοίβου- δεν είχαμε γνωρίσει κανέναν άλλον. Κι αυτές, όμως, ήταν περίεργες γυναίκες. Ούτε μια καραμέλα δεν έφεραν στα παιδιά, ούτε ένα ψεύτικο παιχνίδι, έτσι, για το καλό. Κι όμως, φταίω.
Εκείνη τη μέρα, στα βαφτίσια του Φοίβου, θα έπρεπε να έχω καταλάβει ότι αυτός ο “κύριος” ήταν ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα…». Ξάφνου, σηκώνεται από τη θέση του κι αφήνει στα χέρια μου μια φωτογραφία: «Τους βλέπεις αυτούς; Είναι Αγγλοι. Η Αμάντα και ο Φίλιπ. Ενα εξαιρετικό ζευγάρι το οποίο είχε “περιθάλψει” τον γαμπρό μου όταν στα 20 του χρόνια έφυγε από Ελλάδα για Αγγλία. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους ανθρώπους είχε πει ότι λεγόταν Αρμάντο Κόσοβα, πως καταγόταν από το Κόσοβο και ότι ήταν ορφανός. Οταν η Αμάντα με τον Φίλιπ ήρθαν στην Ελλάδα για τη βάφτιση του Φοίβου μας και είδαν τη μητέρα του, εκείνος τους δικαιολογήθηκε λέγοντάς τους ότι την αναζήτησε και τη βρήκε μετά από χρόνια. Εκείνο το βράδυ, σε συνδυασμό με μια ιστορία του ότι είχε ταξιδέψει στην Αγγλία αγοράζοντας διαβατήριο από τη Θεσσαλονίκη με το επώνυμο Παπαδόπουλος, θα έπρεπε να τα είχα καταλάβει όλα. Δεν ήξερα, όμως, τι ήταν ψέμα και τι αλήθεια. Τι ήταν απόρροια πόνου και τι αποκύημα φαντασίας. Δεν ήξερα…».
Το τρομακτικό ταξίδι στην Αλβανία και η «φυγή» στην Ιταλία
Κοντεύουν μεσάνυχτα. Ανεβαίνω τα «ματωμένα» σκαλοπάτια που οδηγούν στο σπιτικό της Λέλας και το βλέμμα μου πέφτει ασυναίσθητα στη ματωμένη μοκέτα που τ’ αναμμένα φωτάκια από το στολισμένο ακόμη δέντρο που βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού την κάνουν να φαντάζει σαν μια απέραντη λίμνη αίματος: «Κοίτα το κορίτσι μου», μου λέει η θεία της, «έλα στο δωμάτιο των παιδιών να δεις τι μάνα, τι νοικοκυρά ήταν». Την ώρα που ανοίγει ντουλάπια και αναμνήσεις αισθάνομαι τα πόδια μου καρφωμένα στη ματωμένη μοκέτα. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Το βλέμμα μου πέφτει ασυναίσθητα σε ένα «συμβόλαιο» κολλημένο στην πόρτα του ψυγείου με την επισήμανση «Σ’ αυτό το σπίτι δεν ασκούμε σωματική βία ποτέ» και σκέφτομαι πόσο τραγική μπορεί να γίνει η ειρωνεία της τύχης.
Χαζεύω τα έργα της Λέλας: γυναίκες από κάρβουνο, όλες τους σκυμμένες, όλες τους χωρίς πρόσωπο, όλες τους λυγισμένες από τα βάρη του μυαλού και της ψυχής που κουβαλούσε μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Κατεβαίνω ξανά στο μεγάλο τραπέζι με τη μεγάλη οικογένεια. Η μητέρα της θέλει να φάω. Είμαι παιδί, λέει, και τα παιδιά, όποιου κι αν είναι, πρέπει να τα προσέχουμε. Θέλω να κλάψω δυνατά, να ουρλιάξω «γιατί!», να την αγκαλιάσω σφιχτά, κι ας μην είμαι παιδί της: «Ετσι αδύνατα είναι και τα εγγόνια μου. Ειδικά ο Φοίβος μου. Το παιδί μου. Θα γυρίσει ο Φοίβος μου. Το ξέρω ότι θα γυρίσει…», λέει. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μιλάω. Η πρώτη μου ερώτηση που στοχεύει στη σχέση με την κόρη της: «Δεν σας μιλούσε; Δεν σας έλεγε τα μυστικά της; Τις ανησυχίες της; Τους φόβους της;». Γνέφει αρνητικά: «Οχι. Η Λέλα δεν μιλούσε πολύ. Τα κρατούσε όλα μέσα της. Μόνο τελευταία μου είπε: “Μη με ρωτήσεις τίποτα, μαμά. Θα σου τα πω όλα όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή”… Δεν πρόλαβε.
Δεν προλάβαμε. Τον Αύγουστο μόνο μου είπε ότι πήρε την απόφαση να χωρίσει. Και τότε την είδα να χαμογελά μετά από χρόνια. Και να κάνει όνειρα. Ναι, όνειρα. Ηθελε, λέει, να ανοίξει ένα εργαστήρι ζωγραφικής για να μάθει στα παιδιά τη μαγεία των χρωμάτων. Εκείνος, βλέπετε, τόσα χρόνια δεν της επέτρεπε να ζωγραφίζει. Το είχε διαλύσει το παιδί μου. Της είχε απαγορεύσει το μεγαλύτερό της πάθος γιατί ήταν ισχυρότερο από το πάθος της για εκείνον. Το καθοριστικό σπάσιμο μέσα της έγινε στις αρχές του καλοκαιριού όταν πήγαν οικογενειακώς ταξίδι στην Αλβανία. Ενα απόγευμα, μας τηλεφώνησε σαν τρελή και μας ζητούσε να τηλεφωνήσουμε στην πρεσβεία, στην αστυνομία, σε δικηγόρο. Είχαν τσακωθεί, εκείνος είχε πάρει τα παιδιά και είχε εξαφανιστεί και είχε κλειδώσει την κόρη μου στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Δεν ήξερε τι να κάνει. Το παιδί μου είχε τρελαθεί. Τελικά, εκείνος γύρισε με τα παιδιά κι εκείνη στην οριστική απόφαση να τελειώσει τη σχέση τους.
Οταν γύρισαν στην Ελλάδα, εκείνος της ζήτησε 4.500 χιλιάδες ευρώ και έφυγε για Ιταλία. Αλήθεια; Ψέματα; Κανείς δεν ξέρει. Στην επιστροφή του πήγε κι έμεινε σ’ έναν φίλο του από την Αλβανία, τον Μπεσμίρ, Γιάννη τον φωνάζουμε εδώ. Δεν έκανε φασαρίες, αλλά είχε εμμονή με το να παίρνει κάθε μέρα τον Φοίβο. Ο Ιάσονας δεν πήγαινε μαζί του. Είχε τρελή αδυναμία στη μητέρα του, σε αντίθεση με τον πατέρα του που έμοιαζε να τον φοβάται. Το παιδί διαισθανόταν τα πάντα. Τα παιδιά πάντα διαισθάνονται το κακό. Εμείς οι μεγάλοι είμαστε μικροί για να το καταλάβουμε».
«Εδώ στο παράθυρο είμαι, γιαγιά. Περιμένω να δω τον Φοίβο να γυρίζει»
Το κακό. Η συζήτηση φτάνει στο κακό. Η κυρία Μαρία δεν μπορεί να μιλήσει. Αλλά και ο κ. Λάμπης, σαν να πιστεύει ότι μπορεί ακόμη να το προλάβει, θυμάται τις προσπάθειες που έκανε για να βοηθήσει τον γαμπρό του: «Οταν επέστρεψε από την Ιταλία του είπα να του δώσω όλα τα μελίσσια, μία περιουσία περί τις 50.000 ευρώ, για να τα εκμεταλλεύεται αυτός. Του είπα ότι είναι ο πατέρας των εγγονιών μου κι ότι θα κάνω τα πάντα για να κάνει κι εκείνος μια νέα αρχή, να έχει τη δική του δουλειά. Δεν ήθελε. Του βρήκα δουλειά σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής με έναν αρκετά ικανοποιητικό μισθό, αλλά ούτε αυτό ήθελε. Μας μισούσε. Μισούσε την αγάπη που είχαμε ως οικογένεια και που εκείνος δεν βίωσε ποτέ. Κι εκεί αποφάσισε να ολοκληρώσει την τραγωδία». Είναι παραμονές των Θεοφανίων όταν, σύμφωνα με πληροφορίες, φτάνει στα χέρια του η αίτηση διαζυγίου. Η τρέλα είναι πλέον μέσα του και η δολοφονία της Λέλας προμελετημένη και δίχως επιστροφή. Είναι ανήμερα των Θεοφανίων, 6.30 το απόγευμα, όταν η Λέλα κρεμάει στον ώμο της την τσάντα για να κλείσει πίσω της την πόρτα και να πάει με τα παιδιά σε κάποιον παιδότοπο. Η μητέρα της βρίσκεται στο κεφαλόσκαλο και τα μικρά παίζουν αμέριμνα στον κήπο. Ξαφνικά, η καγκελόπορτα ανοίγει και ο Κλοντ ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλοπάτια της οικίας Μαυρομάτη. Πίσω του τρέχει ο μεγάλος του γιος, ο Ιάσονας. Από διαίσθηση, από φόβο, από πανικό, το παιδάκι τρέχει για να προλάβει το κακό. Δεν τα καταφέρνει.
Μπρος στα ανήλικα μάτια του, το παιδί βλέπει το τέρας να καταφέρνει επτά μαχαιριές στο κορμί της μητέρας του και τη λεπίδα του μαχαιριού να σπάει από το μίσος του στο κρανίο της άτυχης γυναίκας. Το παιδί μένει εκεί. Ακίνητο, παγωμένο, «νεκρό». Αυτός το παραμερίζει και κατεβαίνοντας σαν τρελός τα σκαλοπάτια αρπάζει τον μικρό Φοίβο και εξαφανίζεται. Στο χωριό δεν τον βλέπει κανείς. Ολοι κοιτάζουν τον ΠΑΟΚ που παίζει μπάλα στη μεγάλη οθόνη της πλατείας. Το παιδί είναι ακόμη εκεί. Ακίνητο, παγωμένο, «νεκρό», δίπλα στο άψυχο κορμί της μητέρας του. Το μόνο που σπάει τη σιωπή είναι το βουβό του κλάμα.
Η γιαγιά το ακούει, ανεβαίνει, βλέπει κηλίδες αίματος στο πρόσωπό του, το ρωτάει «τι σου έκανε ο μπαμπάς;». Εκείνο δεν μιλάει. Μόνο δείχνει με το μικροσκοπικό του δαχτυλάκι το μεγάλο έγκλημα. Η Αστυνομία πηγαίνει αμέσως στο σπίτι, το ίδιο και ο παππούς, το ίδιο και οι συγγενείς και η γειτονιά και τα κανάλια και η Ελλάδα ολάκερη. Πού είναι ο Φοίβος; «Κανείς δεν είδε, κανείς δεν άκουσε, κανείς δεν ξέρει», λέει ο αδελφός της Λέλας, ο Πέτρος, που ακόμη δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει όλα όσα έχουν συμβεί: «Φοβάμαι μήπως έχουν περάσει από τα Σκόπια στην Αλβανία. Αυτός ο τύπος γνώριζε κάθε πιθανό και απίθανο μονοπάτι μέσα από τα βουνά που οδηγεί στην Αλβανία. Από 14 χρονών έτσι έμπαινε κι έβγαινε από την Ελλάδα. Από την άλλη είχε δέκα ταυτότητες από τις οποίες κανείς μας δεν γνωρίζει ποια είναι η πραγματική.
Τα γάντια του μποξ στο δωμάτιο του 4χρονου Φοίβου
Είχε και διασυνδέσεις που σίγουρα μπορούσαν να του διασφαλίσουν ένα αυτοκίνητο για να φύγει. Τα μπλόκα ξεκίνησαν τουλάχιστον 24 ώρες μετά το συμβάν. Δυστυχώς είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του για να ολοκληρώσει το αρρωστημένο σχέδιό του. Ελπίζω το παιδί να είναι καλά και να γυρίσει δίπλα μας. Εδώ όπου ανήκει. Σας παρακαλούμε, βοηθήστε μας». Ωρα μία μετά τα μεσάνυχτα και η παράκληση από τα χείλη αυτής της οικογένειας σε κάνει να σβήνεις και την κούραση και το αδύνατο και το ανέφικτο και να προσεύχεσαι για ένα θαύμα. «Ξέρετε τι μου είπε σήμερα ο Ιάσονας;», μου λέει η γιαγιά, κάνοντας την προσευχή ακόμη πιο αληθινή: «Γιαγιά μου, θέλω να βρουν τον καταζητούμενο πατέρα μου. Θα τον βρουν, γιαγιά μου. Εγώ ξέρεις τι κάνω; Κάθομαι όλη μέρα στο παράθυρο και περιμένω πότε θα γυρίσει ο Φοίβος. Γιατί ο Φοίβος θα γυρίσει, γιαγιά…». Εξοδος. Από τον πόνο, από τα ματωμένα σκαλοπάτια, από τη θεωρία πως δεν υπάρχει Θεός. Πρέπει να υπάρχει. Γι’ αυτή τη γιαγιά, γι’ αυτόν τον παππού, γι’ αυτά τα παιδιά, για μια οικογένεια που έδωσε τα πάντα για να εισπράξει το τίποτα. Μπλόκο ξανά. Δυνατά φώτα σε τυφλώνουν, σειρήνες σε ξεκουφαίνουν, ένστολοι σου κάνουν νόημα να κατέβεις με «τα χέρια ψηλά». Ψάχνουν. Μέσα στο πορτμπαγκάζ, κάτω από τα καθίσματα, πίσω από τις πόρτες. Σου χαμογελούν: «Συγγνώμη, αλλά ψάχνουμε για τον Φοίβο». Αυτή τη φορά δεν τους συγχωρείς. Μόνο προσεύχεσαι. Για τον Φοίβο…