Απέραντη θλίψη στο κακουργιοδικείο της Αθήνας όταν η μητέρα της 6χρονης Στέλλας Εικοσπεντάκη, που βρήκε τραγικό θάνατο από τα χέρια του πατέρα,έδειξε τη φωτογραφία του παιδιού στους δικαστές, ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία του κατηγορούμενου συζύγου της.
«Θέλω να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Αυτό που έγινε είναι αδιανόητο... Αυτό είναι το κοριτσάκι μου δεν έπρεπε να πάει στα σκουπίδια. Τέλος, είναι κάτι αδιανόητο...» είπε η γυναίκα και στράφηκε στον σύζυγο της που καθόταν στο εδώλιο με το κεφάλι κατεβασμένο. Η γυναίκα του έδειξε τη φωτογραφία και ξέσπασε: «Το παιδάκι μου δεν ήταν για τα σκουπίδια. Δεν της άξιζε...». Ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν σήκωσε το βλέμμα του για να κοιτάξει τη σύζυγο του και τη φωτογραφία της κόρης του, ξέσπασε σε κλάματα και έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του. «Σήκωσε τα μάτια σου, κοίτα...» του φώναξε από το ακροατήριο συγγενικό πρόσωπο της γυναίκας του.
Η Καλλιόπη Αλιφραγκή ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα ένα περίπου χρόνο μετά τη δολοφονία του παιδιού της που αντιμετώπιζε κινητικό πρόβλημα.
Το κοριτσάκι είχε βρεθεί νεκρό στις 28 Απριλίου 2017 σε κάδο απορριμμάτων τυλιγμένο σε πλαστικές σακούλες, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι της οικογένειας, στην Αγία Βαρβάρα. Η εξαφάνιση της είχε δηλωθεί, μία ημέρα νωρίτερα, από τον πατέρα της στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής. Δεκατρείς ώρες αργότερα, όμως, ο 61χρονος πατέρας της 6χρονης, συνταξιούχος αστυνομικός, ομολόγησε το αδιανόητο. Ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για το μοιραίο τέλος της.
Η μητέρα της 6χρονης αναφέρθηκε στην ημέρα που πίστεψε στα λόγια του συζύγου της ότι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι τους ενώ εκείνη ήταν στο νοσοκομείο και πήραν το παιδί από το κρεβάτι του. «Μου είπε μαζί με τα χρυσαφικά μας πήραν και τη Στελλίτσα». Πήγα στο σπίτι, βρήκα ένα χάος και το παιδί μου έλειπε. Έψαχνα να βρω ποιος ήταν ο λόγος να κλέψουν ένα παιδάκι».
«Δεν υπάρχει συγγνώμη…»
Όταν κλήθηκε από την πρόεδρο να πει τι πιστεύει ότι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του συζύγου της εκείνη δεν μπόρεσε να δώσει εξήγηση. «Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω αυτό που έγινε. Δεν μπορώ να βρω αιτία. Αυτό το «γιατί» θα με βασανίζει για πάντα. Θα το δεχόμουν ότι ήταν ατύχημα αν φώναζε βοήθεια. Όχι αυτό που έκανε μετά... Και το αποκορύφωμα ήταν τα σκουπίδια. Δεν θέλω να το πιστέψω...» είπε κλαίγοντας και συμπλήρωσε πως πιστεύει ότι ο κατηγορούμενος εκείνο το βράδυ έβαλε το παιδί νεκρό στο κρεβάτι του δίπλα στο δίδυμο αδελφάκι του. «Το άλλο παιδάκι δεν είχε καταλάβει κάτι. Μου είπε ότι η Στελλίτσα ήταν στο διπλανό κρεβατάκι και της κράταγε το χεράκι για να μην φοβάται. Πιστεύω ότι εκείνη την ώρα το παιδί είχε φύγει και την έβαλε στο κρεββάτι για να κοιμηθεί ο Μάριος και να κάνει όλα τα άλλα. Είμαι σίγουρη ότι όταν μιλούσαμε εκείνο το βράδυ στο τηλέφωνο το κοριτσάκι μου είχε φύγει...».
Η γυναίκα είπε πως πλέον ζει στη Σαντορίνη μαζί με το γιο της.
«Ξέρει τα πάντα. Της πηγαίνει λουλούδια, παιχνίδια. Της μιλάμε αλλά εκείνη δεν απαντά. Δεν υπάρχει συγγνώμη…» τόνισε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Αίσθηση προκάλεσε η κατάθεση του αστυνομικού ο οποίος συμμετείχε στην εξιχνίαση του εγκλήματος. «Η σκηνή που ανοίξαμε τον κάδο και έβγαλα μια σακούλα από την οποία έβγαλα ένα παιδί που έμοιαζε σαν να κοιμάται με έχει στιγματίσει για πάντα. Και έχω δει πολλά όλα αυτά τα χρόνια λόγω της δουλειάς μου» είπε με βουρκωμένα μάτια.
«Κατά λάθος έγινε, ήταν ατύχημα»
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος έκανε λόγο για ατύχημα, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του προκάλεσαν την αντίδραση του εισαγγελέα ο οποίος τον κατηγόρησε ότι «κοροϊδεύει». Ο 61χρονος συνταξιούχος αστυνομικός ισχυρίστηκε πως εκείνο το βράδυ που η γυναίκα του νοσηλευόταν η Στέλλα δεν ήθελε να κάνει μπάνιο.
«Την πήρα στην αγκαλιά μου. Φοβήθηκα μην ξυπνήσει τον Μάριο (σ.σ. ο δίδυμος αδελφό της 6χρονης) και της έκλεισα το στόμα για να μην κλαίει. Χωρίς να το καταλάβω το παιδάκι έχασε την αναπνοή του. Μου έμεινε στα χέρια. Έκανα προσπάθεια να το επαναφέρω αλλά δεν τα κατάφερα. Θόλωσε το μυαλό μου και έκανα ότι έκανα. Ζητώ ένα μεγάλο συγνώμη και από την σύζυγό μου και από την κοινωνία» είπε και στη συνέχεια αναφέρθηκε αναλυτικά στους κοινούς λογαριασμούς που είχε με τη σύζυγο του τους οποίους «άδειασε» την ημέρα της κηδείας του παιδιού.
«Έπεσα από τα σύννεφα κύριε κατηγορούμενε. Συνέχεια για τα λεφτά μιλάτε στην απολογία σας. Μόνο ένα με δυο λεπτά αναφερθήκατε στην κόρη σας...» παρατήρησε ο εισαγγελέας για να τον ακούσει να απαντά «Εγώ τα αγαπάω τα παιδιά, όπου μπορούσα να τα βοηθήσω τα βοήθησα».
Εισαγγελέας: Ήταν τόσο σημαντικό για σας να μην ξυπνήσει ο γιος σας; Γιατί να μην ξυπνήσει;
Κατηγορούμενος: Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω...
Εισαγγελέας: Δεν σκεφτήκατε ότι το παιδί σκάει όταν της κλείνατε το στόμα;
Κατηγορούμενος: Όχι δεν το αντιλήφθηκα. Κοίταζα να δω αν ο γιος μου ξύπνησε μέσα στη φασαρία...
Εισαγγελέας: Γιατί να μην ξυπνήσει ο γιος σας; Μήπως τον αγαπάτε λίγο παραπάνω;
Κατηγορούμενος: Όχι....
Εισαγγελέας: Γιατί δεν πήρατε τηλέφωνο το 166;
Κατηγορούμενος: Θόλωσα, δεν ήξερα τι έκανα. Το παιδί σταμάτησε να κινείται και το άφησα στο καναπέ... Το κράτησα τρία με τέσσερα λεπτά... Μετά της έκανα μαλάξεις για να τη συνεφέρω αλλά δεν τα κατάφερα.
Εισαγγελέας: Αφού την άφησες στον καναπέ τι έκανες;
Κατηγορούμενος: Την έβαλα σε μια σακούλα... σε σακούλες και την πέταξα...
Εισαγγελέας: Δε μου αρέσει η λέξη... Την «πέταξα»; Για το παιδί σας μιλάτε...
Πρόεδρος: Δεν καταλάβατε ότι το παιδί σας αντιστεκόταν;
Κατηγορούμενος: Όχι δεν το κατάλαβα ...
Πρόεδρος: Αφήνετε τη σωρό στον κάδο και μετά τι κάνετε;
Κατηγορούμενος: Ανακάτεψα το σπίτι για να φανεί σαν διάρρηξη και με πήρε ο ύπνος...
Οι ερωτήσεις συνεχίστηκαν και όταν ο κατηγορούμενος δεν απάντησε ο εισαγγελέας τον κατακεραύνωσε. «Κύριε κατηγορούμενε μας κοροϊδεύετε;».
Κόντρα σε όσα ανέφερε η γυναίκα του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως την στήριξε οικονομικά και ότι αναγκάστηκε να μεταφέρει χρήματα σε προσωπικό του λογαριασμό γιατί φοβήθηκε ότι η μητέρα των παιδιών του θα τον προλάβαινε.
«Της άφησα 20.000 μετρητά. Ήθελα να τη βοηθήσω και για το παιδάκι μου το μικρό» είπε και συμπλήρωσε πως το μοιραίο βράδυ είχε πάρει χάπια και είχε πιει κρασί. «Δεν ήθελα να κάνω κακό στο παιδί μου, στις φυλακές αποπειράθηκα δυο φορές να αυτοκτονήσω» υποστήριξε.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, μέσω των συνηγόρων του, ο κατηγορούμενος προέβαλλε τον ισχυρισμό του μειωμένου καταλογισμού, λόγω ψυχικής ασθένειας.