Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024 -

Σαν σήμερα πέθανε ο Χρόνης Μίσσιος: Η ζωή μια φορά μας δίνεται. Άπαξ



Σαν σήμερα πέθανε πριν από επτά χρόνια ο σπουδαίος συγγραφέας και αγωνιστής, Χρόνης Μίσσιος.

Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα. Εξορίες και φυλακές ήταν για πολλά χρόνια το "σπίτι του". Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1985 με το αυτοβιογραφικό βιβλίο "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" που δέχθηκε θερμότατη υποδοχή από το κοινό και τους κριτικούς, αλλά δέχτηκε και αυστηρή κριτική από τον χώρο της Αριστεράς.

Για οικονομικούς λόγους δεν τελείωσε ούτε το δημοτικό σχολείο (έφτασε μέχρι τη δεύτερη τάξη). Παιδί ακόμη κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στην Αντίσταση και το 1947 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Έμεινε φυλακισμένος ως το 1953 και από το 1962 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη.

Λίγο μετά την μεταπολίτευση άρχισε να ζει σαν ελεύθερος πολίτης.

Τα τελευταία χρόνια ζούσε απομακρυσμένος στο Καπανδρίτι με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο. Άλλα έργα του ήταν τα "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (1988), "Τα κεραμίδια στάζουν" (1991), "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι" (1996).

Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε δηλώσει: "Για πρώτη φορά ζω σε μια κοινωνία που δείχνει να έχει πάθει εγκεφαλικό. Δεν αντιδρά με τίποτα".

Για την κρίση είχε πει: "είναι πολυεπίπεδη, δεν είναι μονάχα οικονομική. Ουσιαστικά είναι κρίση αξιών και χρεοκοπίας του λογοκρατούμενου και τεχνοκρατικού πολιτισμού μας".

Για την οικολογία και την πράσινη ανάπτυξη: "Είναι δυνατόν να μιλάμε για οικολογία και πράσινη ανάπτυξη και να έχουμε την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο;".

Για την παιδεία: "Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία και άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους".

Για τους εμπνευσμένους ηγέτες: "Πιστεύω πολύ ότι σε μια κοινότητα, η συλλογική μνήμη είναι πολύ πιο ασφαλής και πιο ισχυρή από οποιονδήποτε ηγέτη".

Για την εξουσία: "Είναι το χειρότερο, το πιο τρομακτικό εφεύρημα του ανθρώπου. Στην πορεία τής ανθρώπινης ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητα τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία".

Το τελευταίο του βιβλίο, 8-3 ίσον 11, κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη και είναι ένας απολογισμός αγωνιστικής ζωής.

"Δεν είμαι διατεθειμένος να εκχωρήσω την ύπαρξή μου σε κανενός είδους εξουσία" γράφει σε ένα σημείο του και προσθέτει σε ένα άλλο: "Η ζωή είναι ένα δώρο με ημερομηνία λήξης, που πρέπει να το τιμήσουμε και να το απολαύσουμε".
"Είμαι εναντίον της βίας, πώς αλλιώς θα ήμουν εναντίον της εξουσίας; Είμαι όμως υπέρ της αντίστασης"

Εμείς, τιμούμε τη μνήμη του με ένα απόσπασμα από το "καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς":

Βλέποντας για πολλοστή φορά την ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, "Αν", με τις γνωστές πάντα συνέπειες  (ένα παράξενο πράγμα, να ξέρεις όλη την πλοκή και όμως κάθε φορά να είναι σαν την πρώτη φορά, με την ίδια ακριβώς συγκίνηση και φόρτιση), πιστεύω ότι αξίζει να διαβαστεί και να φιλοξενηθεί από μία στήλη που συνήθως κοιτάμε μόνο το σήμερα, το τι κυκλοφορεί τώρα , ένα κείμενο σταθμος.

Η ταινία φιλοξενεί αυτό το κορυφαίο κείμενο του Χρόνη Μίσσιου, του αγωνιστή συγγραφέα του «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε".
Το κείμενο αυτό που μιλά γα την ζωή που μας δίνεται "άπαξ" , αποτελεί κορυφαία στιγμή του συγγραφέα και ένα από τα αγαπημένα αποσπάσματα μεγάλης μερίδας αναγνωστών.
 "Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος.
Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;"
Διαβάστε το, ακούστε το... αξίζει πραγματικά

Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται. Άπαξ, που λένε. Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον, μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της, δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε; Αντί να τη ζήσουμε; Τί την κάνουμε; Την σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την...

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.

Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος.

Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;

Έτσι, μ' αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος.  Γιατί δε ζούμε...  κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ανάγκες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.

Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας...

Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ' αφήσαμε, γι' αυτό το αύριο, που δεν θα 'ρθει ποτέ...

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως:

Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.

Όμως, τ' αφήσαμε για αύριο.

Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.

Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ' τη ζωή μας, χαιρόμαστε!

Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης- θάνατο!

Διότι, αυτός είναι θάνατος!

Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση.

Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει...

Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το "όχι", με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.

Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει;

"Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει"...

Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε.

Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια... -

Χρόνης Μίσσιος