Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024 -

Πώς ένας μικρός Πατρινός βίωσε τον βομβαρδισμό της Πάτρας το πρωί της 28ης Οκτωβρίου - Συγκλονιστικές μνήμες



Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος ήταν μαθητής της τετάρτης δημοτικού όταν βομβαρδίστηκε η Πάτρα, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940...

Το σχολείο του βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου έπεσαν βόμβες από τα ιταλικά αεροπλάνα και παρά το μικρό της ηλικίας του, οι πρώτες ώρες του βομβαρδισμού έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη του σαν κινηματογραφική ταινία.

Αυτές τις στιγμές περιγραφεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπως και τα όσα διαδραματίστηκαν πριν από 75 χρόνια στη βομβαρδισμένη πόλη. Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος είχε το θάρρος, όχι μόνο να βρεθεί στο σημείο που έπεσε μία από τις βόμβες, αλλά και να περπατήσει μόνος του μέσα στην πόλη, μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι του.

Άλλωστε, η σύλληψη του πατέρα του από την αστυνομία, λόγω των δημοκρατικών πεποιθήσεών του, μία εβδομάδα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, αλλά και η έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στη σχολική τσάντα του, άρχισαν να χαράσσουν βαθιά στη μνήμη του όσα ξεκινούσαν να διαδραματίζονται. Επίσης, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και για την κοινότητα των Ιταλοπατρινών, που τότε έφθαναν περίπου τους 10.000.

Το χρονικό του πρωινού

Η Πάτρα ήταν η πρώτη πόλη που βομβάρδισε η ιταλική αεροπορία λίγες ώρες αφότου ξέσπασε ο πόλεμος και ο ίδιος θυμάται: «Στις 8 το πρωί ξεκίνησα από το σπίτι μου, που τότε βρισκόταν στην οδό Παπαρρηγοποόυλου, στο κέντρο της πόλης, για να πάω με τα πόδια στο σχολείο μου το "Στρούμπειο" δημοτικό, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μαιζώνος και Σατωβριάνδου.

Φθάνοντας στην πλατεία Όλγας, σταμάτησα στο περίπτερο του Τσακανίκα, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ρήγα Φεραίου και Κολοκοτρώνη. Εκεί συζητούσαν κάποιοι άνδρες γύρω από το περίπτερο και άκουσα τη λέξη "πόλεμος". Συνέχισα τη διαδρομή μου για το σχολείο και πριν μπούμε στις αίθουσες, την ώρα δηλαδή της προσευχής, μας έβγαλε λόγο μία δασκάλα.

Θυμάμαι και το όνομά της, η κυρία Κλεονίκη. Μας μίλησε για την πατρίδα μας, την ελευθερία, για τον πόλεμο που είχε κηρυχθεί, αλλά και για αγώνες. Όμως, εμείς δεν ξέραμε τι πάει να πει πόλεμος, δεν τα ξέραμε αυτά, δεν τα καταλαβαίναμε. Στο πρώτο διάλειμμα, λίγο μετά τις 9 το πρωί, θυμάμαι την πρώτη εικόνα.

Εκεί είδα σε μία γωνία του προαυλίου τον συμμαθητή μου τον Λορέντζο, που ήταν Ιταλοπατρινός, να τον έχουν στριμώξει κάποια παιδιά και να τον βρίζουν, χωρίς όμως να τον προπηλακίζουν. Μόλις πήγα να τον πλησιάσω, γιατί πάντα τον έβλεπα με καλή διάθεση, ακούσαμε έναν βόμβο να έρχεται από τον ουρανό, χωρίς να ξέρουμε τι είναι. Σε λίγο είδαμε να εμφανίζονται πάνω από τα κεφάλια μας αεροπλάνα. Είχαμε ακούσει για αεροπλάνα, αλλά τα βλέπαμε για πρώτη φορά.

Τότε αποσπάστηκε η προσοχή μας από τον Λορέντζο και κοιτούσαμε συνεχώς προς τον ουρανό. Βλέποντας λοιπόν τα αεροπλάνα, διακρίναμε στην ουρά τους έναν σταυρό και πιστέψαμε πως ήταν ελληνικά. Έτσι αρχίσαμε να τα χαιρετάμε, φωνάζοντας ταυτόχρονα "ζήτω".

Το βλέμμα μου είχε "κολλήσει" πάνω στα αεροπλάνα, που πετούσαν στο ύψος της ακτογραμμής της Πάτρας. Εκείνη τη στιγμή, βλέπω να πέφτει από ένα αεροπλάνο ένα μαύρο πράγμα και φωνάζω: "Κάποιος πήδηξε από το αεροπλάνο". Δεν πήγε το μυαλό μας ότι ήταν βόμβα, που ξεκίνησε να πέφτει.

Τελικά, ήταν η πρώτη βόμβα που έπεσε στην Πάτρα, κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία, στη διασταύρωση των οδών Αγίου Ανδρέου και Σατωβριάνδου. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι είχε γίνει, η βόμβα είχε πέσει. Ακούσαμε έναν τρομερό θόρυβο και είδαμε μία μαύρη στήλη καπνού, σαν πίδακας. Ταυτόχρονα, άρχισαν να σπάνε τα τζάμια του σχολείου και να τραυματίζονται παιδιά.

Τότε δημιουργήθηκε πανικός και τα περισσότερα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Εγώ, όμως, όχι. Δεν φοβήθηκα, γιατί πίστεψα πως ήταν κανονιά από τα αντιαεροπορικά που είχαμε ακούσει ότι είχαν τοποθετηθεί στον κυματοθραύστη του λιμανιού. Αμέσως μετά πήγα στην αίθουσα, πήρα τη σάκα μου και έφυγα από το σχολείο».

Η μετακόμιηση προς την Οβρυά και εκτός του κέντρου

Όμως, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος δεν πήγε προς το σπίτι, όπως έκαναν τα άλλα παιδιά. Ήθελε να δει από κοντά τι είχε συμβεί: «Αντί, λοιπόν, να πάω στο σπίτι μου, κατέβηκα την οδό Σατωβριάνδου και κατευθύνθηκα προς την Αγγλικανική Εκκλησία για να δω τι είχε γίνει εκεί κάτω, από όπου είχε ακουστεί το μεγάλο μπουμ.

Πλησιάζοντας προς την εκκλησία, είδα γκρεμισμένους τοίχους και έναν μεγάλο λάκκο, επί της οδού Αγίου Ανδρέου, από όπου είχε αρχίζει να αναβλύζει νερό, διότι προφανώς είχε χτυπηθεί κάποιος αγωγός ύδρευσης. Ήταν ακριβώς το σημείο όπου είχε πέσει η βόμβα».

«Δεν εντυπωσιαζόμουν με αυτά που έβλεπα και αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι μου» αναφέρει. Τότε ήταν που είδε από κοντά ένα από τα θύματα του βομβαρδισμού. «Προχωρώντας, είδα σε μία γωνία έναν άνθρωπο που έμοιαζε με ζητιάνο. Άλλωστε η Πάτρα τότε ήταν γεμάτη με ζητιάνους.

Ο άνθρωπος αυτός καθόταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο. Πλησιάζοντας προς το μέρος του, είδα πως ήταν ακρωτηριασμένος, μέσα σε μία λίμνη αίματος. Αυτός ήταν ένας από τους "τύπους" της Πάτρας, ο "Γιάννης ο Θεός", όπως τον αποκαλούσαν, γιατί γύριζε μέσα στην πόλη, αγόρευε και έλεγε πως ήταν ο Θεός» προσθέτει.

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος συνέχισε τη διαδρομή του μέσα στη βομβαρδισμένη πόλη και έπειτα από λίγη ώρα έφθασε στο σπίτι του. «Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν δάσκαλος, δεν βρισκόταν στο σπίτι διότι είχε συλληφθεί μία εβδομάδα πριν από την κήρυξη του πολέμου, διότι ήταν αριστερός.

Η μητέρα μου, που ήταν και αυτή δασκάλα σε σχολείο στην περιοχή του Ζαβλανίου, όταν έφθασε στο σπίτι, δεν με βρήκε εκεί και πίστεψε πως είχα σκοτωθεί. Όταν, λοιπόν, με είδε να μπαίνω απαθέστατος στο σπίτι, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει και να με αγκαλιάζει.

Σε λίγη ώρα ήλθε στο σπίτι μας η γυναίκα ενός αξιωματικού της αστυνομίας που έμενε δίπλα μας και είπε στη μητέρα μας να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας για να φύγουμε. Τι είχε γίνει. Ο αστυνομικός είχε επιτάξει ένα από τα ελάχιστα αστικά λεωφορεία για να μεταφέρει την οικογένειά του ίδιου, αλλά και τους γείτονες της οδού Παπαρρηγοπούλου, μακριά από το κέντρο της Πάτρας.

Μπήκαμε, λοιπόν, στο λεωφορείο, το οποίο άρχισε να διασχίζει το κέντρο της πόλης, με προορισμό κάποια γειτονική κοινότητα. Όταν φθάσαμε στην οδό Γούναρη, λίγο πιο πάνω από το δικαστικό μέγαρο, είδαμε ένα άλλο λεωφορείο, γεμάτο επιβάτες, να καίγεται. Εκείνη τη στιγμή, ο οδηγός του λεωφορείου άρχιζε να φωνάζει και να μας ζητάει να μην ακουμπάμε ότι είναι μεταλλικό.

Εκεί είχε πέσει μία ακόμη βόμβα, με αποτέλεσμα να πιάσει φωτιά το λεωφορείο και να πέσουν στο οδόστρωμα τα καλώδια του δικτύου ηλεκτρισμού. Αφού καταφέραμε να περάσουμε, χωρίς να πάθουμε κάτι, συνεχίσαμε προς την περιοχή της Οβρυάς. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής βλέπαμε πάρα πολλούς ανθρώπους να κατευθύνονται πεζοί προς περιοχές εκτός Πατρών για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς. Όταν, λοιπόν, φθάσαμε στην Οβρυά, μείναμε στο σπίτι των κουμπάρων μας, όπου εκεί αισθανόμασταν πιο ασφαλείς» επισημαίνει.

Οι Ιταλοί της Πάτρας, η εκδρομή και το "Φάτσιο"

Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος, «τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν πάλι την Πάτρα δύο ακόμη φορές, μέσα στις επόμενες ημέρες, αλλά η πόλη ήταν σχεδόν άδεια, αφού οι περισσότεροι είχαν φύγει». Όμως κάποιοι, σύμφωνα με τον ίδιο, «που αποφάσισαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, για να τα κλειδώσουν και να πάρουν κάποια ρούχα συνάντησαν μόνο γάτες, που περιπλανιόντουσαν στους δρόμους».

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος θυμάται πως την πρώτη ημέρα του πολέμου έπεσαν πολλές βόμβες στην Πάτρα, αλλά εκείνο που του έκανε εντύπωση είναι ότι βομβαρδίστηκε και η ιταλική συνοικία της πόλης, που βρισκόταν κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία.

Μάλιστα, «πάνω από 30 Ιταλοπατρινοί έχασαν εκείνη την ημέρα τη ζωή τους από τους βομβαρδισμούς των ιταλικών αεροπλάνων». Όπως θυμάται, «μία ακόμα βόμβα που έπεσε στην περιοχή της Τριών Ναυάρχων, κτύπησε ένα μηχανουργείο ιδιοκτησίας Ιταλοπατρινών».

«Ήταν τόσες πολλές οι βόμβες που έπεσαν εκεί που έμεναν οι Ιταλοπατρινοί, λες και τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν βάλει στο στόχαστρό τους την συγκεκριμένη περιοχή» σημειώνει και συνεχίζει:

« Τότε στην Πάτρα των 60.000 κατοίκων, οι 10.000 ήταν Ιταλοπατρινοί και μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, η αστυνομία συνέλαβε όσους μπορούσε από αυτούς που μιλούσαν ιταλικά ή ήξεραν πως ήσαν Ιταλοί και τους έκλεισαν στο σημερινό σχολικό συγκρότημα "Τεμπονέρα".

Εκεί είχε δημιουργηθεί το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ιταλοπατρινών. Ένας από τους στρατιώτες-φρουρούς τού στρατοπέδου ήταν αδελφός του πατέρα μου και μου περιέγραψε, μετέπειτα, πώς ήταν εκεί μέσα η κατάσταση. Πολλοί, λοιπόν, φώναζαν "γιατί μάς πιάσατε, εμείς δεν είμαστε Ιταλοί, είμαστε καθολικοί, αλλά είμαστε Ελληνες, έχουμε διαβατήριο και ταυτότητα ελληνική"».

Σε αυτό το σημείο, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος επισημαίνει ότι το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε φτιάξει, προ του πολέμου, στην Πάτρα μία φασιστική ομάδα, το λεγόμενο «Φάτσιο». «Ορισμένοι νεολαίοι φασίστες κατάφεραν να κρυφτούν την πρώτη ημέρα του πολέμου και μάλιστα επιτέθηκαν στην έδρα του 12ου Συντάγματος στην περιοχή των συνόρων, όπου εκεί έγινε μία μικροσυμπλοκή και σκότωσαν με μία χειροβομβίδα έναν Έλληνα δεκανέα.

Παράλληλα, τα περισσότερα μέλη του "Φάτσιο" είχαν συγκεντρωθεί σε μία βίλα στην περιοχή που σήμερα είναι το νοσοκομείο "Άγιος Ανδρέας". Όμως εκεί πήγε η αστυνομία και τους συνέλαβε».

«Θέλω να σταθώ και σε ένα ακόμη γεγονός της πρώτης ημέρας του πολέμου», τονίζει: «Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα τα δύο σχολεία που φοιτούσαν τα παιδιά των Ιταλοπατρινών ήταν κλειστά. Κάποιοι είχαν πει πως οι Ιταλοί τούς είχαν ειδοποιήσει για τον βομβαρδισμό.

Όμως, πρέπει να σας πω, ότι η 28η Οκτωβρίου ήταν ημέρα αργίας για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Οι φασίστες εκείνη την ημέρα εόρταζαν την κάθοδο των φαλαγγών από βορρά προς νότο, οι οποίες στη συνέχεια κατέλαβαν τη Ρώμη. Έτσι, λοιπόν, εκείνη την ημέρα οι μαθητές των ιταλικών σχολείων είχαν πάει εκδρομή στο Χαλίλι, δηλαδή στη σημερινή Αρόη, ενώ στην συνοικία των Ιταλοπατρινών είχε γίνει μακελειό».

Η ερμηνεία του ενθουσιασμού στην έναρξη του πολέμου

Ακόμη, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος περιγράφει πώς οι Ιταλοί εκτέλεσαν τον πατέρα του, Γιάννη Γεωργόπουλο, αφού γνώριζαν από τα έγγραφα της αστυνομίας πως ήταν αριστερός: «Κατά τη διάρκεια της κατοχής μέναμε σε ένα σπίτι στο Μιντιλόγλι, κοντά στην Πάτρα.

Μία μέρα ήλθε ένας Ιταλός καραμπινιέρος και αναζητούσε τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έμαθε ότι τον αναζητούσαν και όταν τον είδε τον Ιταλό τού φώναξε και του είπε ότι αυτός είναι ο Γεωργόπουλος που έψαχνε. Στη συνέχεια του είπε να καθίσει και ζήτησε από τη μητέρα μου να του φτιάξει καφέ.

Φεύγοντας ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου να περάσει, όποτε μπορεί, από την ιταλική διοίκηση. Έπειτα από λίγες ημέρες ο πατέρας μου έμαθε ότι οι Ιταλοί είχαν συλλάβει έναν Γιάννη Γεωργόπουλο, επίσης δάσκαλο, και αμέσως κατάλαβε ότι είχαν συλλάβει λάθος άνθρωπο, γνωρίζοντας ότι ήθελαν να συλλάβουν τον ίδιο, λόγω των δημοκρατικών του πεποιθήσεων.

Πήρε, λοιπόν, τα απαραίτητα και πήγαμε μαζί μέχρι την ιταλική διοίκηση, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην Πάτρα. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από τις σκάλες ένας κρατούμενος και ο πατέρας μου κατάλαβε πως ήταν ο συνονόματός του. Απευθυνόμενος προς τον διερμηνέα, του λέει πως "λάθος άνθρωπο συλλάβατε, διότι εγώ είμαι αυτός που θέλετε".

Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον οδήγησαν στις φυλακές Μαργαρίτη, που βρίσκονταν στην οδό Λόντου, κοντά στο Κάστρο. Έπειτα από περίπου έναν χρόνο μετέφεραν τον πατέρα, μαζί με άλλους κρατούμενους, στην Ακροναυπλία, όπου έμειναν για μακρό χρονικό διάστημα.

Στην συνέχεια τούς μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, έξω από τη Λάρισα. Το 1943 έγινε σαμποτάζ κοντά στο Κούρνοβο, όπου ανατινάχθηκε μία σήραγγα τη στιγμή που περνούσε ένα τρένο γεμάτο Ιταλούς. Σε αντίποινα οι Ιταλοί πήραν 106 κρατούμενους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πατέρας μου και τους εκτέλεσαν».

Κλείνοντας την αφήγησή του, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος δίνει τη δική του ερμηνεία για τον ενθουσιασμό που επικρατούσε τις πρώτες ώρες από την έναρξη του πολέμου: «Είχε προηγηθεί ο τετραετής διωγμός των δημοκρατικών πολιτών από το καθεστώς του Μεταξά και ως εκ τούτου η 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η ημέρα που οι πολίτες απέκτησαν και πάλι ατομικές ελευθερίες.

Αυτοί, λοιπόν, που μέχρι χθες τούς κυνηγούσαν, τους έβαζαν φυλακή και τους έδερναν, πήραν όπλο στα χέρια τους και πήγαιναν γεμάτοι ενθουσιασμό να πολεμήσουν τους φασίστες».