Σοφία Βέμπο , ένα όνομα μια ιστορία. Σημείο αναφοράς για τον πόλεμο της 28 Οκτωβρίου 1940. Η παρουσία της έντονη μέσα από τα τραγούδια όπως επίσης και από την ενεργό δράση της. Μια Τραγουδίστρια και ηθοποιός που δεν έμοιαζε σε όλες τις άλλες.
της Παναγιώτας Καλογήρου
Ας πάρουμε όμως την ιστορία της από την αρχή. Γεννηθείσα το 1910 στην Καλλίπολη, το 1912 μετεγκαθίστανται μαζί με την οικογένεια της στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας , αναγκάζονται να επιστρέψουν τα 3 αδέλφια και οι γονείς της πίσω στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στο Βόλο.
Αγαπούσε την μουσική και γι αυτό τον λόγο με τα πρώτα της χρήματα αγόρασε μια κιθάρα. Πάνω σε εκείνη εξάσκησε τα πρωτόλεια της με την βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Αφετηρία για το ταξίδι της στο τραγούδι στάθηκε η συνάντηση της με τον αδελφό της που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη. Σαφέστερα στην διαδρομή προς Θεσσαλονίκη , είχε για συντροφιά της την κιθάρα της. Παίζοντας και ερμηνεύοντας κάποια κομμάτια κατάφερε να καταπλήξει το κοινό που χειροκροτούσε άλαλο το ανερχόμενο αστέρι. Εκεί την άκουσε και ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Βέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ.
Όπως και έγινε με την συγκατάθεση αδελφού και γονέων η Βέμπο έκανε τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα ,πράττοντας το αδύνατο για την εποχή... Σε μια εβδομάδα να έχει γίνει γνωστή σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Το όνομα της μαζί με κολακευτικά σχόλια για την φωνή της και το ταλέντο της έτρεχαν με ταχύτητα φωτός γι αυτό δεν άργησε να εισέλθει και στον χώρο του θεάτρου αφήνοντας για ακόμη μια φορά το κοινό με τις καλύτερες εντυπώσεις και επιβεβαιώνοντας με την υποκριτική της πως είναι μια γυναίκα θαύμα. («Προσφυγοπούλα»).
Μέχρι το 1940 είχαν ερμηνευτεί τεράστιες επιτυχίες όπως.("Μια γυναίκα πέρασε","Μαύρα μου μάτια","Μη ζητάς φιλιά","Για το φιλί σου το στερνό","Σ' αγαπώ","Ας πεθάνω","Αφήστε με να πιω" , "Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με" και το "Κάτι με τραβά κοντά σου" ,"Για μια Γυναίκα" και "Αντίο", "Πόσο λυπάμαι", " Στην ακρογιαλιά" και το "Χειμώνας κ.α.) ! Σε κάθε της εμφάνιση ξεσήκωνε το κοινό που διψασμένο ζητούσε να τραγουδάει παραπάνω από 1 φορά τα αγαπημένα του τραγούδια.
Το 1940 πέραν από γυναίκα θαύμα γίνεται και τραγουδίστρια- ηρωίδα ή αλλιώς "Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε. Μια χρονιά που η καλλιτεχνική της εξέλιξη , υπήρξε αλματώδης ερμήνευσε μια σειρά από επιτυχίες όπως («Το καινούργιο φεγγάρι», «Ψαροπούλα», «Στ' Λάρισ' βγαίν' ο αυγερινός») Παράλληλα συνέχιζε να εμφανίζεται σε παραστάσεις και επιθεωρήσεις.
Την 28η Οκτωβρίου και ώρα 10:00 ξαφνικά το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου με αναμετάδοση τραγουδιών της Σ. Βέμπο "παγώνει" , ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Όπως ήταν φυσικό τα δρώμενα της εποχής άλλαξαν και επηρέασαν εξολοκλήρου τα καλλιτεχνικά δεδομένα.
Πιο συγκεκριμένα Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο δίχως φόβο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Ένα απο τα κορυφαία τραγούδια της ήταν το«Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά»...
Το τραγούδι αυτό πέταξε στην Αλβανία, στα βουνά της Ηπείρου και αργότερα στο Ελ Αλαμέιν εμψυχώνοντας τα ελληνικά στρατεύματα. Ήταν το πρώτο τραγούδι της δόξας του ’40, το τραγούδι που έφερε έκρηξη στην καριέρα της Βέμπο.
Τα τραγούδια του μετώπου
Την ίδια εποχή, ο Γιώργος Οικονομίδης και ο Πωλ Μενεστρέλ, που υπηρετούσαν μαζί τη θητεία τους, έβαλαν ελληνικούς στίχους στη μελωδία του ιταλικού τραγουδιού «Reginella Campangola». Έτσι προέκυψε το θρυλικό «Κορόιδο Μουσολίνι» ή «Με το χαμόγελο στα χείλη». Αυτό το τραγούδι-σταθμός του ’40, που το ερμήνευσε η Βέμπο, αλλά και ο Νίκος Γούναρης, έγινε αμέσως πατριωτικός ύμνος.
«Κορόιδο Μουσολίνι, κανείς σας δεν θα μείνει εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα στο η γελοία τρέμετ’ όλοι το χακί»
Το 1941 η Βέμπο ερμήνευσε το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη μεγάλη προπολεμική επιτυχία του Θ. Σακελλαρίδη «Πλέκει η Βάσω τα προικιά της».
«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του μ’ όλα τα φτερά και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει βρε τον φουκαρά!»...
Η Ελλάδα γέλαγε με τις μεγαλόστομες απειλές του Ντούτσε, καθώς φανταζόταν ένα κοντόχοντρο γελοίο ανθρωπάκι να τριγυρνά μαδημένο και να ξεφουσκώνει σαν αποκριάτικο μπαλόνι. Αυτή η γελοιοποίηση του Ντούτσε αποδυνάμωνε τον τρόμο του πολέμου, γιγάντωνε το ηθικό του στρατού και έδινε κουράγιο....
Η βοήθειά της και η προσφορά της δεν σταματούν εκεί. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες. Οι πράξεις της την έβαλαν πολλές φορές σε κινδυνο τον οποίο και αψήφησε . Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν Ένα βράδυ, την ώρα που η Βέμπο επέστρεφε από τη βραδινή της παράσταση στο θέατρο, την πλησίασε ένας Ιταλός και τη χτύπησε δυνατά με μια σιδερένια γροθιά.
Παρόλο που η τραγουδίστρια τραυματίστηκε πολύ, δεν το έβαλε κάτω. Όταν την ενημέρωσαν με ανώνυμο μήνυμα ότι τη χτύπησαν για να την παραμορφώσουν και να μη μπορεί να εμφανιστεί στο θέατρο, εκείνη απάντησε «θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο». Τον Αύγουστο του 1941 η Βέμπο οδηγήθηκε στην Αστυνομία Αθηνών, όπου ο διευθυντής Άγγελος Έβερτ, την ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει και να εμφανιστεί στο θέατρο.
Η εντολή ήταν του Ιταλού συνταγματάρχη, Κ. Μεόλι και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η Διεύθυνσις Αστυνομίας παρακαλείται να καλέσει την καλλιτέχνιδα Βέμπο να παύση την δράσιν της εις το τραγούδι, εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος. Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής». Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και η απόφαση άλλαξε. Η Βέμπο επέστρεψε στο θέατρο και το τραγούδι με αυστηρούς όρους για το ρεπερτόριό της.
Η ζωή της όμως είχε αλλάξει. Βρισκόταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και οι έφοδοι στο σπίτι της έγιναν συχνές. Ιταλοί και Γερμανοί έμπαιναν μέσα και διέλυαν ότι έβρισκαν μπροστά τους για να την τρομοκρατήσουν. Αποκορύφωμα του κυνηγητού της από τις κατοχικές δυνάμεις, ήταν η σύλληψη και ο εγκλεισμός της στις φυλακές Αβέρωφ.... Συνεπώς τα δεδομένα άλλαξαν και αναγκάστηκε στην φυγή της από την χώρα μεταμφιεσμένη σε καλόγρια . Προορισμό της ήταν η Μέση Ανατολή . Δεν σταματάει όμως να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Ο αγώνας της δεν είχε σύνορα.
Το 1949 κατάφερε να δημιουργήσει την δικιά της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το "Θέατρον Βέμπο". Φυσικά στην ζωή της υπήρξε και ένας γάμος έπειτα από την μακροχρόνια σχέση της με το Μίμη Τραϊφόρο. Παντρεύτηκαν το 1957, και δεν χώρισαν ποτέ. Μόνο ο θάνατος τους χώρισε όταν η Σοφία Βέμπο άφησε την τελευταία της πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978.
Η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο, ενώ πλήθος κόσμου έσπευσε για να πει το τελευταίο αντίο στην ηρωίδα του.
Μια γυναίκα που δεν φοβήθηκε ποτέ τον πόλεμο, έβαλε την μελωδική φωνή της και έκανε τα τραγούδια της συνθήματα στα χείλη των μαχόμενων. Τα μετέτρεψε στην συντροφιά του στρατιώτη που πάλευε για την ελευθερία την ώρα του πολέμου. Έδωσε κουράγιο και δύναμη με νότες, και φανέρωσε πως μια γυναίκα ακόμη και εκείνη την εποχή είχε την δύναμη να στηρίξει με τον τρόπο της τον πόλεμο. Θα αποτελούσε παράλειψη όμως να σταθούμε μόνο στην συνεισφορά της την 28η Οκτωβρίου, αφού η Σοφία Βέμπο έχει προσυπογράψει με μια ακόμη πράξη της πως ο φόβος ή η δειλία δεν την χαρακτήριζαν εφόσον στα επεισόδια του πολυτεχνείου ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της...
Η Σοφία Βέμπο έζησε, πάλεψε, δικαιώθηκε, αγάπησε και έφυγε μένοντας στις καρδιές των ανθρώπων ως η ηρωίδα.
Ένα ανήσυχό πνεύμα που ηρέμισε μόνο στον θάνατο της.