Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024 -

Ματθαίος Μονσελάς: Εγκλημα ανθρωποκτονίας με συναίνεση



Για ποιό λόγο, άραγε ένας άντρας πυροβολεί τρεις φορές μια γυναίκα σε ερημική περιοχή της Αττικής και την σκοτώνει; Ζήλεια, μίσος, χρήματα, θα υπέθετε κάποιος, αφού αυτά είναι τα συνήθη κίνητρα.

Η συγκριμένη, όμως, αναφορά έχει αντικείμενο μια ασυνήθιστη περίπτωση:

Ανθρωποκτονία με συναίνεση, ιδωμένη με την ευρύτερη έννοια και εκτός του στενού πλαισίου που θέτει ο Ποινικός μας Κώδικας.

Ας δούμε, όμως, εκτενέστερα τα πραγματικά περιστατικά πηγαίνοντας πίσω στο 1994.

Η 40χρονη Γιόλα Βαγενά, οδοντίατρος, παντρεμένη με τον γιατρό Παναγιώτη Κοντέση, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα γάμου. Έπειτα από 20 χρόνια σχέσης, ο σύζυγός της έχει ερωμένη κι όλη αυτή η κατάσταση έχει άμεσο κι έντονο αντίκτυπο στον ψυχικό της κόσμο, που την οδηγεί σε συχνές επισκέψεις σε ψυχίατρο. Εκείνος της συστήνει ειδική φαρμακευτική αγωγή, που όμως - προϊόντος του χρόνου - δεν φαίνεται να αποδίδει, αφού η τάση της προς αυτοκτονία, όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή. Συχνά έλεγε στην αδελφή της αν την αγαπάει να την ρίξει από την ταράτσα.

Ο 40χρονος Ματθαίος Μονσελάς είναι υπάλληλος σε χώρο στάθμευσης - οι γνωστοί του τον χαρακτηρίζουν καλό και ευαίσθητο άνθρωπο. Γνωρίζει την Βαγενά, επειδή εκείνη αφήνει καθημερινά το αυτοκίνητό της εκεί και έχουν μια τυπική σχέση για τρία χρόνια, η οποία τον τέταρτο χρόνο (περίοδος κατά την οποία η Βαγενά αντιμετωπίζει τα προβλήματα) γίνεται πιο στενή. 

Με πρόφαση τα χαλασμένα δόντια του, κανονίζουν μια συνάντηση στο ιατρείο της, όπου απλά συζητούν, η συνάντηση επαναλαμβάνεται την επόμενη εβδομάδα, χωρίς ιατρικές εργασίες και πάλι, έπειτα καθιερώνεται η εβδομαδιαία συνάντηση, με κύριο αντικείμενο συζήτησης τα προβλήματα της Βαγενά.

Αργότερα η επαφή γίνεται συχνότερη και τελικά δυο μήνες μετά ο Μονσελάς επισκέπτεται το ιατρείο της κάθε μέρα και μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες της κατάστασης, στην οποία βρίσκεται η Βαγενά, συμπεριλαμβανομένης της σφοδρής επιθυμίας της να δώσει τέλος στη ζωή της. Εκείνος αρχίζει και κουράζεται, δεν έχει ερωτικές βλέψεις για αυτήν, θεωρώντας ούτως ή άλλως ότι μεταξύ τους υπάρχει κοινωνικο-οικονομικό χάσμα, παρόλα αυτά θεωρεί πως μπορεί ακούγοντάς την να συμβάλλει στην εκτόνωση της επιθυμίας της να πεθάνει.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος ο σύζυγός της δεν κάνει το παραμικρό για να τη βοηθήσει και η ρήξη τους είναι μεγαλύτερη από ποτέ και μοιάζει οριστική. Τότε εγκαταλείπεται το οδοντιατρείο ως χώρος συνάντησης και καθιερώνονται κοντινές βόλτες με το αυτοκίνητο. Για εκείνη οι βόλτες αποτελούσαν πρόβα θανάτου, για εκείνον ευκαιρίες για να την επαναφέρει και να την βοηθήσει να συνέλθει, έστω και τρομάζοντάς την ότι τελικά θα τη σκοτώσει.

Κομβικό σημείο στη σχέση τους η παρουσίαση ενός όπλου από εκείνη, που υποστήριξε ότι το πήρε από το δικηγόρο της (κάτι που δεν αποδείχθηκε) και το προόριζε για την αυτοκτονία της. Ο Μονσελάς της αφαίρεσε το όπλο, προκειμένου να την εμποδίσει να πραγματοποιήσει το σκοπό της.

Η πίεση που ασκούσε σε αυτόν για να την σκοτώσει ή αλλιώς να τη βοηθήσει να αυτοκτονήσει μέσω εκείνου ήταν τεράστια, επαναλαμβανόμενη σε καθημερινή βάση και ιδιαίτερα επίμονη.
Την 11/1/94 η βόλτα τους έφτασε μέχρι ένα απόμερο σημείο της Βραυρώνας στο Μαρκόπουλο Αττικής. Βγήκαν κι οι δύο έξω από το αυτοκίνητο και ο Μονσελάς έφερε μαζί του το όπλο. Εκείνη τον παρακαλούσε να ολοκληρώσει το σχέδιό της και να την σκοτώσει. Ο δράστης πυροβόλησε πρώτη φορά εκτός στόχου, για να την εκφοβίσει. Η Βαγενά φορούσε ωτοασπίδες και δεν αντέδρασε. Σε απόσταση 200 μέτρων φώναξε «Τώρα πυροβόλα!» κι εκείνος υπάκουσε και επανέλαβε άλλες δυο φορές.
Ο ίδιος ο δράστης αργότερα υποστήριξε στον Τύπο:
«Ξέρω ότι την έχω σκοτώσει, αλλά δεν έχω ζήσει την δολοφονία. Ενώ είμαι ένοχος, το ξέρω, δεν έχω νιώσει την πράξη. Δεν έχει δώσει ο εγκέφαλός μου την κίνηση για να πατήσω την σκανδάλη. Θεωρώ βλάκα τον εαυτό μου, γιατί ασχολιόμουν με τον άλλο άνθρωπο αντί να κοιτάξω τον εαυτό μου».

Η εισαγγελέας του Μικτού Κακουργιοδικείου των Αθηνών Ευσταθία Σπυροπούλου στην αγόρευσή της ανέφερε:

«Η Γιόλα Βαγενά, δραστήρια και καταξιωμένη επιστήμων, γεμάτη ζωή και ζωντάνια, ανακάλυψε ότι αυτός που αγαπούσε διατηρούσε σχέσεις με κάποια νοσηλεύτρια. Αυτό τη φόρτισε ψυχικά, την τραυμάτισε και από κει και πέρα είχε ψυχολογικά προβλήματα. Παρά τις προσπάθειές της να διακόψει ο σύζυγός της, εκείνος την αγνόησε και αυτή άρχισε να καταρρέει ψυχικά, να δείχνει σημεία κατάθλιψης. Ο σύζυγός της, μολονότι γιατρός και μόλο που είχαν ζήσει μαζί 20 χρόνια, δεν είχε καταλάβει την ψυχική της κατάσταση και μάλιστα τα Χριστούγεννα, μέρα οικογενειακής γιορτής, την πέταξε από το σπίτι. Δεν τη βοήθησε ούτε και όταν του είπε ότι θα αυτοκτονήσει. Της απάντησε "αυτό είναι επιλογή σου". Τα λόγια αυτά ήταν η χαριστική βολή.

Η Βαγενά αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιους ανθρώπους. Ανταπόκριση είχε από τον κατηγορούμενο. Αυτός, αντί να της δώσει κουράγιο, προσφέρθηκε να δώσει τέρμα στη ζωή της". Αναφερόμενη στον Μονσελά, η εισαγγελέας συνέχισε: "Πώς θα την απέτρεπε από την ιδέα του θανάτου, όπως μας είπε εδώ, όταν την οδηγούσε σε μέρη ερημικά και σκοτεινά; Πώς προσπαθούσε να την αποτρέψει με εικονικές εκτελέσεις;

Έχουμε έναν κατηγορούμενο που διέπραξε ένα στυγνό έγκλημα, του οποίου το μυστικό πήρε μαζί του το θύμα και δεν ξέρουμε αν κι εκείνο το βράδυ του ζήτησε να τη σκοτώσει. Υπήρξε μεθόδευση από πλευράς του να εξαφανίσει τα ίχνη που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του.

Ενήργησε συνειδητά και με πλήρη διαύγεια. Φρονώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής επιρροή του θύματος, ζητώ όμως να κηρυχτεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο με μόνο ελαφρυντικό αυτό του πρότερου έντιμου βίου. Τυχόν εφαρμογή του άρθρου 300 θα προκαλέσει νομικό άλλοθι για το μέλλον και θα υπάρχει πάντοτε ένας Μονσελάς που θα μας λέει ότι θανατώνει επειδή πιστεύει ότι το θύμα πάσχει από ανίατη ασθένεια. Αν δεν υπήρχε το χέρι του Μονσελά, που τόσο αλόγιστα και ελαφρά έκοψε το νήμα της ζωής της, η Γιόλα Βαγενά θα ήταν ζωντανή και θα είχε βρει λύση στο πρόβλημά της".

 

Το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, δεν δέχτηκε την εφαρμογή, ούτε της διάταξης του άρθρου 300 ΠΚ που αναφέρει ότι "όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι΄ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με φυλάκιση", ούτε και του 301 Π.Κ. ούτε ακόμη του άρθρου 30 Π.Κ. περί πραγματικής πλάνης, όπως επίμονα ζητήθηκε από την υπεράσπιση, αλλά δέχθηκε ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία κι οπλοχρησία κι επέβαλλε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 9 μηνών με πλειοψηφία 4-3.

Για ευθανασία δεν μπορούσε να γίνει καν λόγος, αφού δεν υπήρχε και δεν υπάρχει στη χώρα μας τέτοια νομοθετική πρόβλεψη. Η απόφαση, όμως υπήρξε ιδιαίτερα επιεικής, δηλ. τα ελάχιστα περίπου προβλεπόμενα όρια μετά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο σχετικής ελαφρυντικής περίστασης.

Αξιοπρόσεκτο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ίδιας της απόφασης, δύο λαϊκοί δικαστές, δηλ. σοβαρή μειοψηφία, έκριναν και εψήφισαν, ότι υφίσταται ανθρωποκτονία από συναίνεση (άρθρο 300 Π.Κ) δηλ. πλημμέλημα, που η ποινή θα μπορούσε να φθάσει μέχρι τα κατώτατα όρια.

Ο ίδιος ο δράστης χαρακτήρισε "πολύ σωστή" την ποινή που του επιβλήθηκε, παρόλα αυτά ασκήθηκε έφεση και σε δεύτερο βαθμό, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε και πάλι ένοχο τον Ματθαίο Μονσελά για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Τον καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών και 6 μηνών, μειωμένη κατά τρεις μήνες από την πρωτόδικη απόφαση, ενώ του αναγνώρισε το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου.
Όσον αφορά στις τοποθετήσεις διαφόρων ειδικών επιστημόνων επί του θέματος, ο κοινός παρονομαστής ήταν η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης και η μοναδικότητά της στα χρονικά, αλλά και η ηθική διάστασή της.

Σύμφωνα με τον καθηγητή εγκληματολογίας, Γιάννη Πανούση,
"Από εγκληματολογική άποψη το ερώτημα από την πρώτη στιγμή ήταν αν ο Μονσελάς διέπραξε μια μορφή ανθρωποκτονίας ή αν "συμμετείχε", αν τη βοήθησε στην αυτοκτονία πυροβολώντας την ως προέκταση του χεριού της",
"Θα αποτελούσε σημαντική τομή αν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 301 του Π.Κ., αλλά στην υπόθεση αυτή έχουμε κάτι περισσότερο από ‘τη βοήθεια σε αυτοκτονία" που αναφέρει η διάταξη. Μπορεί η Βαγενά να ήταν εκείνη που βρήκε το όπλο, αυτή που του το έδωσε, αυτή που τον έβαλε στην όλη ατμόσφαιρα θανάτου, αυτή που τον έφτασε ως εκεί, όμως ο Μονσελάς πυροβόλησε. Ενώ ψυχολογικά και ηθικά πιο πολύ είδα την υπόθεση σαν αυτοκτονία μέσω τρίτου, ποινικά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διακριθεί και να τεκμηριωθεί. Το γράμμα του νόμου δεν βοηθά".

«Κατά την κρατούσα άποψη το ατιμώρητο της αυτοκτονίας δεν σημαίνει πως το άτομο δικαιούται να διαθέσει τη ζωή του κατά τρόπο που να νομιμοποιεί την ανθρωποκτόνο πράξη ενός άλλου. Άρα οφείλουμε να μελετήσουμε το μέγεθος της ποινικής ευθύνης του τρίτου, μελετώντας τη σχέση θύτη-θύματος που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι περίπλοκες.

Το κριτήριο πάντως, κατά τη γνώμη μου, είναι το ποιος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία. Ο δράστης ήταν ένας υπάλληλος πάρκινγκ, δεν ήθελε να σκοτώσει κανένα, δεν είχε καμιά προηγούμενη επαφή με το θύμα, δεν είχε ΄ανθρωποκτόνο διάθεση΄ -την πυροβόλησε με κλειστά μάτια, από ένα μέτρο απόσταση την έπληξε λοξά και χαμηλά και όχι στο κεφάλι.

Συνεπώς, κίνητρο δεν είχε, βούληση ανθρωποκτόνο δεν είχε, την ίδια δεν την ήξερε πριν τον προσεγγίσει, ποιος λοιπόν πήρε την πρωτοβουλία σ΄ αυτή τη σχέση και στην όλη κλιμάκωση αυτού που ονομάζω ΄ατμόσφαιρα θανάτου; Την πρωτοβουλία την είχε η Βαγενά. θα μπορούσαμε να πούμε ότι και οι δύο υπήρξαν θύματα και δράστες».

Κατά τη γνώμη της κοινωνιολόγου – ψυχολόγου Χριστίνας Αντωνοπούλου, η προσωπικότητα του Μονσελά μέσα από το ιστορικό της κοινωνικοποίησής του, χαρακτηρίζεται από ευπιστία, αδυναμία χαρακτήρα, εύκολη υποταγή και συμμόρφωση στις απόψεις και τη βούληση ατόμων με αυξημένο κύρος…και συνιστούν τον πιο ακατάλληλο άνθρωπο που θα μπορούσε να βοηθήσει την Γιόλα Βαγενά να ζει.

Στα χρόνια του εγκλεισμού του ο Μονσελάς πέρασε από διάφορες φυλακές κι έγραψε περισσότερες από 1.500 σελίδες για τη ζωή του γενικά, αλλά και για την περιβόητη υπόθεσή του ειδικότερα. Σύμφωνα με λόγια του ίδιου, τα φύλλα δεν ήταν αριθμημένα, το κείμενο ξεκινούσε από κάτω προς τα πάνω κι όλα ήταν γραμμένα σε λευκό χαρτί με λευκό μαρκαδόρο. Τα περισσότερα από αυτά, σχεδόν όλα για την ακρίβεια, τα πέταξε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια μιας ολιγοήμερης άδειας.
Το 1998 συμπληρώθηκαν τα 3/5 της ποινής του και σύμφωνα με τον νόμο είχε δικαίωμα να αιτηθεί υφ’ όρον απόλυση.

Ο ίδιος τότε έλεγε:

«Δεν θεωρώ ότι έχω πληρώσει για ό,τι έκανα. Για ένα θάνατο, για μια αφαίρεση ζωής, το αρκετά είναι μηδαμινό. Απλά ήρθε η ώρα να αποφυλακιστώ, σύμφωνα με το νόμο. Με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, που φαίνεται ότι δεν αποδέχεται η κοινωνία. Εγώ, πάντως, πιστεύω ότι είμαι επανεντάξιμος». Όσο για τις μνήμες που ξυπνάνε μέσα του αναφορικά με την νύχτα του συμβάντος: «Ακόμη και τώρα, σε ένα ποσοστό 90% δεν ξέρω τι συνέβη. Δεν είχα πλήρη συνείδηση, ήμουν κουρασμένος, σε κατάσταση ψυχικής υποβολής. Το μόνο που θυμάμαι είναι αχνά ένας πυροβολισμός. Και όμως, βρέθηκαν τρεις κάλυκες!». Όσο για την μεταστροφή της νοοτροπίας του: «Δεν υπάρχει περίπτωση να ενδιαφερθώ πλέον για κανένα. Θα κοιτάξω αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό μου. Δυστυχώς, αυτή είναι τώρα η νέα κοινωνικότητα…Εάν μου ξαναμιλούσε τώρα η Βαγενά για τα προβλήματά της, δεν θα την άκουγα!».

Τελικά ο Ματθαίος Μονσελάς ζει σήμερα ελεύθερος, έπειτα από την αποφυλάκισή του την 30/12/1998 με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά. Βγαίνοντας από την κεντρική πύλη της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού αντίκρυσε έκπληκτος δημοσιογράφους που τον περίμεναν για δηλώσεις και φωτογραφίες και έφυγε τρέχοντας διασχίζοντας το δρόμο ανάμεσα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα…

Η περίπτωση Μονσελά είναι εξαιρετικά σπάνια τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή εγκληματολογικά χρονικά. Πολλές θεωρητικές συζητήσεις και αναζητήσεις του ποινικού δικαίου βρήκαν ζωντανό παράδειγμα. Επρόκειτο για ανθρωποκτονία με πρόθεση; Ανθρωποκτονία με συναίνεση; Υπήρξε πραγματική πλάνη; Ακόμα και το δικαστήριο που κλήθηκε να κρίνει παρουσίασε μειοψηφία στην απόφασή του.
Αλλά κι εκτός του σκληρού πυρήνα της ποινικής θεωρίας, οι διχογνωμίες για το κατά πόσο επρόκειτο περί (με την ευρεία έννοια) ευθανασίας αν και αχνές πλέον, δεν έχουν σβήσει ακόμα…