Το ΔΝΤ συνεχίζει την σταθερά άκαμπτη και σκληρή στάση του προς την Ελλάδα ,με την διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ, να επισημαίνει προκλητικά πως ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας παραμένει υψηλός.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί να μην θιγούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και ειδικότερα εκείνες που αφορούν στον κατώτατο μισθό, ο οποίος, όπως επισημαίνει, είναι υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε σχέση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Ακόμη, το Ταμείο τάσσεται υπέρ νομοθετικών αλλαγών, προκειμένου να εναρμονιστεί το πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ.
Το ΔΝΤ ζητά ακόμη να προχωρήσει το άνοιγμα των «κλειστών επαγγελμάτων» με προτεραιότητα σε κρίσιμα επαγγέλματα όπως οι μηχανικοί, οι δικηγόροι και οι φορτοεκφορτωτές.
Στην ίδια βάση, ζητά να εφαρμοστούν οι συστάσεις του ΟΟΣΑ για τη μείωση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό στους τομείς του χονδρικού εμπορίου, των κατασκευών και του ηλεκτρονικού εμπορίου, ενώ τάσσεται υπέρ της αναμόρφωσης του συστήματος αδειοδότησης στους κλάδους τροφίμων και ποτών, καθώς και στον τουρισμό.
Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις συστάσεις του ΟΟΣΑ με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε βασικούς τομείς (π.χ., μεταφορές, τουριστικά ενοίκια, γάλα, αρτοποιεία, φαρμακεία, προϊόντα πετρελαίου κ.ά.) και προχωρεί στο άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων (συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές) και στην απελευθέρωση της αγοράς για τις τουριστικές ενοικιάσεις.
Το Ταμείο θεωρεί ότι οι δημογραφικές εξελίξεις και δη η γήρανση του πληθυσμού αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη επηρεάζοντας ταυτόχρονα αρνητικά το δημόσιο χρέος. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, οι χώρες που αναμένεται να πληγούν περισσότερο από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Ιρλανδία, όπου η μέση αύξηση του μεριδίου των παλαιών εργαζομένων στο συνολικό εργατικό δυναμικό θα είναι περίπου 10% μεταξύ 2020 και 2035.
Ειδική αναφορά γίνεται στο έλλειμμα επενδύσεων στην Ελλάδα, μετά τη δραματική μείωσή τους κατά 20% στη διάρκεια της κρίσης. Όπως σημειώνει, οι εταιρικές επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν μετά την κρίση και παρέμειναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΔΝΤ, οι ακαθάριστες πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ υποχώρησαν σχεδόν 15% κατά τη διάρκεια της κρίσης, ΑΕΠ.
Παράλληλα, οι αναλυτές του διεθνούς οργανισμού εντάσσουν την Ελλάδα μαζί με την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία στις χώρες οπού τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θέτουν προκλήσεις για τις τράπεζες και τις οικονομίες. Ωστόσο, δεν παραλείπει να αναφέρει πως οι μεγάλες τράπεζες στη Γαλλία και τη Γερμανία αντιμετωπίζουν και αυτές προκλήσεις από την υψηλή μόχλευση.
«Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ευρώπη αγωνίζεται να προσαρμοστεί στη παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης» συνοψίζει η έκθεση.