Να κριθεί ένοχος χωρίς ελαφρυντικό ο 58χρόνος κατηγορούμενος για τη δολοφονία της εφοριακού Δώρας Ζέμπερη, ζήτησε πριν από λίγο η εισαγγελέας του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας κ. Μίνα Σωτηροπούλου.
Η εισαγγελέας απέρριψε τον ισχυρισμό του 58χρόνου πως ένας Αθηναίος δικηγόρος και ένα ακόμα πρόσωπο με το ψευδώνυμο Χάρης ήταν εκείνοι από τους οποίους πήρε την εντολή να βγάλει για 3-4 μήνες εκτός υπηρεσίας η άτυχη εφοριακό.
Μεταξύ άλλων χαρακτήρισε αξιόλογη την Δώρα Ζέμπερη για την κοινωνία και την οικογένειά της , η οποία αντί να χαίρεται την ηλικία ξεχρέωνε χρέη από τζόγο. «Είχε πολλά φορτία στην πλάτη της», όπως είπε η εισαγγελέας «καθώς είχε πικρία από την οικογένεια. Δεν φρόντισε και ο πατέρας να την προστατεύσει».
«Είχε πολλές πηγές κινδύνου η Ζέμπερη. Δεύτερη πηγή κινδύνου ήταν το επάγγελμα της. Είχε περαιώσει 230 υποθέσεις. Η Δώρα είχε διαισθανθεί τον κίνδυνο και γι’ αυτό είχε αφήσει 500 ευρώ μέσα σε νέα βιβλίο και τα pin των καρτών της. Μια νέα κοπέλα αντί να είναι ερωτευμένη και να διασκεδάζει πήγαινε στο νεκροταφείο. Η Δώρα μάλλον είχε απογοητευτεί από τον κόσμο των ζωντανών και πλησίαζε τον κόσμο των νεκρών, το μοναδικό της καταφύγιο. Και αυτό ενόχλησε… τον κατηγορούμενο. Ανάλωσε τη ζωή του στα ναρκωτικά και στις κλοπές».
Οι αντιφάσεις του πολλές , παρατήρησε αναγορεύοντας η εισαγγελέας αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιος άλλος να συνέταξε τα υπομνήματα με τα οποία άλλαξε την αρχική του ομολογία. «Τα σημεία που επλήγη η Δώρα δεν ήταν τυχαία», κατά την εισαγγελέα. «Ήταν πολλά. Ήταν μοιραία. Η οικογένεια δεν θα πάρει ποτέ απάντηση γιατί έφυγε αυτό το κορίτσι».
Κλείνοντας την αγόρευσή της στηλίτευσε το γεγονός ότι χάρη στο νόμο αποφυλακίστηκε πριν να είναι έτοιμος να επαναενταχθεί. «Δεν ήταν έτοιμος να αποφυλακιστεί. Αυτό ήταν το μεγάλο έγκλημα της πολιτείας. Τρεις – τέσσερις μήνες μετά έκανε έγκλημα. Την παρακολουθούσε ένα μήνα. Χάλασε τη ζωή του, τη ζωή μιας κοπέλας και της οικογένειας. Αν βρει το δρόμο για την αλήθεια ας κοιτάξει τον Θεό και ας την πει».
Από την πλευρά του ο 58χρονος αρνήθηκε ότι σκότωσε τη Δώρα και έδωσε μία νέα εκδοχή, βάζοντας στο κάδρο γνωστό δικηγόρο, ισχυριζόμενος ότι η συμφωνία ήταν να την τραυματίσει ώστε να μείνει εκτός υπηρεσίας για 3 – 4 μήνες.
Περιγράφοντας τη σκηνή στο νεκροταφείο είπε: «Έβγαλα το μαχαίρι. Έβαλα δύναμη, την έκοψα στο χέρι, την τραυμάτισα και στο πρόσωπο. Τραβώντας την τσάντα στη διάρκεια της πάλης, η κοπέλα έπεσε πάνω μου. Ακούμπησε το κούτελο της, γυρνά με κοιτά σηκώνεται και φεύγει. Έφυγα κι εγώ μετά την άκουσα να φωνάζει, «αστυνομία», «βοήθεια». Από την τσάντα πήρα το κινητό και 5 ευρώ. . Πέταξα το μαχαίρι και την μπλούζα και πήγα στο μαγαζί του Πακιστανού που μου είχαν υποδείξει να αφήσω το κινητό. Μου έδωσε 20 ευρώ, πήρα ηρωίνη και γύρισα σπίτι».
Πρόεδρος: «Είναι πολλαπλά τα χτυπήματα».
Κατηγορούμενος: «Το άκουσα από την τηλεόραση. Ήθελαν να την καθαρίσουν και να χρεώσουν σε μένα το έγκλημα. Έφυγε από μένα περπατώντας. Δεν έκανα εγώ τη μαχαίρια στην καρδιά. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αρχικά ομολόγησε τη δολοφονική πράξη προκειμένου να προστατέψει την κόρη του και να μην πάθει κακό. Η αποστροφή του αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του πατέρα της Δώρας, ο οποίος φώναξε : «Εσύ ήθελες να προστατέψει την κόρη σου, αλλά σκότωσες το δικό μου παιδί».