Η Τουρκία του Ερντογάν εκμετελλεύεται στο έπακρο την πολιτική υποχώρησης και κατευνασμού της ελληνικής κυβέρνησης και απαιτεί να γίνουν αλλαγές στην συνθήκη της Λωζάνης, ώστε σαν αντάλλαγμα να ανοίξει την Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Τούρκος πρόεδρος έχει τρεις απαιτήσεις:
Θέλει να κατασκευαστεί τζαμί με μιναρέ στην Αθήνα ώστε η πρωτεύουσα της Ελλάδας να φαίνεται οτι είναι και μουσουλμανική πόλη αλλά και για να ακούνε οι μοτσουλμάνοι κάτοικοί της το κάλεσμα του ιμάμη.
Ζήτησε επιπλέον να μετονομαστεί η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης σε τουρκική, παραβιάζοντας την Συνθήκη της Λωζάνης με μια τέτοια αλλαγή. Η Τουρκία θέλει η θρησκευτική μειονότητα να χαρακτηρίζεται εθνική μειονότητα ώστε να ολοκληρώσει τα σχέδια της για την Θράκη και να την αποκόψει από το ελληνικό κράτος.
Ο Τούρκος πρόεδρος ζήτησε ακόμη, να ανοίξει ιερατική σχολή για ιμάμηδες. Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως η Άγκυρα έχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αλλοίωσης του πληθυσμού και της θρησκευτικής σύστασης της Ελλάδας.
Είναι ένας ακόμη τρόπος για να «δορυφοροποιηθεί» η Ελλάδα σε λίγες δεκαετίες και να αποτελέσει ουσιαστικά ένα πιόνι στα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας.
Κι όλα αυτά με αντάλλαγμα το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που συμβολικά για το Φανάρι έχει την σημασία του αλλά εθνικά πλέον όχι καθώς δεν υπάρχει μεγάλη και ευημερούσα ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη, αφού οι Τούρκοι φρόντισαν να την «εξαφανίσουν» με τους απανωτούς διωγμούς του 1945, 1955, 1963 και του 1974.
Αναφέρουμε εδώ πως η Θεολογική Σχολή της Χάλκης έκλεισε το 1971 από την τουρκική κυβέρνηση βάσει νόμου, ο οποίος απαγόρευσε τη λειτουργία ιδιωτικών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Τώρα την χρησιμοποιούν οι Τούρκοι ως διαπραγματευτικό χαρτί για να αλλάξουν την Συνθήκη της Λωζάνης.
Καύχημα για τη Θεολογική Σχολή, αποτελεί η πλούσια βιβλιοθήκη της, η οποία είναι η 2η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη έπειτα από εκείνη που βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η ιστορία της φθάνει στους βυζαντινούς χρόνους, στον Θεόδωρο Στουδίτη, τον Πατριάρχη Μέγα Φώτιο και την Αικατερίνη την Κομνηνή. Εμπνευστής και (πιθανώς) θεμελιωτής της ήταν ο Πατριάρχης Μητροφάνης Γ’ (1565-1572, 1579-1580), ο οποίος της δώρισε βιβλία και 300 σπάνια χειρόγραφα, πολλά από τα οποία σώζονται σήμερα στο Φανάρι.
Ωστόσο, κύριος δωρητής υπήρξε πάντοτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο που ανήκει η βιβλιοθήκη. Στο υπόγειο της βόρειας πλευράς του μοναστηριού φυλάσσονται οι 120.000 τόμοι της, κυρίως βιβλία του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και παλαίτυπα του 16ου αιώνα.
Πατριάρχες, μητροπολίτες, σχολάρχες και καθηγητές της Θεολογικής Σχολής, ηγούμενοι, αλλά και λαϊκοί κληροδοτούσαν κατά παράδοση την προσωπική βιβλιοθήκη τους στη βιβλιοθήκη της Θεολογικής Σχολής. Δεν είναι, λοιπόν, μια τυχαία βιβλιοθήκη, αλλά μια βιβλιοθήκη που ζούσε και αφουγκραζόταν όλη την ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανά τους αιώνες.
Πολύτιμος θησαυρός είναι και το ξενόγλωσσο υλικό της κι αυτό γιατί οι δωρητές της Σχολής της Χάλκης, ανάλογα με τις σπουδές τους, τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους και τις χώρες όπου σπούδασαν, κληροδότησαν στη βιβλιοθήκη τόμους σε πάμπολλα γνωστικά αντικείμενα και γλώσσες.
Κυριαρχούν βιβλία εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας, αλλά και έργα φιλοσοφίας, νομικής και ρητορικής, αρχαιολογίας, γεωγραφίας, μουσικής και λογοτεχνίας.
Σπάνια είναι η συλλογή σλαβόφωνων έργων της. Η ψηφιοποίηση του υλικού είναι άλλη μία από τις δραστηριότητες της βιβλιοθήκης, η οποία ξεκίνησε το 2013.
Κανείς δεν αμφισβητεί την μέγιστη πνευματική και ιστορική αξία της Σχολής, αλλά το άνοιγμα της πρέπει να γίνει χωρίς ανταλλάγματα και εκβιασμούς μόνο και μόνο γιατί η Τουρκία οφείλει να το κάνει σεβόμενη τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτιστικές κληρονομιές.
Άλλωστε η Θεολογική Σχολή της Χάλκης δεν είναι μόνο πνευματικός «φάρος» για τον Ελληνισμό αλλά για όλο τον πλανήτη και συνεπώς η Άγκυρα θα έπρεπε να έχει υποχρεωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο να προχωρήσει στην επαναλειτουργία της εδώ και πολλά χρόνια.
Όλα τα υπόλοιπα δεν έπρεπε να υπάρχουν ούτε στην «σφαίρα» της φαντασίας πόσο μάλλον να έχουν το θράσος οι Τούρκοι να τα εκφράζουν ως απαιτήσεις.
Για να τολμούν να απαιτούν τέτοια πράγματα πάει να πει ότι έχουν πάρει το θάρρος να το κάνουν κι αυτό είναι πολύ ανησυχητικό γιατί κανείς δε γνωρίζει ποια είναι η μυστική διπλωματία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.