Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024 -

Η ημέρα που κλαίει η... Μπέτυ και ο ΣΥΡΙΖΑ: Ενα δημοψήφισμα που οι εμπνευστές του θέλουν να ξεχάσουν



Δεν ξέρουμε εάν και αυτή τη χρονιά η κ. Περιστέρα Μπαζιάνα θα κλάψει και πάλι από νεύρα και από οργή στην επέτειο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, ή εάν θα είναι πιο μετρημένη ακολουθώντας το δρόμο του συντρόφου της Αλέξη Τσίπρα που σε πρόσφατη συνέντευξή του υπαινίχτηκε ότι πλέον αναγνωρίζει ότι το 2015 θα μπορούσε να κινηθεί και με τρόπο διαφορετικό από τότε.

Όμως, λίγες φάσεις στη νεότερη ιστορία της χώρας συμπύκνωσαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τόσες εναλλαγές και συγκρούσεις όσο οι μέρες λίγο πριν και λίγο μετά το δημοψήφισμα.

Υπενθυμίζουμε ότι το δημοψήφισμα ήρθε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων για την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε το πρόγραμμα που της προτάθηκε, θεωρώντας ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά.

Την ίδια στιγμή η κατάσταση με τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών είχε φτάσει σε ιδιαίτερα κρίσιμο επίπεδο, με ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας μείζονος κρίσης ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, σε μια συνθήκη που άρχιζε να θυμίσει την κυπριακή κρίση του 2013.

Ελιγμός

Εξαρχής η ελληνική κυβέρνηση είδε το δημοψήφισμα ως έναν διαπραγματευτικό ελιγμό. Η ιδέα ενός δημοψηφίσματος που θα «ενίσχυε» την ελληνική θέση στη διαπραγμάτευση με την Τρόικα είχε ακουστεί ήδη από την άνοιξη του 2015. Ουδέποτε σε επίπεδο ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίστηκε ως διαδικασία που θα έθετε σε διακύβευση τη συνολική σχέση της Ελλάδας με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Η σκέψη ήταν απλή: ένα δημοψήφισμα θα «ανάγκαζε» ιδίως τους Ευρωπαίους να καταλάβουν ότι δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να ασκούν τέτοια διαλυτική πίεση σε μια χώρα μέλος της.

Είναι δε χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχε η ελληνική πλευρά για τη διαπραγμάτευση ότι ουδέποτε εξετάστηκαν πιο ριζικά μέτρα άσκησης πίεσης, όπως για παράδειγμα η άρνηση αποπληρωμής του ελληνικού χρέους ακόμη και με τον επιλεκτικό τρόπο που είχε προτείνει ο Γιάνης Βαρουφάκης.

Ωστόσο, το ίδιο το δημοψήφισμα αντικειμενικά δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως μία επικοινωνιακή και μόνο τακτική. Έτσι παρότι τυπικά το ερώτημα του δημοψηφίσματος αφορούσε την έγκριση ή απόρριψη του πακέτου μέτρων που είχε προτείνει η Τρόικα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό έγινε αντιληπτό ως ένα δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ως ένα ναι ή όχι στο ευρώ.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την τεράστια πόλωση που αναπτύχθηκε εκείνες τις ημέρες. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποδώσει το κλίμα εκείνων των ημερών κυρίως στην κατά τη γνώμη του «στράτευση» των συστημικών ΜΜΕ στο ΝΑΙ. Όμως, αυτή είναι μια μάλλον παραπλανητική ερμηνευτική κατεύθυνση. Όχι γιατί δεν υπήρξαν όντως κραυγαλέες παραβιάσεις της δημοσιογραφικής δεοντολογίας στην κάλυψη εκείνων των γεγονότων, αλλά γιατί αυτό δεν εξηγεί από μόνο του την πόλωση.

Πολιτική φόρτιση

Η πόλωση οφειλόταν γιατί αυτό που ετίθετο ως επίδικο δεν ήταν απλώς κάποια μέτρα αλλά το εάν θα συνεχιζόταν με τους ίδιους όρους ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας. Σε αυτή τη βάση ήταν λογικό να υπάρχει έντονη πολιτική φόρτιση από όλες τις πλευρές.

Ωστόσο, παρά τις δαιμονολογίες περί του ρόλου των ΜΜΕ, αποδείχτηκε ότι αυτά δεν μπορούν εύκολα να επηρεάσουν το εκλογικό σώμα σε κρίσιμες στιγμές. Το δημοψήφισμα μετατράπηκε σε μια τεράστια πολιτική σύγκρουση, γύρω από την οποία πολώθηκαν με τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Όλες οι έρευνες που έγιναν πάνω στην εκλογική και κοινωνική γεωγραφία της ψήφου έδειξαν ότι το ΟΧΙ εκπροσώπησε κατεξοχήν τα συγκριτικά φτωχότερα, πιο λαϊκά, πιο νεανικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Το ίδιο το αποτέλεσμα –αλλά και το μέγεθος της μεγάλης συγκέντρωσης στο Σύνταγμα στις 2 Ιουλίου– έδειξε ότι ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας ήταν έτοιμο να ακολουθήσει ακόμη και έναν δρόμο ρήξης, εάν χρειαζόταν, παρά το ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει τα capital controls. 

Κατά κάποιο τρόπο το εκλογικό σώμα αντιμετώπισε την ίδια τη σύγκρουση με μεγαλύτερη σοβαρότητα από τους ίδιους τους εμπνευστές του δημοψηφίσματος. Μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι εάν υπήρχε όντως σχέδιο ρήξης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εκείνη ήταν η στιγμή με τη μεγαλύτερη νομιμοποίηση και λαϊκή υποστήριξη.
Κατεβασμένα κεφάλια
Όμως, όλα αυτά μικρή σχέση είχαν με το πώς όντως σκεφτόταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, με τα κατεβασμένα βλέμματα στο Μαξίμου που έχουν αναφέρει αρκετοί παρατηρητές, την άρνηση του Τσίπρα να κάνει κάποιου τύπου «πανηγυρική εμφάνιση», παρά τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στους δρόμους της Αθήνας, την σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών και την αποπομπή Βαρουφάκη, δείχνουν ότι η νίκη δεν ήταν μάλλον η πρώτη προτεραιότητα.

Είναι πολύ πιθανό η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να είχε καταλήξει στην προσδοκία μιας οριακής επικράτησης ή ήττας που δεν θα ήταν υπονομευτική για την κυβέρνηση αλλά και δεν θα άνοιγε ενδεχόμενα ρήξεων και θα διευκόλυνε την αποδοχή του μνημονίου.

Η συνέχεια είναι γνωστή, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τους «θεσμούς», που όμως θα κρατήσουν σκληρή στάση, και τελικά μετά από 17 ώρες διαπραγμάτευση ο Αλέξης Τσίπρας θα υποκύψει και θα αποδεχτεί τους όρους ενός σκληρού τρίτου μνημονίου.

Ενός μνημονίου που ίσως και να έγινε πιο σκληρό ακριβώς εξαιτίας της δυσπιστίας των ευρωπαίων απέναντι σε μια κυβέρνηση η οποία επέλεξε αντικειμενικά έναν δρόμο ανυπακοής και ρήξης για να σπεύσει λίγο μετά να πει απλώς «δεν το εννοούσαμε κιόλας».

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί μια μερική διάσπαση, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών και των στελεχών του, συμπεριλαμβανόμενης και της τάσης των 53 παρέμειναν στο κόμμα, επανεξελέγησαν και σήμερα στελεχώνουν την κυβέρνηση.

Ο Τσίπρας, χρησιμοποιώντας μια δική του εκδοχή του «δόγματος του σοκ» θα χρησιμοποιήσει το σάστισμα από την απότομη εναλλαγή αγωνιστικής ανάτασης και βίαιης προσγείωσης στην πραγματικότητα ως εργαλείο εκλογικού χειρισμού και θα κερδίσει τις εκλογές.
Ατομικός αγώνας
Έκτοτε, η κοινωνία θα αφήσει τους δρόμους και τις πλατείες και θα στραφεί περισσότερο προς την ιδιώτευση και τον ατομικό αγώνα για την επιβίωση, ενώ η κυβέρνηση θα εφαρμόζει αλλεπάλληλες μνημονιακές δεσμεύσεις, αρχικά με θολές υποσχέσεις περί «παράλληλων προγραμμάτων» που ποτέ δεν ήρθαν και εν τέλει με την ανακήρυξη των δημοσιονομικών στόχων ως αυτοσκοπών.

Όμως, όλα αυτά θα έχουν και ένα επιπλέον  τίμημα. Μια από τις κορυφαίες δημοκρατικές πρακτικές προσφυγής στη λαϊκή βούληση, το δημοψήφισμα, έμεινε στην συνείδηση της κοινωνίας συνώνυμο με τον ακραίο πολιτικό τακτικισμό, τον χειρισμό του εκλογικού σώματος, την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης.

Με αποτέλεσμα σήμερα, όπου θα υπήρχε ανάγκη να ξαναδούμε την καταφυγή σε τέτοιες πρακτικές, για να μπορούμε πραγματικά να έχουμε αποφάσεις που αναλογούν στη λαϊκή βούληση σε κρίσιμα ζητήματα που θα ορίσουν την πορεία της χώρας σε βάθος χρόνου, τα δημοψηφίσματα να θεωρούνται πλέον ανυπόληπτες πρακτικές. Και αυτό θα ήταν ένας πραγματικός λόγος για νεύρα, για οργή και ενδεχομένως για αυτοκριτική.