Στην υιοθέτηση ενός εξελιγμένου συστήματος αναγνώρισης προσώπων με τη χρήση βιομετρικών δεδομένων προχωρά η Ελληνική Αστυνομία. Το σύστημα αυτό αναμένεται να συνδεθεί με τις 1.000 νέες κάμερες που θα τοποθετηθούν σε κεντρικές λεωφόρους της Αθήνας και των γύρω περιοχών, οι οποίες δεν θα καταγράφουν απλώς την υπέρβαση των ορίων ταχύτητας των οχημάτων ή εάν αυτά μπαίνουν σε λεωφορειολωρίδες αλλά θα είναι σε θέση να ανιχνεύουν και διάφορες πολύ επικίνδυνες παραβάσεις.
Θα ανιχνεύουν π.χ. εάν ο οδηγός ή οι υπόλοιποι επιβάτες φοράνε ζώνης ασφαλείας, εάν μιλάει στο κινητό κατά την οδήγηση ή εάν οι μοτοσυκλετιστές φορούν κράνους. Όσοι παρανομούν θα λαμβάνουν κλήση η οποία θα έρχεται στο κινητό μας μέσω γραπτού μηνύματος ή μέσω Viber.
Οι κάμερες υψηλής ανάλυσης λοιπόν, προκειμένου να κάνουν όλα αυτά, θα πρέπει να διαθέτουν ένα ειδικό λογισμικό το οποίο θα αγοραστεί κατά πάσα πιθανότητα από το Ισραήλ. Το συγκεκριμένο σύστημα θα συνδράμει και στην ευρύτερη επιτήρηση των δημόσιων χώρων, όπως συμβαίνει σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και θα βασίζεται στην ταυτοποίηση ατόμων μέσω βιομετρικών χαρακτηριστικών.
Η ΕΛ.ΑΣ. θα εμπλουτίσει το λογισμικό σύστημα των καμερών με χιλιάδες φωτογραφίες προσώπων που αναζητούνται για εγκληματικές ενέργειες, υποκίνηση σε επεισόδια ή άλλες αξιόποινες πράξεις που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, προκειμένου να εντοπίζονται εύκολα.
Το νέο σύστημα θα προσφέρει στην ΕΛ.ΑΣ. τη δυνατότητα άμεσου εντοπισμού για παράδειγμα ατόμων σε δημόσιους χώρους, όπως πλατείες, δρόμους και γήπεδα που αναζητούνται. Ήδη οι αρμόδιες υπηρεσίες της Αστυνομίας εργάζονται για τη σύνταξη της σχετικής μελέτης, με στόχο την καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών και την προώθηση της διαγωνιστικής διαδικασίας που θα επιτρέψει την υλοποίηση του έργου.
Ένα κρίσιμο σημείο, ωστόσο, σε όλη τη διαδικασία που προαναφέραμε, είναι η λήψη έγκρισης από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, καθώς η χρήση ενός τόσο ισχυρού συστήματος παρακολούθησης, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.
Ανώτερα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. πάντως επιμένουν ότι το συγκεκριμένο λογισμό αποτελεί ένα πρώτης τάξεως «ψηφιακό εργαλείο» που θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της αστυνόμευσης. Η πλήρης εφαρμογή του όμως εξαρτάται από τη διασφάλιση ότι θα λειτουργήσει σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και θα τηρεί αυστηρά τα δικαιώματα των πολιτών, όπως αυτά καθορίζονται από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Στο πλαίσιο αυτής της τεχνολογικής αναβάθμισης, η ΕΛ.ΑΣ. σχεδιάζει να εξοπλίσει 200 έως 300 αστυνομικούς των υπηρεσιών ασφαλείας με ειδικές φορητές συσκευές, που θα διαθέτουν λογισμικό αναγνώρισης προσώπων. Οι συσκευές αυτές, σύμφωνα με «Τα Νέα», θα επιτρέπουν στους αστυνομικούς να τραβούν φωτογραφίες υπόπτων κατά τη διάρκεια περιπολιών ή επιτήρησης πλήθους, και να τις αποστέλλουν άμεσα στη βάση δεδομένων του συστήματος για ταυτοποίηση. Σε πραγματικό χρόνο, οι αστυνομικοί θα μπορούν να λάβουν απάντηση για το αν το πρόσωπο που παρακολουθούν είναι σεσημασμένο και για ποιους λόγους, γεγονός που θα ενισχύσει τη δυνατότητα άμεσης δράσης.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι αναμένονται έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς παρόμοιες τεχνολογίες στο εξωτερικό έχουν προκαλέσει σχετικές αντιπαραθέσεις.