Ένα εντελώς μη ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με μελέτη του ΣΕΒ, η χώρα μας κατέχει μεταξύ των κρατών- μελών της Ε.Ε. τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε σχέση με τη φορολογία εταιρικών κερδών και μερισμάτων, ενώ τα στελέχη στις ελληνικές επιχειρήσεις φορολογούνται σε επίπεδο αντίστοιχο με χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ιταλία και υψηλότερα των σκανδιναβικών χωρών, χωρίς μάλιστα οι φόροι αυτοί να προσφέρουν την αντίστοιχη ανταποδοτικότητα.
Επίσης, η δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών με μελλοντικά κέρδη στη χώρα μας περιορίζεται στα 5 έτη, ενώ στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. δεν υπάρχει αντίστοιχος περιορισμός.
Επιβαρύνσεις για τις ελληνικές επιχειρήσεις προκύπτουν και από τεχνικές λεπτομέρειες στην εφαρμογή του φορολογικού πλαισίου της χώρας.
Η έλλειψη σαφήνειας, για παράδειγμα, ως προς τις δαπάνες που εκπίπτουν, δημιουργεί σημαντική αβεβαιότητα στις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες με απροσδόκητα μεγάλες φορολογικές διαφορές έπειτα από φορολογικούς ελέγχους, ενώ και οι εκπτώσεις που δίνει ο ελληνικός νόμος για δαπάνες και έρευνα – ανάπτυξη είναι υποδεέστερες αυτών πολλών κρατών – μελών.
Οι επισημάνσεις καταγράφονται στο μηνιαίο δελτίο του ΣΕΒ μαζί με πακέτο προτάσεων για την επίλυση βασικών προβλημάτων του ελληνικού φορολογικού συστήματος, ενόψει της επαναπροώθησης από την Ε.Ε. της Κοινής Βάσης Φορολογίας Επιχειρήσεων.