Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν καταστήσει τα συνταξιοδοτικά συστήματα πιο βιώσιμα από χρηματοδοτικής άποψης και οι συνταξιούχοι έχουν υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης από το παρελθόν, αλλά οι μελλοντικές γενιές θα δουν πιθανόν τις συνταξιοδοτικές παροχές τους να είναι πολύ λιγότερο γενναιόδωρες από τις σημερινές και πολλοί μπορεί να αντιμετωπίσουν τον σοβαρό κίνδυνο της φτώχειας των συνταξιούχων, αναφέρει ο ΟΟΣΑ σε έκθεσή του (Pensions at a Glance 2015).
Η έκθεση σημειώνει ότι περίπου οι μισές από τις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης έχουν λάβει μέτρα την τελευταία διετία για να κάνουν τα συστήματά τους λιγότερο ακριβά μακροπρόθεσμα. Το ένα τρίτο των χωρών έχει κάνει προσπάθειες να ενισχύσει τα δίχτυα ασφαλείας και να βοηθήσει ορισμένες ευάλωτες ομάδες συνταξιούχων.
«Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες για να φέρουν τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματά τους σε βιώσιμη πορεία. Αν και αυτές αποτελούν βήματα στη σωστή κατεύθυνση, υπάρχει τώρα ένας αυξανόμενος κίνδυνος ότι οι μελλοντικές συντάξεις δεν θα είναι επαρκείς σε ορισμένες χώρες», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, 'Ανχελ Γκουρία, προσθέτοντας: «Η μακροπρόθεσμη πρόκληση είναι να σχεδιασθούν πολιτικές, που θα είναι επαρκώς ευέλικτες για να προσαρμόζονται στις αβεβαιότητες του αυριανού κόσμου της εργασίας, διασφαλίζοντας επαρκή επίπεδα διαβίωσης για τους συνταξιούχους».
Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης έχουν αυξηθεί σημαντικά με τη σύνταξη στα 67 να αντικαθιστά τη σύνταξη στα 65 σε πολλές χώρες. «Αρκετές χώρες - μεταξύ των οποίων η Τσεχία, η Δανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Βρετανία - σχεδιάζουν να αυξήσουν το όριο στα 70», σημειώνει η έκθεση.
Από τις αρχές της νέας χιλιετίας, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης συνέχισε να αυξάνεται σταθερά, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Τα ποσοστά απασχόλησης στις ηλικίες από 55 έως 64 αυξήθηκαν απότομα σε πολλές χώρες: Από 45 στο 66% στη Γερμανία, για παράδειγμα, από το 31 στο 46% στην Ιταλία και από το 52 στο 57% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Τα ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, παραμένουν πολύ υψηλά σε πολλές χώρες, όπως και τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας στους πιο ηλικιωμένους εργαζόμενους.
«Η μείωση των θέσεων απασχόλησης με συμβάσεις αορίστου χρόνου και η παράλληλη αύξηση των προσωρινών και συχνά επισφαλών θέσεων εργασίας μειώνουν, επίσης, τη συνέχεια των συνταξιοδοτικών εισφορών, τις οποίες θα μπορούν να απαιτήσουν οι εργαζόμενοι όταν αποχωρήσουν από την ενεργό υπηρεσία. Διακοπή της εργασίας σημαίνει διακοπή του συνταξιοδοτικού συστήματος για κάποιες χώρες. Ως αποτέλεσμα, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα πάρουν χαμηλότερες συντάξεις όταν θα συνταξιοδοτηθούν», σημειώνει ο ΟΟΣΑ και προσθέτει ότι, υπό το φως αυτού του πιθανού σεναρίου, κάποιες χώρες πρέπει να αξιολογήσουν εκ νέου τα δίχτυα ασφαλείας τους για τους συνταξιούχους που δεν έχουν αρκετές εισφορές για την ελάχιστη σύνταξη.
Οι περισσότερες χώρες αναπροσαρμόζουν τις συντάξεις πρώτης βαθμίδας με βάση την εξέλιξη των τιμών με αποτέλεσμα να μειώνονται αυτές σε σχέση με τα εισοδήματα διαχρονικά, καθώς οι τιμές έχουν την τάση να αυξάνονται λιγότερο από τους μισθούς. «Η αναπροσαρμογή των συντάξεων είναι ελκυστική για τις χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά ενέχουν επίσης τον κίνδυνο να προκαλέσουν φτώχεια στους συνταξιούχους, καθώς τα δίχτυα ασφαλείας θα χάνουν την αξία τους διαχρονικά, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Τι αναφέρει η έκθεση για την Ελλάδα
Ο ΟΟΣΑ δίνει στοιχεία για βασικούς δείκτες των συνταξιοδοτικών συστημάτων των 34 χωρών - μελών του σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών αυτών.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, αναφέρει ότι:
- Τα εισοδήματα των Ελλήνων ηλικίας άνω των 65 ετών αντιστοιχούσαν το 2014 στο 98% των μέσων εισοδημάτων, ποσοστό που είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του Οργανισμού, μετά το Λουξεμβούργο (106%) και τη Γαλλία (100%), και έναντι 87% που ήταν ο μέσος όρος.
- Το ποσοστό των Ελλήνων άνω των 65 που ήταν φτωχοί το 2014 αντιστοιχούσε στο 7% έναντι 13% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (ως φτωχοί θεωρούνται αυτοί που έχουν εισόδημα χαμηλότερο του 50% του μέσου εισοδήματος των νοικοκυριών).
- Το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων όσων έχουν χαμηλές αποδοχές στην Ελλάδα ανερχόταν πέρυσι στο 66,8% στην Ελλάδα, ενώ στον ΟΟΣΑ κυμαίνεται από 35,5% έως 103,2%.
- Το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων για τις μέσες αποδοχές ανερχόταν στο 54,1%, ενώ στον ΟΟΣΑ κινείται από 28,4% έως 104,8%.
- Οι δαπάνες για τις δημόσιες συντάξεις ανερχόταν στο 14,5% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 7,9% κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ.
- Το ποσοστό των Ελλήνων άνω των 65 στο σύνολο του πληθυσμού ανέρχεται στο 20,2% έναντι 16,2% στον ΟΟΣΑ.
- Το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων άνω των 65 αντιστοιχεί σε 19,3 χρόνια, όσο και στον ΟΟΣΑ
- Οι μέσες αποδοχές των Ελλήνων εργαζομένων είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (20.168 ευρώ έναντι 33.036 ευρώ στον ΟΟΣΑ).
Η έκθεση του ΟΟΣΑ έχει εκπονήσει μοντέλα για τη συνταξιοδότηση στην Ελλάδα το 2056 με ηλικία συνταξιοδότησης τα 62 χρόνια. Το βασικό μοντέλο έχει καταρτισθεί με τις διατάξεις που έχουν νομοθετηθεί και βασίζεται σε κάποιες υποθέσεις, όπως ότι η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων θα είναι 1,25%, το πραγματικό προεξοφλητικό επιτόκιο 3%, ο πληθωρισμός 2% και πραγματική απόδοση κεφαλαίων 3%. Με βάση τις παραδοχές αυτές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εργαζόμενος με μέσες αποδοχές θα παίρνει το 2056 ως σύνταξη το 54,1% των αποδοχών του. Στο εναλλακτικό σενάριο, όπου το δίχτυ ασφαλείας αναφορικά με τις συντάξεις θα αναπροσαρμόζεται με βάση τους πραγματικούς μισθούς, ο εργαζόμενος με μέσες αποδοχές θα παίρνει ως σύνταξη το 63,2% των αποδοχών του.