Φαίνεται σα να ήταν χθες. Κι όμως πέρασαν δέκα τρία χρόνια από την μαγική βραδιά της Λισαβόνας.
Από τη νύχτα εκείνη, που η Ελλάδα σκαρφάλωσε στην ποδοσφαιρική κορυφή της Ευρώπης, καταφέρνοντας ένα ανεπανάληπτο θρίαμβο, που συζητήθηκε όσο λίγοι, αποτελεί σημείο αναφοράς μεγάλων επιτυχίων και κορυφαίων εκπλήξεων στις μέρες μας και θα εξακολουθεί να βρίσκεται στο μέλλον ανάμεσα τις πιο συναρπαστικές ποδοσφαιρικές συζητήσεις.
Ένα όνειρο με τα μάτια ανοικτά. Και το έκαναν πραγματικότητα ο Οτο Ρεχάγκελ και οι παίκτες του, βγάζοντας τους Ελληνες στους δρόμους, στις γειτονιές και τις πλατείες της χώρας. Το ονειρεμένο καλοκαίρι, την 4η Ιουλίου 2004...
Τέτοια ημέρα, οι σκέψεις είναι φυσικό να γυρίζουν εκεί, να ταξιδεύουν μέχρι τη Λισαβόνα. Γιατί κανένας δεν θέλει και δεν μπορεί να ξεχάσει.
Λένε και έτσι είναι, πως η αξία του αντιπάλου, δίνει πάντα μεγαλύτερη διάσταση σε κάθε νίκη. Ετσι και τα λόγια απόλυτης επιβεβαίωσης, όταν προέρχονται από την «απέναντι όχθη», αποκτούν μεγαλύτερη σημασία και ειδικό βάρος.
Δέκα τρία χρόνια μετά, το ΑΠΕ-ΜΠΕ επικοινώνησε τηλεφωνικά, με έναν από τους κορυφαίους Πορτογάλους ποδοσφαιριστές, τον Νούνο Μιγκέλ Σοάρες Περέιρα, τον διάσημο Νούνο Γκόμεζ, που εκείνη την βραδιά του τελικού, ξεκίνησε από τον πάγκο, αφήνοντας χώρο σε Κριστιάνο Ρονάλντο και Παουλέτα.
Για να περάσει, όμως στο 74’ στον τελικό (στην θέση του Παουλέτα), προσπαθώντας να αλλάξει τα δεδομένα και να αποτρέψει, χωρίς επιτυχία, την μεγάλη ήττα. Ηταν το τελευταίο χαρτί που έπαιξε ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι, για να ακυρώσει τον μεγάλο ελληνικό θρίαμβο.
Κι αν οι νικητές θέλουν πάντα να θυμούνται, οι ηττημένοι σίγουρα δεν μπορούν να ξεχάσουν. Ιδιαίτερα, εάν η ήττα έρχεται μέσα στο σπίτι τους, μπροστά στους φίλους τους.
Ετσι και ο 40χρονος -πλέον- Νούνο Γκόμεζ, με καριέρα σε Μποαβίστα, Μπενφίκα, Φιορεντίνα, Μπράγκα και Μπλάκμπερν, αλλά και 79 συμμετοχές (29 γκολ) στην εθνική Πορτογαλίας, δεν χρειάστηκε να σκεφτεί δευτερόλεπτο πριν απαντήσει...
«Θυμάμαι ότι για εμάς ήταν μία άσχημη βραδιά. Ηταν μία κακή βραδιά, γιατί θέλαμε να κερδίσουμε το Ευρωπαικό Πρωτάθλημα, που γινόταν στο σπίτι μας. Μία δύσκολη κατάσταση. Όμως τώρα μετά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει και σκέφτομαι εκείνη τη βραδιά, εκείνο τον τελικό, είμαι ευχαριστημένος, γιατί αυτή η ομάδα νίκησε δίκαια. Ηταν μία εξαιρετική ομάδα με πολύ καλούς ποδοσφαιριστές. Καλοί μου φίλοι στη συνέχεια, ο Φύσσας, ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης, ο Νταμπίζας. Τώρα απομακρυσμένος από εκείνη την βραδιά, είμαι ευχαριστημένος για εκείνους», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διάσημος Πορτογάλος, που δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει, πως εκείνο το βράδι, ολοκληρώθηκε μία από τις πιο μεγάλες και όμορφες εκπλήξεις στο ποδόσφαιρο.
«Ναι, ήταν μία μεγάλη έκπληξη. Κανείς δεν σκεφτόταν ότι η Ελλάδα μπορεί να νικήσει. Όμως ήταν μία πραγματική ομάδα, προσπάθησαν όλοι μαζί, έκαναν ένα πραγματικό Ευρωπαικό Πρωτάθλημα. Η Ελλάδα νίκησε απόλυτα δίκαια. Ηταν καλύτεροι από εμάς, αν και η Πορτογαλία, πιστεύω ότι άξιζε να πετύχει ένα γκολ στον τελικό. Στο ποδόσφαιρο όμως νικάει, εκείνος που σημειώνει γκολ.
Η Πορτογαλία δεν το έκανε. Ηταν πολύ καλοί και κέρδισαν άξια», πρόσθεσε χαρακτηριστικά ο Νούνο Γκόμεζ, που τώρα είναι διευθυντής των ακαδημιών της Μπενφίκα. Της πρωταθλήτριας Πορτογαλίας τα τέσσερα τελευταία συνεχή χρόνια. Της ομάδας του Κώστα Μήτρογλου και του Ανδρέα Σάμαρη.
Στον τελικό, η Ελλάδα πανηγύρισε την δεύτερη νίκη της απέναντι στην Πορτογαλία, στην διάρκεια του ίδιου τουρνουά. Στοιχείο, που δίχως άλλο, επιβεβαιώνει την άξια κατάκτηση του τροπαίου. Κάτι που επίσης δεν προσπερνά, ο 40χρονος πρώην επιθετικός, που τέσσερα χρόνια πριν, στο Euro 2000, είχε φτάσει στην τρίτη θέση με την Πορτογαλία, στα γήπεδα της Ολλανδίας και του Βελγίου.
«Όταν σημειώνεις δύο νίκες απέναντι στην Πορτογαλία και μάλιστα μέσα στο σπίτι της, μπροστά στους φίλους της, αυτό σημαίνει ότι είσαι μεγάλη ομάδα», λέει με βεβαιότητα, ενώ δεν ξεχνάει την εκπληκτική παρουσία των Ελλήνων φιλάθλων, στην διάρκεια του τουρνουά, αλλά και στον τελικό.
«Ηταν φανταστικοί. Φίλαθλοι με πάθος που έκαναν μία μεγάλη γιορτή. Μία γιορτή που άξιζαν».