Η μαστίχα Χίου παράγεται από τον κορμό του δέντρου Pistacia lentiscus, της οικογένειας Anacardiaceae. Η ρητίνη της μαστίχας έχει χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή θεραπευτική, ενώ πρόσφατα βρέθηκε πως είναι ιδιαίτερα δραστική έναντι του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού.
Έλληνες επιστήμονες μελέτησαν σε νέα έρευνα την επίδραση της κατανάλωσης μαστίχας Χίου στη γλυκαιμική ρύθμιση, στο λιπιδαιμικό προφίλ και σε δείκτες φλεγμονής (CRP) διαβητικών ασθενών.
Στη νέα μελέτη εξετάστηκαν 24 άτομα (9 γυναίκες και 15 άνδρες) με μέσο όρο ηλικίας τα 64 έτη οι οποίοι είχαν διαβήτη τύπου 2. Τους χορηγήθηκαν κάψουλες placebo (εικονικό φάρμακο) και κάψουλες μαστίχας Χίου περιεκτικότητας 350 mg για 3 φορές τη μέρα επί 2 μήνες. Συγχρόνως μετρήθηκε το βάρος τους, η περίμετρος της μέσης στους, η αρτηριακή τους πίεση, τιμή της HbA1c, της CRP, του σακχάρου και των λιπιδίων τους τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της μελέτης.
Επιπλέον, το είδος της αντιδιαβητικής τους ή της αντιυπερτασικής και της υπολιπιδαιμικής αγωγής τους παρέμεινε το ίδιο καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η χορήγηση της μαστίχας σχετίστηκε με την τάση για βελτίωση της τιμής της HbA1c και με μείωση της περιμέτρου της μέσης. Ωστόσο, δεν βρέθηκε σημαντική επίδραση της χορήγησης μαστίχας Χίου στο σωματικό βάρος, στην αρτηριακή πίεση, στο σάκχαρο νηστείας, στην ολική χοληστερόλη, στα τριγλυκερίδια, στην LDL και HDL χοληστερόλη, στον δείκτη αντίστασης στην ινσουλίνη ούτε στη CRP. Η χορήγηση του εικονικού φαρμάκου δεν είχε επίσης καμία επίδραση στις μελετηθείσες παραμέτρους.
Το συμπέρασμα των επιστημόνων είναι ότι τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η βραχυχρόνια χορήγηση μαστίχας Χίου σχετίζεται με μικρή βελτίωση της γλυκαιμικής ρύθμισης και με μείωση της περιμέτρου της μέσης σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ανεξάρτητα από την αντιδιαβητική αγωγή που παίρνουν.
Οι επιστήμονες που υπογράφουν τη μελέτη είναι οι Ελευθερία Παπαχριστοφόρου, Σταματία Χωρεψιμά, Χ. Παπαδημητρίου, Παναγιώτα Κατσάνου, Α. Κόκκινος, Ν. Κατσιλάμπρος και Ν. Τεντολούρης από την Α’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική και Ειδική Νοσολογία του νοσοκομείου ΛΑΙΚΟ και η Δέσποινα Περρέα από το Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης Ν.Σ.Χρηστέας του Πανεπιστημίου Αθηνών.