Αν πατήσεις όμως κλικ στο «Θα δω το προφίλ σου στο Facebook πριν πως στους γονείς σου οτι πέθανες», μάλλον θα αλλάξεις γνώμη, καθώς τα όσα αναφέρει εκεί ο γιατρός εκτάκτου ανάγκης του νοσοκομείου St Vincent των ΗΠΑ, προκαλούν ρίγη συγκίνησης…
«Κατά κάποιο τρόπο κρατάει τον άνθρωπο μέσα μου. Βλέπεις, πρόκειται να αλλάξω την ζωή της ζωή της μητέρας και του πατέρα σου. Σε 5 λεπτά δεν θα είναι ποτέ οι ίδιοι άνθρωποι που ήταν πριν. Ποτέ δεν θα είναι χαρούμενοι ξανά. Τώρα, για να πω την αλήθεια, είσαι ένα ανώνυμο νεκρό σώμα που μοιάζει με έναν βρεγμένο σάκο που τον έχουν γεμίσει με εφημερίδες και τον οποίο χτυπούσαμε, περνούσαμε σωληνάκια, βάζαμε καλώδια και τον τρυπούσαμε με βελόνες, προκειμένου σώσουμε. Καμία κίνηση όμως… Κανένα ίχνος ζωής. Τίποτα που να μου λέει για τα όνειρα που είχες κάποτε ή τις φιλοδοξίες σου. Το χρωστάω σε αυτούς, να ξέρω κάτι για εσένα, πριν μπω στο δωμάτιο για να τους μιλήσει.
Αυτή τη στιγμή είμαι εκνευρισμένος με εσένα για αυτό που έκανες στον εαυτό σου και αυτό που θα κάνεις στους γονείς σου.
Δεν ξέρω τίποτα για εσένα. Χρωστάω στην μητέρα σου να ρίξω μία ματιά στον κόσμο που έζησες.
Μπορεί να έστελνες μήνυμα αντί να κοιτάζεις τον δρόμο ή να ήσουν μεθυσμένος και να οδηγούσες ενώ θα έπρεπε να είχε καλέσει ένα ταξί. Ίσως να σνίφαρες ηρωίνη ή Xanax για πρώτη φορά, να έκανες μερικές γραμμές κοκαΐνη ή να δοκίμασες meth. Μπορεί να ανέβηκες στο μηχανάκι χωρίς κράνος, να μην άκουσες τους γονείς σου που σου έλεγαν να μην κάνεις παρέα με αυτό τον φίλο σου ή να μην ήσουν προσεκτικός όταν περνάς από διασταυρώσεις. Μπορεί βέβαια απλά να παραδόθηκες…
Μπορεί να ήταν η ώρα σου, αλλά οι περισσότερες πιθανότητες λένε οτι δεν ήταν.
Έτσι, παίρνω την φωτογραφία από το δίπλωμά σου, ανοίγω το iPhone μου, μπαίνω στο Facebook και ψάχνω το όνομά σου. Οι περισσότερες πιθανότητες είναι να έχουμε έναν κοινό φίλο, καθώς ξέρω αρκετό κόσμο.
Βλέπω οτι φοράς το κολιέ και τα σκουλαρίκια, τα οποία τώρα είναι ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Το καπέλο και το μπουφάν που το έχουν ανοίξει με ψαλίδι για τραύματα. Φαίνεται οτι τα φορούσες στην συναυλία των U2, η οποία έμαθα οτι ήταν πολύ καλή.
Βλέπω το χαμόγελό σου. Πως είναι το χρώμα των ματιών σου όταν είναι γεμάτα ζωή, τότε που ήσουν στην παραλία, τότε που έσβηνες τα κεράκια, εκείνα τα Χριστούγεννα στο σπίτι της γιαγιάς. Ω, έχεις και ένα μαλτέζ… Σε βλέπω να ποζάρεις μαζί με την μητέρα και τον πατέρα σου, μπροστά από την πινακίδα του Πανεπιστημίου. Ωραία, τώρα θα ξέρω ακριβώς ποιοι είναι όταν θα μπω στο δωμάτιο. Αυτό με βοηθάει, γιατί θα χρειαστεί να κάνω μία ερώτηση λιγότερη και θα πάω κατευθείαν σε αυτούς.
Είσαι τυχερός που δεν θα βρίσκεσαι εκεί για να το δεις. Ο πατέρας σου θα φωνάζει το όνομά σου συνεχώς, η μητέρα σου θα τραβάει τα μαλλιά της και θα κυλιέται στο έδαφος με τα χέρια στο κεφάλι λες και προσπαθεί να προστατευτεί από μπουνιές.
Κοιτάζω την σελίδα σου στο Facebook πριν τους πω οτι είσαι νεκρός, γιατί μου υπενθυμίζει οτι μιλάω για έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που τον αγαπάνε και σωπαίνει την φωνή μέσα στο κεφάλι μου που σου φωνάζει: «Γ@μ7μ%νε δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό σε ανθρώπους που σε αγαπάνε».