Βάζουμε στο «μάτι» την Στεμνίτσα και την Δημητσάνα και σου προτείνουμε τα καλύτερα!
Ενας από τους πολλούς μύθους που σχετίζονται με τον Δία λέει πως οι Νύμφες, που είχαν αναλάβει την ανατροφή του, τον έλουσαν στα παγωμένα νερά του ποταμού Λούσιου. Φαίνεται λοιπόν πως ο θεός φρόντισε να... αφήσει κάτι από τη θεϊκή του δύναμη προικίζοντας ετούτο τον τόπο με ομορφιές μοναδικές. Είτε ανηφορίζεις στο επαρχιακό δίκτυο από τη Μεγαλόπολη και την Καρύταινα είτε κατηφορίζεις από τη Βυτίνα η διαδρομή στις πλαγιές του Μαινάλου είναι μαγευτική και συνοδεύεται από τον αχό του ποταμού.
Η Στεμνίτσα και η Δημητσάνα, τα «πέτρινα κοσμήματα» της Αρκαδίας, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη πρώτα απ' όλα με το προφανές προσόν τους, την ομορφιά τους. Τα στιβαρά αρχιτεκτονικά σύνολα με τα πέτρινα αρχοντικά σπίτια και τα λιθόστρωτα καλντερίμια, τα καταπράσινα τοπία, τα σπουδαία αξιοθέατα αλλά και η αξιόλογη τουριστική ανάπτυξη κατέστησαν τις δύο ιστορικές κωμοπόλεις αγαπημένους προορισμούς για τους εκδρομείς.
Οι δύο παραδοσιακοί οικισμοί στην ορεινή Αρκαδία φαίνεται πως άρχισαν να οργανώνονται και να αναπτύσσονται από τον 12ο αιώνα, ενώ από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Τουρκοκρατίας εξελίχθηκαν σε εμπορικό κέντρο η μία, σε βιοτεχνικό η άλλη. Και οι δύο παρήγαγαν πολιτισμό και γέννησαν σπουδαίους ανθρώπους του πνεύματος χάρη στις Σχολές τους που ιδρύθηκαν τον 18ο αιώνα. Οι κάτοικοί τους υπήρξαν ονομαστοί τεχνίτες και έμποροι που διασκορπίστηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία διακινώντας τα προϊόντα τους και κάνοντας πλούσια και ξακουστά τα χωριά τους. Το ίδιο εμπορικό δαιμόνιο άλλωστε φαίνεται να τους διακατέχει και στις μέρες μας.
Πολύτιμη υπήρξε η συμβολή τους και στον Αγώνα καθώς εκτός από τα σπουδαία τέκνα τους, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός από τη Δημητσάνα και ο Αντώνιος Πελοπίδας από τη Στεμνίτσα, οι οικισμοί προμήθευσαν την επανάσταση με πολύτιμα για την εποχή αγαθά: η Δημητσάνα με την περίφημη μαύρη μπαρούτη της και η Στεμνίτσα, που ήταν και κέντρο ανεφοδιασμού, με τους τεχνίτες της που επιδιόρθωναν τα όπλα των αγωνιστών.
Την ανάπτυξή τους υποβοηθούσε πάντοτε ένας πιστός φίλος, ο Λούσιος ποταμός, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο και πιο σεβαστό τρόπο: φτιάχνοντας πέτρινους μύλους, νεροτριβές και άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις. Το νερό υπήρξε για αιώνες η βασική πηγή ενέργειας της περιοχής της προβιομηχανικής περιόδου και βοήθησε τόσο στην τεχνολογική όσο και στην οικονομική της εξέλιξη. Σήμερα ο Λούσιος αποτελεί πόλο έλξης για τους επισκέπτες καθώς στα πλούσια νερά του διοργανώνεται πλήθος εναλλακτικών δραστηριοτήτων. Το φαράγγι του δε προσφέρεται για μία από τις ομορφότερες περιπατητικές διαδρομές στην Ελλάδα χάρη στην πλούσια φύση του και στα σπουδαία αξιοθέατά του.
«Απόρθητη χωροπούλα»
Βολεμένος μπροστά στο τζάκι του οντά, στο χαγιάτι του Μπελλαίικου νιώθεις κάτι παραπάνω από προνομιούχος, σχεδόν βασιλιάς. Παρατηρείς από τα παράθυρα τα πυργόσπιτα του χωριού κι αναρωτιέσαι πώς κάποιοι τόποι καταφέρνουν να διατηρήσουν την αυθεντική φυσιογνωμία τους και παράλληλα να αξιοποιούνται τουριστικά. Τις απαντήσεις θα στις δώσει ένας απλός περίπατος στο χωριό.
Η Στεμνίτσα είναι κτισμένη στα 1.080 μ. υψόμετρο, στο κοίλωμα της Κλινίτσας και ανάμεσα σε τέσσερις ρεματιές βάση της φημισμένης αμυντικής της αρχιτεκτονικής. Οι άνθρωποι είναι απλοί και φιλόξενοι και ως γνήσιοι? ορεσίβιοι έμαθαν να σέβονται τη φύση, να φροντίζουν και να υπερασπίζονται το χωριό τους.
Βαδίζοντας στη δημοσιά κι ακολουθώντας τα λιθόστρωτα καλντερίμια μέχρι τη συνοικία του Κάστρου αντικρίζεις τα παλιά σπίτια με τα ανώγια, τα κατώγια και τα ξύλινα χαγιάτια αλλά και τα μεταγενέστερα πολυώροφα και πυργοειδή κτίσματα. Η Στεμνίτσα δεν έπαψε ποτέ να κατοικείται κι έτσι είναι ορατή η εξέλιξη στην αρχιτεκτονική της (προσθήκη μπαλκονιών, διάνοιξη περισσότερων παραθύρων κ.λπ.).
Από τα παλαιότερα οικήματα είναι το διώροφο πυργοειδές κτίσμα του Μπουρνάζου με τις πολεμίστρες που βρίσκεται πίσω από το ξενοδοχείο Country Club, ενώ από τα ωραιότερα είναι το τριώροφο πυργοειδές οίκημα των Ροϊλών στο Κάστρο και το τετραώροφο σπίτι της Αγγέλκας στον κεντρικό δρόμο.
Από το Κάστρο η θέα προς το φαράγγι του Λούσιου και το χωριό είναι πανέμορφη, ενώ ακόμη ψηλότερα μονοπάτι οδηγεί στους Αγίους Πάντες και στην πηγή της Αγίας Παρασκευής: από εδώ συνεχίζει μονοπάτι που κινείται στις παρυφές του δάσους και οδηγεί στο αλπικό λιβάδι Σκέμνας όπου κατοικεί μόνιμα ο τσοπάνος Νίκος Βογιατζής.
Στο Κάστρο βρίσκονται και οι όμορφοι μεταβυζαντινοί ναοί του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας Μπαφέρω (12ου ή 17ου αιώνα) με εντυπωσιακή στοά που προστέθηκε από τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο στις αρχές του 20ού αιώνα, του Προφήτη Ηλία (17ου αιώνα). Οι εκκλησίες της Στεμνίτσας έχουν απασχολήσει πολύ τους ερευνητές και η αρχική εποχή ίδρυσής τους δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη.
Ο μεγάλος αριθμός τους, σύμφωνα με τους ντόπιους, οφείλεται στα τάματα των ξακουστών αργυροχρυσοχόων, οι οποίοι κατά τις περιοδείες τους, κι έπειτα από τις αλλεπάλληλες μπαγαποντιές τους, για τις οποίες επίσης φημίζονταν, έκτιζαν κι από μια εκκλησία για να εξιλεωθούν! Αξιόλογες είναι επίσης ο Καταγιώργης της εποχής της Τουρκοκρατίας, ο Αγιος Παντελεήμονας στην έξοδο του χωριού προς τηΔημητσάνα, και των Τριών Ιεραρχών στον κεντρικό δρόμο.
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η Ζωοδόχος Πηγή των ύστερων βυζαντινών χρόνων. Στις εγκαταστάσεις της διατηρείται το καθολικό και ένα διώροφο κελί στο οποίο συνεδρίασε το 1821 η Α' Πελοποννησιακή Γερουσία. Η καμπάνα της, όπως και όλων των άλλων ναών, είναι έργα των φημισμένων καμπανοποιών τηςΣτεμνίτσας.
Στη ζωντανή πλατεία του χωριού δεσπόζει το όμορφο τριώροφο του Γιαννάκου Κολοπανά, το περίτεχνο καμπαναριό - ωρολογοστάσιο που κατασκεύασε Τηνιακός μαρμαράς στα 1877 και απέναντι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου: κτίστηκε στα 1810 στη θέση παλαιότερου ναού και έχει τοιχογραφίες του Φώτη Κόντογλου. Η ανέγερσή της ολοκληρώθηκε μέσα σε 75 ημέρες στα πλαίσια των βραχυπρόθεσμων αδειών που εξέδιδε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Βελής Πασάς.
Οι τεχνίτες και τα Μεστιτσιώτικα
»Χρυσικοί, μπρουντζάδες, χαλκωματάδες, γανωματήδες, σιδεράδες, καλαντζήδες, καμπανάδες αλλά και οπλουργοί και πυριτιδοποιοί: οι τεχνίτες της Στεμνίτσας καταπιάστηκαν με πολλές τέχνες ήδη από τον 16ο αιώνα, όπως και εκείνοι της Δημητσάνας, και ταξίδευαν προωθώντας τα προϊόντα τους στην οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και έξω από αυτήν.
Οι Στεμνιτσιώτες μεγαλούργησαν στη μεταλλοτεχνία και κυρίως στην αργυροχρυσοχοΐα, τέχνη που διατηρήθηκε σε ακμή μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Η φήμη τους εξαπλωνόταν μέχρι τον Δούναβη καθώς, εκτός από τα εργαστήρια που διατηρούσαν στο χωριό, περιόδευαν σε μπουλούκια πραγματοποιώντας πολύμηνα ταξίδια.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως είχαν διαμορφώσει τα σαμάρια των ζώων έτσι ώστε να μπορούν να εργάζονται ακόμη και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Οι τεχνίτες διαφύλασσαν την τέχνη τους και δεν διέδιδαν τα μυστικά της.
Ετσι εξέλιξαν μία συνθηματική γλώσσα, τα Μεστιτσιώτικα, τα οποία παρότι εμφανώς στηρίζονται απλά στον αναγραμματισμό των συμφώνων, συμπεριελάμβαναν ξένες, συμβολικές, αυτοσχέδιες και παράγωγες λέξεις, η κατανόηση των οποίων ήταν αδύνατη. Οι τεχνίτες φημίζονταν και για? τις νοθείες τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός τεχνίτη που κατασκεύασε επί τουρκοκρατίας τα καντήλια μιας εκκλησίας και οι επίτροποι τον κατηγόρησαν ότι δεν ήταν από καθαρό ασήμι.
Ο τεχνίτης προσπάθησε να τους πείσει αλλά εκείνοι τον υποχρέωσαν να ορκιστεί μπροστά στην εικόνα: «Σιμό και σιμό και τάκω από τη σέμη» (μισό και μισό και κάτω από τη μέση) ορκίστηκε στα Μεστιτσιώτικα ο τεχνίτης, με μία φράση που έμελλε να μείνει στην ιστορία, και όλοι έμειναν ικανοποιημένοι!
Στις μέρες μας οι Μεστιτσιώτικες κουβέντες έχουν πάψει προ πολλού να ακούγονται, ωστόσο οι Στεμνιτσιώτες προσπαθούν να διατηρήσουν την παράδοση της αργυροχρυσοχοΐας. Στον κεντρικό δρόμο υπάρχουν τρία αργυροχρυσοχοεία ενώ στο χωριό λειτουργεί και επαγγελματική σχολή Αργυροχρυσοχοΐας που στεγάζεται στο όμορφο κτίριο του παλιού δημοτικού σχολείου. Σήμερα φοιτούν 14 παιδιά από όλη την Ελλάδα τα οποία διοργανώνουν εκθέσεις όπου παρουσιάζουν τα έργα τους.
Η κυρά της Αρκαδίας
Δύο λόφοι στέκονται αντικριστά στα 1.000 μέτρα υψόμετρο: πάνω τους είναι γαντζωμένα αρχαία σπαράγματα, πέτρινα αρχοντικά σπίτια, αξιόλογα μνημεία και σύγχρονοι ξενώνες και καταστήματα που κάνουν αυτή τη γωνιά της Γορτυνίας δημοφιλή εδώ και πολλά χρόνια.
Κτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Τεύθιδος, η Δημητσάνα δεν έπαψε ποτέ να κατοικείται και να αποτελεί διοικητικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η Δημητσάνα ξεπερνά τις προσδοκίες των επισκεπτών. Τα στενά καλντερίμια με τις στοές καθοδηγούν τα βήματα του επισκέπτη όχι μόνο σε ένα πανέμορφο χωριό αλλά και σε ένα ταξίδι στον χρόνο.
Από τα τμήματα του τείχους της αρχαίας Τεύθιδος που εντοπίζονται μέσα στον οικισμό φαίνεται πως ηΔημητσάνα καταλαμβάνει ακριβώς την ίδια θέση με την αρχαία πόλη, η ακρόπολη της οποίας βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, στις συνοικίες του Κάστρου και της Πλάτσας. Ο περίπατος στα σοκάκια εμφανίζει την αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική με τα αρχοντικά λιθόκτιστα σπίτια τα περισσότερα από τα οποία είναι αναστηλωμένα (Ξενιού, Καζάκου, Αντωνόπουλου, Παλαιών Πατρών Γερμανού) και στεγάζουν ξενώνες με σύγχρονες ανέσεις ή ιστορικές συλλογές. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκκλησίες: οι μονόκλιτες θολωτές βασιλικές της Κοίμησης της Θεοτόκου, της Βλαχοπαναγιάς και του Αγίου Βασιλείου, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ο Αγιος Γεώργιος, αλλά και οι ναοί του 19ου αιώνα όπως η μητρόπολη της Αγίας Κυριακής, ο Ταξιάρχης Μιχαήλ και ο Αγιος Χαράλαμπος.
Στη Δημητσάνα διατηρούνται και τα σπουδαία κτίρια της ιστορίας της: η Βιβλιοθήκη στεγάζεται σε τμήμα της περίφημης Σχολής Δημητσάνας που λειτούργησε από το 1764 και από τις αίθουσές της πέρασαν, όπως αναφέρεται, επτά πατριάρχες, εβδομήντα μητροπολίτες και πολλοί λόγιοι, ιερείς και δάσκαλοι.
Παρότι μεγάλο μέρος της ιστορικής βιβλιοθήκης παραχωρήθηκε για την κατασκευή φυσεκίων κατά τη διάρκεια του Αγώνα, «είχαμε έλλειψη από μολύβι και χαρτί και επήραμεν τη Βιβλιοθήκην της Δημητσάναςκαι άλλων μοναστηρίων και εδέναμε φουσέκια» αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης, αριθμεί στις μέρες μας περισσότερους από 35.000 τόμους, χειρόγραφα και έγγραφα. Στον ίδιο χώρο εκτίθενται η λάρνακα με τα οστά του Παλαιών Πατρών Γερμανού και η σέλα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενώ στον χώρο φιλοξενείται λαογραφική και αρχαιολογική συλλογή (τηλ. 27950 31219).
Το σπίτι του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' έχει αναστηλωθεί και οργανωθεί σε εκκλησιαστικό μουσείο. Εκτίθενται εικόνες, άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη καθώς και μερικά αντικείμενα του πατριάρχη (τηλ. 27950 31217).
Πηγή ζωής ο Λούσιος
Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών τον αποκαλούν «φασαριόζη», οι γέροντες «δουλευταρά», οι μοναχοί της μονής Προδρόμου «σύντροφο» κι οι νεαροί επισκέπτες «διασκεδαστικό». Ο ποταμός Λούσιος, παρότι μικρός σε μήκος και πλάτος, στριμώχνεται στο περίφημο φαράγγι του ( Δημητσάνα-Αρχαία Γόρτυνα) κάνοντας? μνημειώδη φασαρία. Πηγάζει από το οροπέδιο της Καρκαλούς, από το χωριό Καλονέρι και χύνεται έπειτα από 26 χιλιόμετρα, στον ποταμό Αλφειό, κοντά στην Καρύταινα. Κατά μήκος αυτής της μικρής σχετικά διαδρομής υπάρχουν 16 γεφύρια, ασκηταριά, μοναστήρια, πέτρινο μονοπάτι, νερόμυλοι και περισσότερες από 100 νεροτριβές: οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν τον ποταμό και τα ορμητικά νερά του επιδεικνύοντας όμως τον απαιτούμενο σεβασμό.
Ο Λούσιος αποτελεί ένα πλούσιο οικοσύστημα. Στα νερά του, μέσα στα οποία λούστηκε από τις Νύμφες ο νεογέννητος Δίας δίνοντας στο ποτάμι το όνομά του, ζουν πέστροφες, καβούρια, βατράχια και νερόφιδα ενώ στις απόκρημνες πλαγιές του φαραγγιού και στα σπηλαιώδη ανοίγματα φωλιάζουν πολλά είδη πουλιών μεταξύ των οποίων και αρπακτικά.
Τα ίδια απομακρυσμένα σημεία μοιάζει να προτίμησαν και οι άνθρωποι των προηγουμένων αιώνων, οι ασκητές που θέλοντας να απομακρυνθούν από τα εγκόσμια σκαρφάλωσαν στα βράχια και έφτιαξαν τις σκήτες τους ήδη από τον 10ο αιώνα. Τότε ιδρύθηκε μέσα στο φαράγγι η μονή Φιλοσόφου (αναφέρεται και ίδρυση τον 12ο αιώνα), από το βυζαντινό άρχοντα Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, τον αποκαλούμενο Φιλόσοφο, αρχιγραμματέα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Πρόκειται για την ερειπωμένη σήμερα, παλαιά μονή που «σφηνώθηκε» σε μια στενή προεξοχή του βράχου, σαν συνέχειά του, στη δυτική πλευρά του φαραγγιού. Το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε τον 17ο αιώνα και ιδρύθηκε λίγο βορειότερα, σε πιο ομαλή τοποθεσία η Νέα Μονή Φιλοσόφου, το καθολικό της οποίας είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και έχει τοιχογραφίες κρητικής τεχνοτροπίας - έργα του ζωγράφου Βίκτωρα.
Σε αυτό το μοναστήρι λειτούργησε σχολή ελληνικών γραμμάτων από την οποία, όπως λέγεται, αποφοίτησαν μεγάλες προσωπικότητες της Εκκλησίας όπως ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' που καταγόταν από τη Δημητσάνα. Η σχολή λέγεται ότι ήταν ο πρόδρομος της περίφημης σχολής Δημητσάνας. Στις μέρες μας το μοναστήρι αποτελεί μετόχι της μονής Προδρόμου, είναι αναστηλωμένο και επισκέψιμο (τηλ. 27950 81447).
«Μπαρούτι είχαμε, έκαμνε η Δημητσάνα»
Οι Δημητσανιώτες υπήρξαν ανέκαθεν δραστήριοι: φημισμένοι μεγαλέμποροι και έμπειροι τεχνίτες, εξέλιξαν πολλές τέχνες που χάρισαν αίγλη και πλούτο στην ιστορική κωμόπολη. Πρωτεύοντα ρόλο στη βιοτεχνία τηςΔημητσάνας, ωστόσο, έπαιζε η πυριτιδοποιία την οποία πλαισίωναν και άλλες συναφείς τέχνες όπως η κατασκευή όπλων και βολιών. Οι φημισμένοι μπαρουτόμυλοί της που τροφοδότησαν με πυρίτιδα την Επανάσταση άρχισαν να κατασκευάζονται το 1819 με πρωτοβουλία των αδελφών Σπηλιωτόπουλων. Οι πυριτιδοποιοί ωστόσο παρήγαγαν μπαρούτη ήδη από τον 16ο αιώνα και την παρείχαν στους Τούρκους κερδίζοντας φοροαπαλλαγή. Μέχρι την κατασκευή των μπαρουτόμυλων η παραγωγή γινόταν χειροκίνητα: συνήθως στα σπίτια και με τη χρήση γουδιών μέσα στα οποία τοποθετούνταν το θείο, ο άνθρακας και το νίτρο.
Τα γουδοχέρια αντικαταστάθηκαν στους μύλους από μεγάλα κοπάνια (στις αρχές του 20ού αιώνα αντικαταστάθηκαν κι αυτά από έναν μονόλιθο) την κίνηση των οποίων μετέδιδε μέσω ενός άξονα και της φτερωτής η δύναμη του νερού. Εκτός από τους μπαροτόμυλους υπήρχε πλήθος ακόμη υδροκίνητων εγκαταστάσεων, νερόμυλοι, νεροτριβές, ταμπακόμυλοι κ.ά., οι οποίες τοποθετούνταν σε καίρια σημεία στους αμέτρητους χειμάρρους και τις πηγές της περιοχής. Ετσι εξελίχθηκαν σε κέντρα εργαστηρίων κάποια από τα οποία λειτούργησαν έως τον 20ό αιώνα, τα οποία εκμεταλλεύονταν διαδοχικά το νερό. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα κέντρου εργαστηρίων βρίσκεται στο κεφαλάρι του Αϊ-Γιάννη, οι εγκαταστάσεις του οποίου έχουν αναστηλωθεί δημιουργώντας το μοναδικό στο είδος του Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης (τηλ. 27950 31630). Ο μπαρουτόμυλος, το βυρσοδεψείο, ο νερόμυλος κι η νεροτριβή λειτουργούν και πάλι για τις ανάγκες του μουσείου ενώ ο τρόπος λειτουργίας τους και τα στάδια επεξεργασίας παρουσιάζονται με οπτικοαουστικά μέσα.
Η ΜΟΝΗ ΑΙΜΥΑΛΩΝ
Το όμορφο μοναστήρι βρίσκεται στον δρόμο Στεμνίτσας- Δημητσάνας και το καθολικό του, που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, διαμορφώθηκε μέσα σε σπήλαιο κατά τον 16ο - 17ο αιώνα. Εχει τοιχογραφίες που φιλοτέχνησαν στα 1608 οι αδελφοί Μόσχου από το Ναύπλιο. Η μονή Αιμυαλών υπήρξε ορμητήριο των αντρών του Κολοκοτρώνη, όπως και ο Ληνός των Κολοκοτρωναίων, όπως αποκαλείται, λίγο μακρύτερα. Εκεί αναφέρεται ότι κατέφυγαν στα 1806 ο αδελφός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γιάννης, μαζί με έξι άντρες του, οι οποίοι σκοτώθηκαν από τους Τούρκους έπειτα από προδοσία ενός καλόγερου.