Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025 -

Τάσης Χριστογιαννόπουλος: «Το να τραγουδάς κάτω από την Ακρόπολη, για όποιον έχει τη δυνατότητα να το ζήσει, είναι συγκλονιστική εμπειρία»



Ο Έλληνας βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος με τη διεθνή καριέρα,πρωταγωνιστεί στην παράσταση "Ναμπούκκο" της ΕΛΣ που ανεβαίνει στις 26 27 29 και 30 Ιουλίου στο Ηρώδειο, μιλά στο popaganda.gr και στον Δημήτρη Πάντσο για τις αποφάσεις της ζωής, τους μεγάλους ρόλους και την πίστη στο Θεό, που όταν την έχεις μαζί σου δεν σε φοβίζει τίποτα.

Σε ότι αφορά τον ρόλο του στην παράσταση αναφέρει:

Ο Ναμπούκκο έχει πάθος, του λέω... «Ο Ναμπούκκο κι αν το ‘χει», λέει. «Είναι ο βασιλιάς, όπως στη ζωή μας εμείς είμαστε ο αρχηγός, ο οποίος κάποια στιγμή, από τη δύναμη που έχει αποκτήσει, νομίζει ότι μπορεί μόνος του να είναι και Θεός και του έρχεται μια κατραπακιά στο κεφάλι. Εκεί συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να είναι μόνος του, κανείς δεν είναι Θεός, και στο συγκεκριμένο έργο προσεύχεται και ζητάει συγχώρεση και ουσιαστικά ξαναζητάει αυτή τη σχέση με τον Θεό, με αυτό το μεγαλύτερο. Αντίστοιχα λοιπόν και εγώ, κάπως έτσι είναι που ξανάρχομαι στο Ηρώδειο, με τον Ιταλό δάσκαλό μου, με τον Κώστα Πασχάλη με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και για τον οποίο τραγούδησα Nabucco το 2000 στη Λυρική σε δική του σκηνοθεσία. Γιατί φωνητικά, επειδή ο Nabucco είναι ένας πολεμιστής, δυνατός, αρχηγός, συνήθως -και ορθώς- βάζουν δυνατούς βαρύτονους. Εγώ, ερχόμενος με μία γαλλική προσέγγιση, με τη δική μου αν θες μεταφυσική λεπτή αίσθηση των πραγμάτων αλλά και βαθιά προσευχητική, εάν μπω να τραγουδήσω Ναμπούκκο και να βάλω τη δύναμή μου θα με κερδίσει. Θα μου έρθει στο κεφάλι. Είναι πιο δυνατός, είναι πιο μεγάλος από μένα. Ο Ναμπούκο υπάρχει από το 1840 ενώ εγώ από το 1967, άρα με νικάει (γελάει)».

Άρα τι κάνεις;, τον ρωτώ. «Επειδή το πάθος σε παρασέρνει», διευκρινίζει, «θέλει πάρα πολύ έλεγχο, αυτοσυγκράτηση, συγκέντρωση, τόσο όσο να είσαι παρόν, να είσαι καθαρός, να προσπαθείς να μην επεμβαίνεις ούτε στον χαρακτήρα γιατί όση φωνή και να βάλεις δεν φτάνει. Άρα θα πρέπει να φροντίζεις και να συντονίζεσαι καλά με ό,τι υπάρχει μεγαλύτερο από σένα, ας πούμε ο Verdi, ο Nabucco, η μουσική, ο Θεός, το Ηρώδειο, οι 5.000 άνθρωποι που θα είναι εκεί. Για όλο αυτό λοιπόν, πρέπει να βρω μία συντεταγμένη στο δικό μου σώμα, τη δική μου φωνή και απλώς να ελέγχω σαν πηδαλιούχος προς τα πού θα κατευθυνθεί. Το να τραγουδάς επίσης κάτω από την Ακρόπολη, για όποιον έχει τη δυνατότητα να το ζήσει, είναι συγκλονιστική εμπειρία. Συγκλονιστικότερη από τους θεατές, γιατί εμείς, τραγουδώντας, βλέπουμε από πάνω τον ναό φωτισμένο. Τα ανοιχτά θέατρα έχουν το καλό ότι συνδέεσαι άμεσα με το σύμπαν. Είσαι σε ένα σημείο που δημιουργείται κάτι σαν σπείρα. Επομένως η δική μου δουλειά δημιουργεί μια βαθιά ηδονή και απόλαυση και εγώ προσπαθώ να μην επιτρέψω να επέμβει το “Εγώ” – να κάνει το δυνατόφωνο βαρύτονο – αλλά να είμαι παρών, ειλικρινής, αυτός που είμαι, και ας γίνει ό,τι θέλει ο Θεός. Συνήθως αυτό που γίνεται έχει νόημα».

Αυτό το έργο, αυτός ο χαρακτήρας, τελικά μιλάει για έναν άνθρωπο που η αλαζονεία τον έχει συνεπάρει; Καίγεται από αυτήν την έπαρση; Ή είναι ένα έργο για την πτώση και το πώς θα καταφέρει να σηκωθεί μετά; «Και τα δύο. Η διαφορά, για παράδειγμα, είναι ότι στον Οιδίποδα ο ήρωας καίγεται αλλά για να σηκωθεί πρέπει να φτάσει μέχρι τον Κολωνό. Και σηκώνεται μετά θάνατον, με την έξοδο. Αντιθέτως, ο Ναμπούκκο καίγεται από την αλαζονεία. Είναι αυτό το οποίο δυστυχώς κάνουμε οι άνθρωποι στον πλανήτη, δηλαδή η αλαζονεία του ανθρώπου όντας στον πλανήτη καίει την ύπαρξή του. Δεν είναι άσχετο αυτό που λέμε για το προπατορικό αμάρτημα και δεν εννοώ την παρακοή αλλά ότι νομίζεις ότι μπορείς μόνος σου. Η διαφορά λοιπόν στον Ναμπούκκο από τον Αδάμ είναι ότι ο Ναμπούκκο όταν το καταλαβαίνει ζητάει συγνώμη και ακριβώς ξαναζητάει τη σχέση. Άρα, ναι, καίγεται, αλλά μπορεί να ξανασηκωθεί. Δείχνει τη δυνατότητα της σωτηρίας, όπου «σωτηρία» στα ελληνικά σημαίνει ολοκλήρωση. Άρα μπορούμε μέσω της αναγνώρισης της δικής μας αδυναμίας και από την «ταπείνωση» να ξανάρθουμε στην πληρότητα μας. Ο Ναμπούκκο κάνει όλη αυτή τη διαδρομή. Ο Nabucco είναι και πολιτικό πρόσωπο. Υπάρχει η εξουσία, επομένως ελλοχεύει η ύβρις του να ξεπεράσεις το μέτρο και μετά έπεται η καταστροφή. Στη δική μου αίσθηση βεβαίως αυτό το οποίο το κάνει περισσότερο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα δεν είναι η πολιτική του διάσταση, αλλά η ανθρώπινη».

Εξαρτώνται όλα αυτά και από την εκάστοτε χρονική περίοδο; Η ιστορία και αυτά που θέλει να πει αυτή η όπερα γέρνουν στο πολιτικό ανάλογα με την εποχή; Πρέπει τα εκάστοτε ιστορικά γεγονότα να διαμορφώνουν μια άλλη οπτική στο έργο; «Ως ακροατής, ως δέκτης του έργου, το ανθρώπινο του κομμάτι με αγγίζει ανά πάσα στιγμή της ζωής μου, ενώ το πολιτικό με αγγίζει κατά περιόδους. Η σκηνοθεσία αυτή, για παράδειγμα, το μεταφέρει στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παίρνεις μία εξωτερική πολιτική συνθήκη και την εντάσεις στο έργο. Εγώ δεν συμφωνώ, αλλά μετά από 37 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας έμαθα να κρατάω απόσταση γιατί αλλιώς 8 στις 10 φορές θα έπρεπε να φύγω. Θα παίξω για να βρω κάτι το οποίο θα με ενδιαφέρει σε αυτήν την πρόταση. Να σου πω μια ιστορία από μια παλιά μου συνεργασία. Στον Οθέλλο του Bob Wilson. Το τελείως ακίνητο, το μινιμαλιστικό, το φορμαλιστικό θέατρο, το γιαπωνέζικο στυλ που δεν κουνιέσαι καθόλου. Όταν κάναμε πρόβα, διόρθωνε ακόμα και τον αντίχειρα αν ήταν πολύ ανοιχτός ή πολύ κλειστός. Εκείνη την περίοδο, ενώ δυσκολευόμουν γιατί ήθελα να κάνω τον Ιάγο όπως εγώ τον αισθανόμουν σωματικά και φωνητικά. Παράλληλα σπούδαζα Ελληνικό Πολιτισμό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Βρισκόμουν στο μάθημα για την κλασική γλυπτική όπου διάβαζα για μία φόρμα που οι γλύπτες, οι καλλιτέχνες, δεν έπρεπε να ξεφύγουν. Έπρεπε να ακολουθήσουν πολύ συγκεκριμένα στοιχεία. Ήταν για εκείνους μία πρόκληση για το πώς θα εμφανιστεί η δική τους προσωπικότητα στο άγαλμα. Αυτό με βοήθησε σαν σκεπτικό γιατί αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να τραγουδήσω τον Ιάγο με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ο άνθρωπος, ο τραγουδιστής Τάσης, θα υπήρχε και εκείνος μέσα εκεί, όχι για να προσθέσει κάτι στο έργο αλλά για να αισθανθεί ότι έχει νόημα για τον ίδιο αυτή η διαδρομή. Θέλω να πω ότι όταν διαφωνούμε, έχει πολύ ενδιαφέρον να ψάχνουμε να βρούμε προσωπικούς τρόπους που να σχετιστούμε και να δοκιμάσουμε, ακόμα και αν δεν μας αρέσει».