Σάββατο 01 Μαρτίου 2025 -

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ- Τάσης Χριστογιαννόπουλος: Δέχτηκα να τραγουδήσω το ρόλο του Σκάρπια στην Τόσκα «μετά φόβου Θεού» αλλά και «πίστεως και αγάπης»



Μετά την τεράστια επιτυχία στο ρόλο του Ιάγου στον “Οθέλλο” του Σαίξπηρ σε μουσική του Βέρντι και σκηνοθεσία του  Μπομπ Ουίλσον, τον περασμένο χειμώνα, ο διεθνώς καταξιωμένος Έλληνας βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, επιστρέφει με έναν ακόμα ρόλο πρόκληση αυτόν του Βαρόνου Σκάρπια στην "Τόσκα" του Πουτσίνι που ανεβαίνει στο Ηρώδειο, στις 28-29-30-31 Ιουλίου από την Ε.Λ.Σ. 

Στην παράσταση, συμπράττουν  σπουδαίοι Έλληνες και ξένοι πρωταγωνιστές της όπερας, ενω τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ούγκο ντε Άνα και την παραγωγή διευθύνει ο Γάλλος αρχιμουσικός Φιλίπ Ογκέν 

Λίγο πριν την πρεμιέρα ο Έλληνας βαρύτονος μίλησε στο Briefingnews για το έργο, τον  ρόλο του, καθώς και την σχέση του με το ελληνικό κοινό... 

-Διαβάζοντας κανείς την υπόθεση του έργου αβίαστα, κάνει συνειρμούς σε γεγονότα και καταστάσεις της εποχής μας. Πώς γίνεται ένα έργο που γράφτηκε γύρω στο 1800, να είναι τόσο διαχρονικό και επίκαιρο;  

Τα μεγάλα έργα έχουν αυτή την ιδιότητα, να είναι διαχρονικά διότι πραγματεύονται θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, ζωής και συμπεριφοράς πέρα από τα όρια μιας εποχής. Ο έρωτας, η ζήλεια, ο πόθος, η λαγνεία, η ελευθερία, η βία, η εξουσία για να αναφέρουμε κάποια από τα θέματα της Τόσκας παραμένουν στοιχεία της πεπτωκυίας φύσης του ανθρώπου και έτσι το έργο μας αγγίζει και μας αφορά και σήμερα και θα μας αφορά ακόμη για καιρό... 

-Η υποβλητική μουσική του Πουτσίνι πώς δένει με την υπόθεση του έργου; 

 Οργανικά με τέτοιο τρόπο ώστε να γνωρίζουμε σήμερα περισσότερο το έργο του Πουτσίνι από το αντίστοιχο θεατρικό του Σαρντού. Η μεγαλοφυία του συνθέτη έδωσε μουσική μορφή στους χειμάρρους των καταστάσεων και των συναισθημάτων του έργου τέτοιας δύναμης και γοητείας, τέτοιας αποκαλύψεως και συγκίνησης που είναι σαν να εξέλιξε το έργο να το ανέβασε σε υψηλότερες σφαίρες καλλιτεχνικής δημιουργίας. 

-Το συγκεκριμένο έργο έχει ανέβει από την ΕΛΣ και το 2012. Ποιά είναι η καινούρια οπτική στο νέο ανέβασμα του;  

Αν δεν κάνω λάθος το προηγούμενο ανέβασμα μετέφερε τη δράση στους χρόνους της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι. Η καινούρια οπτική σε αυτό το ανέβασμα του Ντε Άνα είναι, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η επιστροφή στην παράδοση. Είναι ένα ανέβασμα απόλυτα πιστό στην εποχή και στις επιταγές του έργου. Έτσι μπορούμε να έρθουμε σε άμεση επαφή με το έργο αυτό καθαυτό με το επιπλέον εντυπωσιακό σκηνικά και οπτικά στοιχείο του ανεβάσματος στο Ηρώδειο. 

-Είναι η πρώτη φορά που υποδύεστε τον ρόλο του Σκάρπια. Υπάρχουν κάποια στοιχεία στον χαρακτήρα του ήρωα που σας δυσκόλεψαν;  

Για πολλά χρόνια σκεφτόμουν ότι δεν πρόκειται και δεν ήθελα κιόλας να τραγουδήσω αυτόν τον ρόλο διότι είναι πολύ βίαιος και σκληρός. Αυτή η σκληρότητα φυσικά εκφράζεται με την φωνητική γραφή και όντας από φύση πιο ευγενικός και λεπτός όσο κι αν έβρισκα τον Σκάρπια γοητευτικό υπήρχε μεγάλη απόσταση μεταξύ μας. Για τον λόγο αυτό τον είχα ήδη αρνηθεί δύο φορές. Όταν μου προτάθηκε από την Λυρική να τον τραγουδήσω, το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η σχέση και η εμπειρία του Βότσεκ και του Ιάγου άλλων δύο σκληρών ρόλων, δέχτηκα «μετά φόβου Θεού» αλλά και «πίστεως και αγάπης». Φοβάμαι και δέομαι τον ρόλο αλλά ταυτόχρονα τον πιστεύω δηλαδή τον εμπιστεύομαι και τον αγαπώ. Η δυσκολία ουσιαστικά είναι να μην παρασυρθεί κανείς και να νομίσει ότι είναι δυνατότερος από τον ρόλο. Πάντα ο ρόλος είναι μεγαλύτερος και εμείς τον υπηρετούμε. Αν τον προσεγγίζουμε με αυτά τα τρία στοιχεία, φόβο, πίστη και αγάπη τότε μας αποκαλύπτει έναν συναρπαστικό κόσμο και μας χαρίζει μία υπέροχη εμπειρία σχέσης. 

-Υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που προσεγγίζει ένας καλλιτέχνης ένα ρόλο, τον οποίο έχει ξαναπαίξει στο παρελθόν, σε σχέση με την πρώτη φορά;  

Οι ρόλοι είναι ζωντανοί και η σχέση μας μαζί τους όπως με κάθετι ζωντανό, εξελίσσεται και κάθε φορά, κάθε μέρα, κάθε στιγμή είναι ανοιχτή στο απρόσμενο. Αλίμονο αν κάποιος θεωρήσει τον άλλο δεδομένο, θεωρήσει ότι τον γνωρίζει πλήρως. Εδώ δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας πλήρως. Έτσι και με έναν ρόλο τον προσεγγίζεις μια πρώτη φορά και τον προσεγγίζεις ξανά και ξανά με την ίδια προσμονή, τον ίδιο έρωτα, την ίδια λαχτάρα και βέβαια τον ίδιο σεβασμό. 

-"Συναντάτε” υποκριτικά τον Σκάρπια, έχοντας διανύσει μια μακρά και πολύ επιτυχημένη πορεία, σε ρόλους κλασικού ρεπερτορίου, στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης και όχι μόνο, κατά πόσο αυτό σας βοήθησε να ανταπεξέλθετε στις απαιτήσεις του ρόλου, με μεγαλύτερη ευκολία;  

Με ευκολία δεν θα το έλεγα αλλά με γνώση την οποία φέρνει η εμπειρία και με εμπιστοσύνη. Όταν τραγουδάς, σχετίζεσαι με τους μουσικούς και θεατρικούς χαρακτήρες των ρόλων και τις φωνητικές και σωματικές τους εκφράσεις για πολλά χρόνια τότε ξέρεις ότι αν σεβαστείς τον ρόλο και μπείς στην υπηρεσία του, αν καταφέρεις να βγάλεις το εγώ σου από τη μέση και αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, αν δηλαδή θέλεις να φανεί ο ρόλος και όχι εσύ, τότε ο συνθέτης, η μουσική και ο ίδιος ο ρόλος σε κατευθύνουν και σε οδηγούν με ασφάλεια. Η δυσκολία είναι πάντα στην ανασφάλεια που νιώθουμε να εγκαταλείψουμε την ιδία θέληση.  

-Σε ποια στοιχεία της προσωπικότητας του Σκάρπια εστιάσατε για να δομήσετε τον χαρακτήρα που υποδύεστε;  

Ο Σκάρπια είναι αυτό που λέμε με μία λέξη κακός. Είναι σαδιστής, βίαιος, λάγνος, ανήθικος. Ξέρουμε όμως ότι κάτω από αυτά τα «ελαττώματα» βρίσκεται πάντα ο φόβος, ο φόβος της εγκατάλειψης, ένα έλλειμα αγάπης, αποδοχής. Δεν ξέρουμε τι τον οδήγησε σε αυτή την προσωπικότητα. Τα πάθη, ο εθισμός, είναι ουσιαστικά κραυγές αγωνίας από ανθρώπους που δεν έχουν βιώσει την αγάπη και ζουν την αναπηρία του όντος που είναι αποκομμένο από τη σχέση και την επικοινωνία. Εκτός λοιπόν από τα εξωτερικά και προφανή στοιχεία της προσωπικότητάς του προσπαθώ να καταλάβω ή καλύτερα να αισθανθώ και τα κρυφά, τα μύχια κενά του. 

-Ποιά είναι τα “εργαλεία” που χρησιμοποιείτε για να “χτίσετε” ένα ρόλο;  

Τα εργαλεία του τραγουδιστή είναι το σώμα του και η φωνή του. Πώς κινείται ένας ρόλος, πώς βαδίζει, πώς ηχεί, πώς νιώθει στο σώμα του, πώς κοιτάζει, πώς γελάει, πώς κλαίει. Όταν διαβάζεις έναν ρόλο, διαβάζεις το κείμενο, την μουσική, το έργο, την εποχή, τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της εποχής που γράφτηκε καθώς και της εποχής που πραγματεύεται και σιγά σιγά σε έναν εξασκημένο κατάλληλα τραγουδιστή ο ρόλος αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. 

-Το γεγονός ότι στην Τόσκα συμπράττετε με διεθνείς καλλιτέχνες, σας βοηθάει να εξελιχθείτε καλλιτεχνικά ή είναι απλώς μια τάση της εποχής;  

Η Όπερα είναι μια διεθνής μορφή τέχνης, μια διεθνής γλώσσα επομένως συχνά συναντιόμαστε, τραγουδιστές πολλών και διαφόρων εθνικοτήτων, διαφορετικών φωνητικών και ερμηνευτικών σχολών και τρόπων, διαφορετικής ψυχοσύνθεσης, προσωπικότητας και συμπεριφοράς Αυτές οι συναντήσεις είναι εκ των πραγμάτων δυνατότητα και ευκαιρία εξέλιξης. 

-Πόσο συμβάλει το καλό κλίμα μεταξύ των συντελεστών μιας παράστασης για να βγει ένα καλό αποτέλεσμα;  

Είναι σαν να λέμε πόσο συμβάλλει ο ήλιος στην λιακάδα ή ο αέρας στην αναπνοή. Είναι εκ των ων ουκ άνευ.  

- Σας έχουν συμβεί δύσκολες συνεργασίες και αν ναι, πώς το διαχειριστήκατε; 

 Και σε ποιον δεν έχουν συμβεί; Είναι φυσικό όταν τόσοι άνθρωποι διαφορετικοί συναντιούνται και κάποιοι θέλουν να επιβάλλουν το εγώ τους στους άλλους. Το διαχειρίζεται κανείς κατά περίσταση. Άλλοτε συγκαταβατικά, άλλοτε συγκρουόμενος, άλλοτε αποχωρώντας. Όλα μέσα στη ζωή είναι. 

-Γιατί, η όπερα στην Ελλάδα δεν είναι τόσο ελκυστική στο ευρύ κοινό, αν και έχει ελληνικές ρίζες; 

 Μπορεί να έχει ελληνικές ρίζες αλλά γεννήθηκε στην Δυτική Ευρώπη τον 16ο αιώνα όπου η Ελλάδα υπό Τουρκοκρατία είχε άλλες ανάγκες και άλλους τρόπους έκφρασης. Το δημοτικό τραγούδι, η βυζαντινή μουσική και μετέπειτα το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι εκφράζουν με μεγαλύτερη αμεσότητα τον ελληνικό λαό, τους πόνους και τους πόθους του. Η όπερα γεννήθηκε και μεγάλωσε στις αυλές των ηγεμόνων της Ευρώπης τον 17ο και 18ο αιώνα και συνεπήρε τον κόσμο κατά τον 19ο με τις επαναστάσεις του και τις εθνικές ιδεολογίες και τα κατά τόπους πατριωτικά κινήματα. Η Ελλάδα είχε άλλη διαδρομή εκείνα τα χρόνια έτσι η όπερα στα μέρη μας ήρθε ως πολιτιστικό στοιχείο ευρωπαϊκό και κυρίως αστικό στα τέλη του 19ου και ιδρύθηκε κρατικός φορέας μόλις το 1939. Συγκίνησε και εξακολουθεί να συγκινεί και ως κοινωνικό γεγονός αλλά φυσικά και ως καλλιτεχνικό δεδομένου ότι το δράμα και η μουσική δεν είναι δυνατόν να μην συγκινούν τους Έλληνες αλλά πάντα ως ένα ποσοστό. Από την άλλη μεριά πόσο ελκυστικός είναι στο ευρύ κοινό ο Όμηρος, ο Χορτάτζης ή ο Σολωμός για να αναφέρουμε δειγματολειπτικά τρείς κατεξοχήν Έλληνες; 

- Επιστρέψατε στην Ελλάδα μετά από μια σειρά επιτυχημένων εμφανίσεων στο εξωτερικό, στη Γαλλία, το Βέλγιο την Ιταλία κ.α. Πώς νοιώθετε κάθε φορά που ξαναβρίσκεστε με το ελληνικό κοινό μετά από μια μακρά απουσία; 

Γυρίζω στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου. Επιστρέφω κάθε φορά όχι ως άσωτος αλλά ως ερωτευμένος με λαχτάρα για αυτή την αγκαλιά. Στην γλώσσα μου και στον τόπο μου. Στους ανθρώπους με τους οποίους γνωριζόμαστε χρόνια τώρα και αγαπάμε χρόνια τώρα και υπάρχουμε μαζί χρόνια τώρα στα εύκολα και στα δύσκολα. Γυρίζω στην μητέρα και μήτρα γη, στα πατρικά και πατρώα εδάφη των προγόνων αλλά και των επιγόνων. Νιώθω επομένως την απόλυτη πληρότητα λουσμένη στο φως του ήλιου και αγκαλιασμένη από τη ζωή και την αγάπη των ανθρώπων και του Θεού. Πολύ δε περισσότερο συγκινητικές οι στιγμές που σμίγουμε όλοι στο Ηρώδειο κάτω από την Ακρόπολη για να τραγουδήσουμε Θεοδωράκη ή Χατζιδάκι ή όπερα, σε έναν μαγικό τόπο αλλά και με έναν μαγικό τρόπο χιλιάδων χρόνων. 

Επιμέλεια: Ελένη Γεννητσεφτσή