Ο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» είναι μία πεντάπρακτη όπερα του Σαρλ Γκουνό, βασισμένη στην κλασική ερωτική τραγωδία του Γουίλιαμ Σέξπιρ. Έργο - ορόσημο του γαλλικού μελοδραματικού ρεπερτορίου, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι στις 24 Απριλίου 1867 με μεγάλη επιτυχία. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά στις 25 Φεβρουαρίου 2018 από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Η όπερα του Γκουνό παραμένει μέχρι σήμερα μακράν η δημοφιλέστερη μελοποίηση του σεξπιρικού δράματος. Οι λιμπρετίστες του έργου Ζιλ Μπαρμπιέ και Μισέλ Καρέ έμειναν πιστοί στο έργο του άγγλου δραματουργού, από το οποίο συχνά δανείστηκαν αυτούσια κομμάτια, καθώς πολλά σημεία του σεξπιρικού κειμένου αποτελούν ιδανική πρώτη ύλη για λιμπρέτο όπερας. Μοναδική προσθήκη τους, ο χαρακτήρας του Στέφανο, του νεαρού υπηρέτη του Ρωμαίου, που ερμηνεύει μια μετζο-σοπράνο.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη Βερόνα και στο επίκεντρό του βρίσκεται ο έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά, καθώς οι οικογένειές τους βρίσκονται σε διαμάχη. Κατά τη διάρκεια αντιδικίας, ο Ρωμαίος σκοτώνει τον εξάδελφο της Ιουλιέτας και εξορίζεται από την πόλη. Προκειμένου να αποφύγει γάμο με άλλον, όπως επιθυμεί ο πατέρας της, η Ιουλιέτα πίνει ένα φίλτρο που τη ρίχνει σε βαθύ ύπνο, ενώ ο περίγυρός της τη θεωρεί νεκρή. Τα νέα φτάνουν στον Ρωμαίο, ο οποίος επιστρέφει στη Βερόνα και, θεωρώντας την Ιουλιέτα νεκρή, φαρμακώνεται. Όταν εκείνη ξυπνά και καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, αυτοκτονεί προκειμένου να ενωθεί για πάντα με τον αγαπημένο της.
Για το τέλος του έργου ο Γκουνό διαφοροποιήθηκε από τον Σέξπιρ και ακολούθησε την παραλλαγή που είχε εισαγάγει ο διάσημος Βρετανός ηθοποιός του 18ου αιώνα Ντέιβιντ Γκάρικ και την οποία είχε επιλέξει επίσης ο Μπερλιόζ. Σύμφωνα με αυτήν, όταν ξυπνά η Ιουλιέτα, ο Ρωμαίος δεν έχει χάσει ακόμα πλήρως τις αισθήσεις του, έτσι ώστε να είναι ακόμα εφικτός ένας τελευταίος διάλογος, ένα τελευταίο ντουέτο, ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους.
Συνολικά, ο αισθησιακός λυρισμός της μουσικής, ο μελωδικός πλούτος, η ευρηματική ενορχήστρωση και η ισορροπία των χορωδιακών σκηνών πλήθους καθιστούν τη συγκεκριμένη όπερα μία από τις επιτυχέστερες μεταφορές της τραγωδίας του Σέξπιρ στο λυρικό θέατρο και όχι συμπτωματικά μία από τις πιο αγαπητές όπερες του ρεπερτορίου.
Τα τέσσερα εκτενή ντουέτα για τους εραστές της Βερόνας και οι διάσημες άριές τους μονοπωλούν το ενδιαφέρον και ταυτόχρονα αναπτύσσουν δραματουργικά την ιστορία από την αθώα αρχική συνάντηση των δύο νέων ως το τραγικό τους τέλος, από το ανάλαφρο «βαλς» της Ιουλιέτας έως την «άρια του δηλητηρίου» της ίδιας και από το εκστατικό τραγούδι του Ρωμαίου ως τον απαρηγόρητο μονόλογό του πάνω από το μνήμα της Ιουλιέτας.
Χάρη στον απίστευτο μελωδικό της πλούτο, η όπερα αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία από την πρώτη κιόλας παρουσίασή το 1867 στο Παρίσι. Ενώ ο «Φάουστ» χρειάστηκε αρκετό καιρό προκειμένου να κατακτήσει το κοινό, η όπερα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σημείωσε άμεση επιτυχία και ήδη από την πρώτη χρονιά ξεπέρασε τις εκατό παραστάσεις, ενώ την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Παρότι ο συνθέτης εστιάζει στο κεντρικό ζευγάρι, οι σκηνές πλήθους με τα εντυπωσιακά χορωδιακά, καθώς επίσης οι σκηνές χορού, δίνουν στο έργο λάμψη κι ένα στοιχείο φαντασμαγορίας, που συνεισφέρουν στη δημοτικότητά του.
Τα πρόσωπα του έργου «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»
- Καπουλέτος, ένας Βενετσιάνος άρχοντας (μπάσος)
- Ιουλιέτα, κόρη του (σοπράνο)
- Πάρις, ένας συγγενής του (βαρύτονος)
- Γκρεγκόριο, άλλος συγγενής του (βαρύτονος)
- Τυβάλδος, ανιψιός του (τενόρος)
- Ρωμαίος, ένα Μοντέγος (τενόρος)
- Μπενβόλιο, φίλος του Ρωμαίου (τενόρος)
- Μερκούτιος, φίλος του Ρωμαίου (βαρύτονος)
- Στέφανο, ακόλουθος του Ρωμαίου
- Γερτρούδη, παραμάνα της Ιουλιέτας (μέτζο-σοπράνο)
- Μοναχός Λαυρέντιος (μπάσος)
- Δούκας της Βερόνας (μπάσος)