Ο «Καπετάν Μιχάλης», το μεγάλο έργο του Καζαντζάκη που προσφέρει αυτήν την Κυριακή το Θέμα, δεν είναι απλώς ένα βιβλίο αλλά ένα στοίχημα ολόκληρης ζωής, η καταγραφή της μεγάλης μάχης που έδινε ο Κρητικός με τα θεριά-τους κατακτητές.
Καθώς η ιστορία του διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα-ακριβώς όταν η Κρήτη αγωνιζόταν με την επανάσταση του 1889 για την ελευθερία, δεν θα μπορούσε παρά να έχει ήρωα τον άγριο ανυπότακτο πολεμιστή, αυτόν που ορκιζόταν να παραμένει άπλυτος, αξύριστος και μαυροφορεμένος μέχρι να φύγει και ο τελευταίος εχθρός. Και να φανταστεί κανείς ότι ο Καζαντζάκης έγραψε το έργο ώριμος πια-για τον απλούστατο λόγο ότι έπρεπε να λύσει ο ίδιος την εσωτερική του σύγκρουση με τους δαίμονες του-κυρίως αυτούς που επέμεναν να δώσουν στον κεντρικό του ήρωα το πρόσωπο του ίδιου του πατέρα με τον οποίο βρισκόταν διαρκώς σε σύγκρουση.
Γιατί ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο αποκλειστικά σε εκείνον, σε αυτόν που τραβούσε με το ζόρι τον μικρό και μελετηρό Νικόλα στα Λιοντάρια για να δει με το πρώτο φως της αυγής τους κρεμασμένους πατριώτες στον τεράστιο πλάτανο της πλατείας. Ήταν αυτοί που είχαν πέσει ηρωικά στη μάχη με τους Τούρκους, νεκροί «γιατί θέλησαν την ελευθερία»-θα είναι τα χαρακτηριστικά λόγια του πατέρα. Η εικόνα και η φράση αυτή θα τον ακολουθεί για πάντα στη ζωή του και θα γίνει το σήμα κατατεθέν της σκέψης του.
Όπως θα δηλώσει και ο ίδιος στον Πρόλογό του: “Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας το με λέξεις, τ' όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λεω τ' όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ' άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας· μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματα μας και συνάμα άρχιζαν ν' ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες· οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους Χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού”. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δεύτερος τίτλος του έργου είναι “Ελευθερία ή Θάνατος” αφού αυτό είναι και το βασικό μήνυμα που διαπνέει το βιβλίο. Επιπλέον αυτή είναι η φράση που έλεγε και έμαθε γράμματα για να τη γράψει ο πατέρας του Καπετάν Μιχάλη,ο Καπετάν Σήφακας.
Όπως λοιπόν το μικρό παιδί, ο Νικόλας πάλευε για πάντα τους δικούς του δαίμονες-και κυρίως τη μάχη με τον πατέρα του έτσι και ο καπετάν Μιχάλης παλεύει με τους δικούς του-παραδόξως αυτούς του έρωτα. Γιατί αυτός ο σκληροτράχηλος Κρητικός ερωτεύεται παραφορά μια Τουρκάλα την Εμινέ, γυναίκα του αδελφικού του φίλου Νουρήμπεη. Όταν μάλιστα ο τελευταίος μονομαχεί με τον Μανούσακα, βγαίνει νικητής αλλά τραυματισμένος:μια πληγή στα γεννητικά όργανα τον αφήνει ανάπηρο και ανίκανο για πάντα. Τελικά αυτοκτονεί αφού καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει ξανά την Εμινέ, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος ο Καπετάν Μιχάλης. Όταν μάλιστα κάποια στιγμή η Εμινέ πιάνεται αιχμάλωτη είναι ο καπετάν Μιχάλης αυτός που αναλαμβάνει να την ελευθερώσει από το σόι του Νουρήμπεη που την απαγάγει όταν μαθαίνει ότι εκείνη θέλει να βαπτιστεί χριστιανή. Οι σφαγές εν τω μεταξύ συνεχίζονται και οι Τούρκοι φτάνουν να κατακτήσουν το μοναστήρι του Αφέντη Χριστού, όπου μέχρι πρότινος κρυβόταν ο Καπετάν Μιχάλης. Τελικά φεύγει προκειμένου να ελευθερώσει την αγαπημένη του Εμινέ αλλά το μοναστήρι πυρπολείται. Μαθαίνοντας τα τραγικά νέα, είναι τέτοιες οι τύψεις του που αποφασίζει τελικά να σκοτώσει την Εμινέ-η μοναδική του αγάπη είναι η πατρίδα. Και όταν όλοι αρχίζουν να υποτάσσονται, μόνο ο Καπετάν Μιχάλης αγέρωχος μέχρι το τέλος αρνείται να παραδώσει τα όπλα.
Η εικόνα του αγέρωχου Κρητικού ήταν το συνειδητό μαζί και το ασυνείδητο του Νίκου Καζαντζάκη: «Κοιτάζοντας τους Κρητικούς, ξέρεις πως αν δεν γίνεις άνθρωπος φταις εσύ μονάχα... γιατί το αψηλό είδος αυτό, ο Άνθρωπος υπάρχει, παρουσιάστηκε στη γης, και δεν έχει δικαιολογητικό ο ξεπεσμός και η αναντρία. Στην Κρήτη, μια ψυχή που δεν καταδέχεται να ξεγελάσει τον εαυτό της ή τους άλλους αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο όσο πουθενά αλλού, τη μονοβύζα θεά που δεν κάνει χατίρια, που δεν κάθεται στα γόνατα κανενούς, μήτε θεούς, μήτε Ανθρώπου, την Ευθύνη». Μια έννοια που πάντα υιοθέτησε σε όλη του τη ζωή αφού δεν φοβήθηκε ποτέ να τα βάλει με τους εχθρούς, τους κατακτητές, τους συντοπίτες του-ακόμα και την ίδια την Εκκλησία.