Ξεκινώντας από το Aρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και συνεχίζοντας κατόπιν σε περιοδεία σε όλη τη χώρα, οι Γιώργος Κιμούλης, Γιάννης Μπέζος, Πέτρος Φιλιππίδης με 12μελή χορό ηθοποιών και μουσικών, παρουσιάζουν ένα νέο, φιλόδοξο ανέβασμα του έργου του Αριστοφάνη «Πλούτος».
Συμμετέχουν επίσης οι Τάσος Γιαννόπουλος και ο Αλμπέρτο Φάις. Η σκηνοθεσία και η διασκευή είναι του Γιώργου Κιμούλη.
Σύγχρονος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404), που σήμανε την πτώση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ο κορυφαίος κωμωδιογράφος της αρχαιότητας Αριστοφάνης πραγματεύεται με διεισδυτικότητα και ακρίβεια την έκπτωση των αξιών. Κεντρική θέση στα 11 σωζόμενα έργα του -οι Αλεξανδρινοί του αποδίδουν συνολικά 40- κρατά η σφοδρή κριτική του στην πολιτική, κοινωνική, ηθική και οικονομική κρίση κατά τη διάρκεια της εκπεσούσης αθηναϊκής δημοκρατίας, με λόγο σύγχρονο και τολμηρό – σε σημείο σοκαριστικό για τα δεδομένα της εποχής. Γεγονός που εξισορροπούσε έντεχνα με την εκλεπτυσμένη παράλληλη χρήση της γλώσσας και συμπυκνωμένα νοήματα που απομακρύνονταν από τους κώδικες της κωμωδίας, αγγίζοντας βαθιά το συναίσθημα των θεατών, κατορθώνοντας έτσι να εμποτίσει το κοινό του με τα μηνύματα που επιδίωκε να περάσει μέσω των έργων του.
Ο «Πλούτος» παρουσιάστηκε το 388 π.Χ., στο τέλος περίπου του Κορινθιακού πολέμου. Η Αθήνα ήλπιζε σε ανάκτηση της αίγλης της – μάταια όμως, αφού η πολιτισμική κρίση ήταν βαθιά, η έκπτωση των ηθών έπληττε βάναυσα τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο και η οικονομία κατέρρεε επιτρέποντας την επικράτηση των επιτηδείων, με την ανοχή βεβαίως της διεφθαρμένης πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Κι εδώ παρεμβαίνει με το έργο του ο Αριστοφάνης. Απογυμνώνει τους ηγέτες του και επαναφέρει το αίτημά του για δίκαιη πολιτεία, αναπτύσσοντας έναν προβληματισμό πάνω στην άδικη κατανομή του πλούτου και στην έκρηξη της διαφθοράς.
Λίγα λόγια για το έργο
Ο Χρεμύλος, πνιγμένος στα χρέη, αναζητά στο Μαντείο των Δελφών χρησμό για τον σωστό τρόπο να μεγαλώσει το γιο του: τίμιο και φτωχό ή πλούσιο και απατεώνα; Η Πυθία, όπως πάντα ομιχλώδης, τον προτρέπει να πάρει σπίτι του τον πρώτο που θα συναντήσει αποχωρώντας από το Μαντείο. Αυτός είναι ένας τυφλός γέρος, ο Θεός Πλούτος, τιμωρημένος από τον Δία για να μη βλέπει που μοιράζει τα πλούτη, ο οποίος αρνείται να θεραπευτεί γιατί φοβάται την οργή του Θεού. Μεταπείθεται ωστόσο από τον Χρεμύλο και τον υπηρέτη του, Καρίωνα, ώστε να διαθέτει τον πλούτο σε όσους τον αξίζουν και όχι στους φαύλους ρήτορες και τους απατεώνες. Η θεά Πενία παρεμβαίνει και προσπαθεί να πείσει πως ο πλούτος θα καταστρέψει τους πολίτες, μιας και οι φτωχοί θα επαναπαυθούν, με αποτέλεσμα να γίνουν τεμπέληδες. Εξανίστανται επίσης όλοι οι επιτήδειοι -των ιερέων μη εξαιρουμένων- οι οποίοι χάνουν τα προνόμιά τους.
«Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου το χρήμα αποτελεί πλέον το θεμέλιο ολόκληρου του συστήματος αξιών, η συγκεκριμένη παράσταση επικεντρώνει την ερμηνεία αυτής της Αριστοφανικής κωμωδίας, σ’ ένα γεγονός που σχεδόν τις περισσότερες παραβλέπεται: στο ότι ο ποιητής στο τέλος του έργου εγκαθιστά το Θεό Πλούτο στο ίδιο το κράτος, δίδοντας έτσι στους πολίτες τη δυνατότητα, απ’ τη στιγμή που όλα τα αναγκαία αγαθά θα είναι δημόσια, να αναζητήσουν τον πραγματικό πλούτο στις ιδέες και στις αξίες, που ίσως έχουν ξεχάσει» αναφέρει ο σκηνοθέτης σε σημείωμά του.