Μετά από μεγάλη μάχη με τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή στα 77 του χρόνια, στο σπίτι του στη Ρώμη. Ο Ιταλός σκηνοθέτης αφήνει «φεύγοντας» μεγάλη κληρονομιά στην έβδομη τέχνη…
Το όνομά του ταυτίστηκε με μια τολμηρή σκηνή στο ερωτικό δράμα του 1972 «Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», με τον Μάρλον Μπράντο και την Μαρία Σνάιντερ. Η αμφιλεγόμενη ερωτική σκηνή, με το βούτυρο που έχει μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, προκάλεσε σοκ σε πολλούς θεατές και στιγμάτισε την καριέρα του ίδιου. Ήταν τότε που κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και απέκτησε διεθνή φήμη.
Ωστόσο, η επόμενη ταινία του, το «1900», ένα ιστορικό φιλμ διάρκειας πέντε ωρών με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ ντε Νίρο, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ντόναλντ Σάδερλαντ και Μπαρτ Λάνκαστερ, ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου από εμπορικές αποτυχίες.
Το «Τελευταίο Τανγκό» απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Ιταλία, όπου τελικά βγήκε στους κινηματογράφους στις αρχές του 1987. Μάλιστα, τα ιταλικά δικαστήρια είχαν καταδικάσει την ταινία ως «άσεμνη, απρεπή, που απευθύνεται στα κατώτερα ένστικτα της λίμπιντο».
Ο Μπερτολούτσι είχε καθηλωθεί από τις αρχές του 2000 σε αναπηρικό καροτσάκι, έπειτα από επέμβαση στη μέση του και -όπως έγινε γνωστό- έπασχε από καρκίνο. Το 2011 βραβεύτηκε για το συνολικό του έργο με Χρυσό Φοίνικα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών.
Ο πρώην πρόεδρος του Φεστιβάλ, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του δήλωσε ότι πέθανε «ο τελευταίος αυτοκράτορας του ιταλικού κινηματογράφου, ο λόρδος όλων των επικών (κινηματογραφικών ταινιών) και όλων των περιπετειών». «Το πάρτι τελείωσε: το τανγκό θέλει δύο», σχολίασε ο Ζακόμπ στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP).
Η σκηνή που δίχασε και τον έκανε διάσημο
Γεννημένος στην Πάρμα της βορειοανατολικής Ιταλίας το 1941, γιος ενός ποιητή και κριτικού του κινηματογράφου, ο Μπερτολούτσι έκανε ταινίες που συχνά ήταν έντονα πολιτικοποιημένες: το «1900» είχε ως στόχο να αφηγηθεί την γέννηση των σοσιαλιστικών ιδεών και της επαναστατικής ουτοπίας, από τις αρχές του αιώνα μέχρι και την πτώση του φασισμού.
Η ταινία προβλήθηκε σε δύο μέρη λόγω της μεγάλης της διάρκειας, γεγονός που επηρέασε εύλογα την εμπορική της απήχηση. Στον «Κομφορμίστα» ο σκηνοθέτης μίλησε για την τύχη των αριστερών στη φασιστική Ιταλία.
Στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» ο Μπερτολούτσι παραδέχτηκε ότι η 19χρονη τότε Σνάιντερ δεν γνώριζε πως ο χαρακτήρας, τον οποίο υποδυόταν ο Μπράντο, θα χρησιμοποιούσε βούτυρο στην επίμαχη ερωτική σκηνή. «Το μοναδικό νέο στοιχείο ήταν το βούτυρο. Αυτό ήταν, όπως έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, το οποίο ενόχλησε την Μαρία και όχι η βία που υπήρχε στη σκηνή και περιλαμβανόταν στο σενάριο της ταινίας.
Είναι εξίσου παρηγορητικό όσο και οδυνηρό να είναι κάποιος τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι αυτά που συμβαίνουν στον κινηματογράφο συμβαίνουν στην πραγματικότητα», είχε πει απευθυνόμενος στους θεατές.
Η Σνάιντερ, η οποία ήταν εθισμένη στο αλκοόλ και καταθλιπτική μέχρι που πέθανε, το 2011, είχε δηλώσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα πως είχε νιώσει «σαν να τη βιάζουν» στη διάρκεια της σκηνής και παρέμεινε οργισμένη για πολλά χρόνια μετά. Ερωτηθείς το 2013 πώς θα ήθελε να τον θυμούνται ο Μπερτολούτσι είχε δηλώσει στο AFP: «Δεν με νοιάζει».
«Θεωρώ ότι οι ταινίες μου είναι στη διάθεση όποιου θέλει να τις δει», είχε πει ο Ιταλόςσκηνοθέτης κατά την παρουσίαση της τρισδιάστατης εκδοχής του «Τελευταίου Αυτοκράτορα» με αφορμή την 25η επέτειο από τη διεθνή κυκλοφορία της. «Και κάποιες φορές γελάω σκεπτόμενος ότι θα με θυμούνται περισσότερο ως κυνηγό ταλέντων νεαρών γυναικών αντί ως κινηματογραφικό σκηνοθέτη», είχε προσθέσει σχετικά.
Η λίστα με τις στάρλετ τις οποίες είχε ανακαλύψει περιλαμβάνουν την Ντομινίκ Σαντά («Ο Κομφορμίστας» -δεκαετία του 70), την παθιασμένη Σνάιντερ από το «Τελευταίο Ταγκό» (1972), την Λιβ Τάιλερ («Κλεμμένη Ομορφιά» - 1996) και την Εύα Γκριν, η οποία το 2003 στους «Ονειροπόλους» έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο.
Ένας ποιητής του κινηματογράφου
Ως παιδί ο Μπερτολούτσι έγραφε ποίηση και πριν ακόμη από την εφηβεία του είχε δημοσιεύσει σε περιοδικά τα έργα του και είχε κερδίσει ένα εθνικό βραβείο ποίησης ως φοιτητής στη Ρώμη. Στα 15 του δανείστηκε μια κάμερα και γύρισε τις πρώτες του ταινίες: βουβές, μικρού μήκους 16 mm. Το 1961 παράτησε το κολλέγιο και έγινε βοηθός σκηνοθέτη του νεαρού Πιερ Πάολο Παζολίνι στην ταινία «Αcattone».
Τα πρώτα του έργα στον κινηματογράφο απείχαν πολύ από τον αισθησιασμό αλλά απεικόνιζαν με πάθος τις επιπτώσες των κοινωνικών κακών, απηχώντας τις ισχυρές αριστερές του απόψεις.
Όπως σημειώνει στο αφιέρωμά του το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η πρώτη του ταινία -ένα θρίλερ- που έκανε το 1962 στα 22 του με τίτλο «The Grim Reaper» (έτσι αποκαλείται ο Χάρος) με θέμα τον φόνο μιας ιερόδουλης, ήταν εμπορική αποτυχία.
Σημείο καμπής στην καριέρα του στάθηκαν, τη δεκαετία του 70, οι εξής δύο ταινίες του: «Ο Κομφορμίστας» (μια μεταφορά του βιβλίου του Αλμπέρτο Μοράβια) και «Η Στρατηγική της Αράχνης».
Μετά το αμφιλεγόμενο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» και τις εμπορικές αποτυχίες, ο σκηνοθέτης δημιούργησε τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» και συνέχισε να σκηνοθετεί μέχρι το 2012, χωρίς ωστόσο να κατακτήσει κάποια άλλη μεγάλη εμπορική επιτυχία.