Σάββατο 18 Μαΐου 2024 -

12 Ένορκοι. Το έργο που σόκαρε ακόμα και τους δικαστές και κατέδειξε τον ρατσισμό στην απονομή της δικαιοσύνης



Ο Ρέτζιναλντ Ρόουζ έγραψε το σενάριο για τους «12 Ενόρκους» το 1954, αφού είχε ο ίδιος παρευρεθεί σε δίκη ως ένορκος. Η εμπειρία του έμεινε αξέχαστη:  «Ήταν τόσο εντυπωσιακό και επίσημο το σκηνικό στο δωμάτιο του δικαστηρίου με τους ξύλινους τοίχους και τον ασπρομάλλη δικαστή. Με συγκλόνισε.

Με συνεπήρε. Ήμουν ένας από τους ενόρκους για μια υπόθεση ανθρωποκτονίας και συζητούσαμε και διαφωνούσαμε για οχτώ ώρες. Έγραφα μονόωρα δράματα τότε και σκέφτηκα, πόσο ωραίο σκηνικό είναι για δράμα». Μεταφέρθηκε αρχικά στην τηλεόραση τον Σεπτέμβριο του 1954 και ο Ρόουζ βραβεύτηκε με βραβείο Emmy για το σενάριο. Τρία χρόνια αργότερα, οι «12 Ένορκοι» προβλήθηκαν και στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστή και παραγωγό τον αξέχαστο Χένρι Φόντα. Σκηνοθέτης ήταν ο «πρωτάρης» Σίντνεϊ Λουμέτ, που αργότερα έγινε γνωστός για αριστουργηματικές ταινίες όπως το «Σέρπικο» και το «Σκυλίσια Μέρα». Χένρι Φόντα. Ο ένορκος νούμερο 8 Δώδεκα ένορκοι καλούνται να κρίνουν ως ένοχο ή αθώο έναν 18χρονο που κατηγορείται ότι σκότωσε τον πατέρα του. Η απόφαση των ενόρκων έπρεπε να είναι ομόφωνη και αρχικά όλα έδειχναν πως η ετυμηγορία θα ήταν καταδικαστική. Όλοι οι ένορκοι θεωρούσαν ότι ήταν ένοχος, εκτός από έναν, τον Ένορκο 8, τον οποίο υποδύθηκε ο Φόντα. Σταδιακά, παρουσιάζοντας καινούρια στοιχεία και εξετάζοντας τις μαρτυρίες που είχαν δοθεί στο δικαστήριο, ο Ένορκος 8 κατάφερε να αλλάξει την γνώμη των άλλων. Η δικαστής του Supreme Court Justice των ΗΠΑ, Sonia Sotomayor, είχε δηλώσει πως επέλεξε να ασχοληθεί με τη Νομική όταν είδε την ταινία για πρώτη φορά. Παρά τον θαυμασμό της για το έργο όμως, ξεκαθάρισε πως σε ένα πραγματικό δικαστήριο, δεν θα επιτρεπόταν ποτέ στους ενόρκους να αναιρέσουν τις μαρτυρίες και τις αποδείξεις του δικαστηρίου με απλές υποθέσεις, όπως έγινε στην ταινία. Οι 12 Ένορκοι ήταν μόνο λευκοί άντρες. Αποφάσιζαν για την ζωή ενός νεαρού Στο σενάριο, ο Ρόουζ είχε αποφύγει να αναφέρει λεπτομέρειες για την ταυτότητα του νεαρού κατηγορούμενου, πέρα από το γεγονός ότι ζούσε σε μια κακόφημη φτωχογειτονιά, ενώ άφηνε να εννοηθεί ότι ανήκε σε κάποια μειονότητα. Ήθελε να δείξει πόσο αρνητικά προκατειλημμένοι ήταν όλοι οι ένορκοι, βασιζόμενοι μόνο σε αυτά τα δύο στοιχεία. Άλλωστε στην Αμερική της δεκαετίας του ’50, οι ένορκοι ήταν μόνο λευκοί άντρες. Αυτή την ομοιογένεια επιδίωκαν πάντα οι δικηγόροι είτε μέσω κυβερνητικής απόφασης είτε με τη λίστα αποκλεισμού που είχαν στην κατοχή τους. Σε μία από τις πιο έντονες σκηνές της ταινίας, ο Ένορκος 10 αρχίζει να μιλάει κατά των κατοίκων των φτωχογειτονιών, παρουσιάζοντάς τους ως υπανθρώπους, χωρίς συναισθήματα και ήθος. Σταδιακά, οι ένορκοι σηκώνονται απ” το τραπέζι και του γυρίζουν την πλάτη, εξοργισμένοι με τους ισχυρισμούς. Ο Ένορκος χάνει το σθένος του όταν τους βλέπει να απομακρύνονται και τους ζητάει να τον ακούσουν. Στο τέλος, μένει καθιστός μόνο ο Ένορκος 4, ο οποίος του λέει: «Σε άκουσε. Τώρα κάτσε κάτω και μην ξανανοίξεις το στόμα σου!»...