
Τον Αετό της Λεβεντογέννας Ρούμελης, τον Εθνοϊερομάρτυρα Αθανάσιο Διάκο τίμησε για μία ακόμη φορά η τοπική Εκκλησία της Φθιώτιδος και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Συμεών, την Τετάρτη της Διακαινησίμου 23 Απριλίου 2025, ημέρα της ανεπανάληπτης θυσίας του «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία».
Ο Σεβασμιώτατος κ. Συμεών, σεμνά και ταπεινά, μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και την προσφορά της αναιμάκτου θυσίας εις μνήμην και του Εθνοιερομάρτυρος Αθανασίου Διάκου αρχικά τέλεσε Αναστάσιμη Δέηση ευγνωμοσύνης στο κενοτάφιο του Αθανασίου Διάκου στην Λαμία, στον τόπο του μαρτυρίου του και ακολούθως, κατέθεσε λίγα άνθη και τήρησε ενός λεπτού σιγή στο μνημείο του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα.
Στο κενοτάφιο του Αθανασίου Διάκου ο Σεβασμιώτατος κ. Συμεών τόνισε ότι «ο τάφος του Αθανασίου Διάκου υπήρξε πηγή αναστάσεως για το γένος, πηγή αναστάσεως για την ψυχή μας, για το ηθικό μας, για την πίστη μας. Είναι ο ζωοδόχος τάφος της ηρωικής γης της Ρούμελης».
Ο Σεβασμιώτατος κ. Συμεών θα ευλογήσει με την παρουσία του και με την στήριξη της Μητροπόλεως διάφορες εκδηλώσεις, που θα πραγματοποιηθούν σε διάφορους τόπους, στο πλαίσιο του φετινού προγράμματος «ΔΙΑΚΕΙΑ 2025».
Όταν ο Αθανάσιος Διάκος “ανάστησε τον Λεωνίδα”
Ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στα 1781 – 1782 στην Αρτοτίνα και ήταν το μικρότερο από πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του Γεώργιος ήρθε σε μικρή ηλικία από τη Μουσουνίτσα ψυχοπαίδι στον αρχιτσέλιγκα θείο του Θανάση Γραμματικό, παίρνοντας έτσι το επώνυμο Ψυχογυιός. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Πανουργιάς. Παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρα (ή Μπουκουβάλα), μπαίνοντας σώγαμπρος στην οικογένειά της. Απέκτησαν πέντε παιδιά και ασχολήθηκαν με τον ποιμενικό βίο.
Όταν ο Ψυχογυιός με το μεγάλο γιο του Αποστόλη συλλαμβάνονται από τους Τούρκους γιατί βοηθούσαν τους Κλέφτες, φυλακίζονται στην Υπάτη, όπου και πεθαίνουν από τα φρικτά βασανιστήρια. Η περιουσία της οικογένειας δημεύεται. Η χήρα Ψυχογυίνα στέλνει τον ένα γιο της, τον Κώστα, στη Μουσουνίτσα, στην άτεκνη αδερφή του άντρα της Στάμω, σύζυγο του Γιάννη Μασσαβέτα. Ο μικρός Θανάσης μπαίνει στο μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη και οι δύο αδερφές του Σοφία και Καλομοίρα παντρεύονται στην Αρτοτίνα, η πρώτη τον Κώστα Κούστα και η δεύτερη τον Κώστα Σταμάτη.
Οι παραμονές του ξεσηκωμού βρίσκουν το Διάκο μυημένο στη Φιλική Εταιρεία και έτοιμο. Τέλη του Μάρτη του 1821 στέλνει τον έμπιστό του Βασίλη Μπούσγο στη Βοστίτσα (Αίγιο) να πληροφορηθεί για την έναρξη του Αγώνα. Αυτός, όμως, πριν φτάσει, μαθαίνει ότι στην Πελοπόννησο έχουν πέσει τα πρώτα ντουφέκια και επιστρέφοντας σκοτώνει στο Ζεμενό έναν Τούρκο ταχυδρόμο.
Ο Διάκος, εκμεταλλευόμενος την ανησυχία των Τούρκων, αποσπά άδεια γενικής στρατολόγησης. Στις 28 Μαρτίου 1821, στη μονή του Οσίου Λουκά, κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα με τον Σαλώνων Ησαΐα και τον Πανουργιά. Συγκεντρώνει αγωνιστές και απελευθερώνει τη Λιβαδειά την 1η Απριλίου, ενώ ο ξάδερφός του Γεράντωνος απελευθερώνει την Αταλάντη και ο Μπούσγος τη Θήβα. Παίρνει μέρος στις αποτυχημένες επιθέσεις εναντίον της Μπουντουνίτσας (Μενδενίτσας) και του Πατρατζικίου (Υπάτης).
Μαθαίνοντας ότι ο Κιοσσέ Μεχμέτ και ο Ομέρ Βρυώνης κινούνται νότια για την κατάπνιξη της Επανάστασης, σε σύσκεψη με τον Πανουργιά και το Δυοβουνιώτη στους Κομποτάδες αποφασίζουν να τους αντιμετωπίσουν στην Αλαμάνα.
Οι τρεις οπλαρχηγοί χωρίζουν τη δύναμή τους για να καλύψουν όλες τις πιθανές πορείες των Τούρκων, αδυνατίζοντας όμως έτσι τις θέσεις τους. Ο Διάκος πιάνει την Αλαμάνα, από τα ριζά του Καλλιδρόμου, στα Πουριά, προς τη μονή Δαμάστας, μέχρι κάτω τον κάμπο. Ένα μέρος από τους περίπου 500 άντρες του, με επικεφαλής τους Καλύβα και Μπακογιάννη, πιάνει ένα χάνι στο γεφύρι της Αλαμάνας.
Στις 23 Απριλίου 1821 εκδηλώνεται η τουρκική επίθεση. Ο πολυάριθμος στρατός τους κινείται πρώτα εναντίον των Σωμάτων του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, οι οποίοι αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Ο Διάκος με τα παλληκάρια του μένουν σταθεροί στις θέσεις τους. Αντιστέκονται με πείσμα, αλλά με μεγάλες απώλειες.
Μάχονται ηρωικά, όμως τα τούρκικα βόλια τους αποδεκατίζουν. Κάποιος προτείνει στο Διάκο να φύγει να σωθεί, γιατί ο Αγώνας τον χρειάζεται. Ο Διάκος όμως αρνείται. Συνεχίζει ακόμη κι όταν όλοι γύρω του έχουν πέσει. Το σώμα του νεκρού αδερφού του Κώστα το κρατά κοντά του. Μια σφαίρα τσακίζει το ντουφέκι του. Βγάζει τις κουμπούρες, αλλά κι αυτές γρήγορα ανάβουν. Οι Τούρκοι τον κυκλώνουν, με το γιαταγάνι θερίζει όσους μπορεί, κι αυτό όμως σπάει και τον αφήνει άοπλο, πληγωμένο κι εξουθενωμένο, αιχμάλωτο στα χέρια τους.
Δέσμιος οδηγείται στο Ζητούνι (Λαμία). Οι Τούρκοι, ιδιαιτέρως ο Ομέρ Βρυώνης, έχοντας μείνει έκπληκτοι από το θάρρος και την παλληκαριά του, προσπαθούν να τον μεταστρέψουν. Του προτείνουν να απαρνηθεί την πίστη του για να γλιτώσει. Ο Διάκος όχι μόνο αρνείται, αλλά τους εμπαίζει και τους προκαλεί. Δεν φοβάται το θάνατο. Αυτή είναι και η ετυμηγορία. Θάνατος με ανασκολοπισμό, αργός και μαρτυρικός.