Ο λόγος του Ιησού Χριστού «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» γίνεται ο καθρέφτης μας, καθώς φαίνεται η πραγματική μας διάθεση ν’ ακούσουμε το δικό Του λόγο. Ξέρουμε όμως πως δεν είναι στην πραγματικότητα τ’ αυτιά μας που ακούν, αλλά η καρδιά μας.
Εκεί, αν θέλουμε, καρποφορεί ο λόγος Του καθώς θα τον αφήσουμε να εισέλθει στο είναι μας ως δείχτης νέας Ζωής, της όντως Ζωής.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πληθωρισμό λόγου. Πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, διαδίκτυο, βιβλία και περιοδικά κι ένα σωρό μέσα που μας πληροφορούν, παραπληροφορούν, λένε και αναιρούν, που προβάλλουν γνώσεις αληθινές και αληθοφανείς. Πώς να τα κρίνεις όλ’ αυτά ώστε να ξεχωρίσεις το κίβδηλο από το γνήσιο;
Ασφαλώς, από τις συνέπειες του πληθωρισμού του λόγου δεν έμεινε αμέτοχος ο Λόγος του Θεού. Πολλά διαδίδονται, λέγονται, γράφονται. Δεν διακρίνεις εύκολα τις προθέσεις ούτε κι ο πολύς κόσμος μπορεί να κρίνει τη θεολογία των λεγομένων. Γι’ αυτό κι η σύγχυση είναι δεδομένη, κυρίως αν δεν δοκιμάστηκε στην πράξη ο λόγος του Θεού, που είναι τρόπος ζωής κι όχι απλά ωραία λόγια.
Από τη μια, λοιπόν, η επιθυμία ν’ ακούσουμε με την καρδιά μας το Ευαγγέλιο του Χριστού κι από την άλλη η σύγχυση που μπορεί να προκύπτει από τα πολλά που πολλοί λέγουν και γράφουν.
Είναι σημαντικό να δεχτούμε πως η Αλήθεια δεν βρίσκεται σε πρόσωπα αλλά στην Εκκλησία ως σώμα Χριστού. Τα πρόσωπα όμως εκείνα που «ορθοτομούν τον λόγον της Αληθείας» ως «ποιήσαντες και διδάξαντες» και ως συνεχιστές της Εκκλησιαστικής Παράδοσης, μπορούν να εκφράσουν διά του λόγου τους την Αλήθεια της Εκκλησίας. Χωρίς να είναι αλάθητοι κι αναμάρτητοι, γίνονται σημεία που αποκαλύπτουν και δείχνουν την Αλήθεια.
Ο λόγος τους γίνεται σπόρος που πέφτει στο χωράφι της καρδιάς. Η μερική ή προσωρινή αποδοχή του ή η απόρριψή του, όπως και η ολοκληρωτική δεκτικότητά του μένει στην προσωπική ελευθερία του καθενός.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να δικαιολογηθείς πως δεν άκουσες, δεν ξέρεις. Είναι πιο τίμιο να πεις πως δεν θέλεις. Αλλά, ξέρουμε πως δεν πρόκειται για γνώσεις του αιώνος τούτου ούτε μόρφωση για μια επαγγελματική αποκατάσταση. Ο σπόρος του Ευαγγελικού λόγου καθορίζει την αιώνια πορεία του προσώπου μας, δίνει ζωή στην ύπαρξή μας, οριοθετεί την όντως ελευθερία μας ως τέκνα Θεού. Γι’ αυτό και δίνει νόημα στην καθημερινότητά μας, γεμίζει ειρήνη και χαρά την καρδιά μας, ωραιοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις.
Στον πληθωρισμό του λόγου, στη διάσπαση και την πολυπραγμοσύνη, ας ησυχάσουμε λίγο για ν’ ακούσουμε τη φωνή της καρδιάς που ζητά, σιωπηλά ή κραυγαλέα, «ακούσαι λόγον Κυρίου», για να ανασυγκροτηθεί, για να ειρηνεύσει, για να ζήσει.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους