Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025 -

Η άγνωστη συμβολή του Αγίου Όρους στην Επανάσταση του ‘21



Η συμβολή της Μακεδονίας στην Επανάσταση του 1821 είναι λιγότερο γνωστή στην ελληνική ιστορία, ενδεχομένως λόγω του άδοξου τέλους που είχε ο απελευθερωτικός αγώνας στη Βόρεια Ελλάδα, έστω κι αν αναγνωρίζεται ο καθοριστικός του ρόλος στην τελική έκβαση της μάχης έναντι των οθωμανών κατακτητών στον Νότο.

Ακόμα λιγότερο γνωστή είναι η συμμετοχή του Αγίου Όρους στην εθνική παλιγγενεσία. Στην Αθωνική Πολιτεία έστησε το αρχηγείο του ο πρωτεργάτης της εξέγερσης στη Μακεδονία, Εμμανουήλ Παππάς, ενώ οι μοναχοί της συνεισέφεραν στον αγώνα οικονομικά, με όπλα, αλλά και ανθρώπινο δυναμικό. Η αντίσταση που προέβαλαν κράτησε μόλις λίγους μήνες, αλλά θεωρείται από τους ειδικούς σημαντική όχι μόνο για συμβολικούς, αλλά και για ουσιαστικούς λόγους, καθώς, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιεράς Κοινότητας, στο Άγιον Όρος παρέμειναν δεσμευμένες σημαντικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα τουρκικά στρατεύματα στη Νότια Ελλάδα.

Τη λιγότερο γνωστή αυτή πτυχή της ιστορίας φωτίζει μιλώντας στη Voria.gr ο ομότιμος διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Κρίτων Χρυσοχοΐδης. «Η έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 που έφτασε μέχρι τη Μακεδονία, ασφαλώς δεν άφησε αδιάφορο το Άγιον Όρος. Επειδή οι Αγιορείτες δεν ήταν αποκομμένοι στη χερσόνησό τους, αλλά είχαν ιδιαίτερες σχέσεις μέσω των μετοχιών και των αποστολικών του περιοδειών σε οικισμούς της Ελλάδας, είχαν επαφή με τον κόσμο, αλλά και με την πραγματικότητα της εποχής. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλοί Αγιορείτες που γύριζαν στις περιοχές του ευρύτερου ελληνικού χώρου, γνώριζαν για την προετοιμασία του αγώνα. Μάλιστα, γνωρίζουμε με σιγουριά ότι δύο ή τρεις Αγιορείτες ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο ένας από αυτούς ήταν ο ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου Ευθύμιος, ενώ ο δεύτερος ήταν μία πολύ σημαντική προσωπικότητα του Αγίου Όρους, ο Νικηφόρος Χαρτοφύλαξ της Μονής Ιβήρων. Τρίτος φαίνεται πως ήταν ένας από τους οπλαρχηγούς των Σερδάρηδων (σ.σ. χριστιανοί οπλοφόροι που υπηρετούσαν ως φύλακες στο Άγιον Όρος) ονόματι Βασιλικός, τον οποίο ήδη πριν από την επανάσταση είχαν αναζητήσει οι τουρκικές αρχές ως αναμεμιγμένο σε διάφορες επαναστατικές κινήσεις και η Ιερά Κοινότητα τον είχε καλύψει, δηλώνοντας ότι είχε αποχωρήσει», αναφέρει.

Το χρονικό της εξέγερσης

Τον Φεβρουάριο του 1821 φτάνει στην Μονή Εσφιγμένου ο Εμμανουήλ Παππάς με εντολή από την ανώτατη αρχή της Φιλικής Εταιρείας να οργανώσει την επανάσταση στη Μακεδονία. Ενώ βρίσκεται εκεί και είχαν προχωρήσει οι απαραίτητες διαβουλεύσεις για την εκδήλωση της επανάστασης στην περιοχή όχι μόνο του Αγίου Όρους, αλλά και της Μακεδονίας, φτάνει η είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, γεγονός που επισπεύδει τις διαδικασίες. Από τον Απρίλιο αρχίζει η συλλογή των χρημάτων εντός του Αγίου Όρους και μάλιστα με πρώτο καταθέτη τον ίδιο τον Εμμανουήλ Παππά, ο οποίος προσέφερε 3.600 γρόσια. Στο κοινό ταμείο συμβάλλουν γενναία όλα τα μοναστήρια, αλλά και οι επιφανέστεροι Αγιορείτες που είχαν ίδιο κομπόδεμα (σ.σ. στα μοναστήρια τότε επικρατεί το ιδιόρρυθμο σύστημα διαβίωσης των μοναχών και όχι το κοινόβιο). Επισήμως η επανάσταση κηρύσσεται στις 23 Μαΐου του 1821 με πανηγυρική δοξολογία στον ναό του Πρωτάτου και ο αγάς του Αγίου Όρους (στις Καρυές έδρευε ένας οθωμανός αξιωματούχος με πολύ μικρή φρουρά) συλλαμβάνεται και τίθεται σε περιορισμό στη Μονή Κουτλουμουσίου.

Πέρα από την οικονομική συνεισφορά οι μοναχοί προσφέραν στον αγώνα τις βάρκες τους και όπλα. «Αν δούμε τις αρχειακές πηγές και τα σημερινά όχι επίσημα αρχεία, αλλά τα καθημερινά οικονομικά κατάστιχα ακριβώς αυτούς τους μήνες του 1821 θα διαπιστώσουμε πάρα πολλές καταγραφές διακίνησης όπλων και δημιουργίας οπλισμού. Στη Μονή Ιβήρων βλέπουμε να καταγράφονται πιστόλια, καρυοφύλλια, σπαθιά, τουφέκια, γιαταγάνια, καθώς επίσης μοναχούς να ακονίζουν σπαθιά και να μερεμετίζουν γιαταγάνια για να τα δώσουν στους μαχητές. Αυτές οι περιστασιακές εγγραφές που βρίσκουμε στα καθημερινά κατάστιχα που χρονολογούνται τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1821 σκιαγραφούν το κλίμα των ημερών, ένα κλίμα πολεμικό, μια καθημερινότητα ασυνήθιστη για τις αγιορείτικες μονές. Αυτό το κλίμα, απ’ ό,τι είδα δειγματοληπτικά στα κατάστιχα αρκετών μοναστηριών, είναι διάχυτο σε όλες τις μονές», επισημαίνει ο κ. Χρυσοχοΐδης.

Ο Εμμανουήλ Παππάς πηγαίνει στα Μαδεμοχώρια με τελικό αποτέλεσμα στις 15 Ιουνίου το στράτευμά του, που αποτελούνταν μεταξύ άλλων από περίπου 1.000 επαναστάτες μοναχούς, άπειρους στην πολεμική τέχνη, να μην αντέξει σε μία μάχη στην περιοχή της Ρεντίνας. Ο ίδιος καταφεύγει με περίπου 200 άνδρες στον Πολύγυρο και από εκεί στην Κασσάνδρα, ενώ στο στενό του Αγίου Όρους, στην περιοχή της Ιερισσού, στέλνει τον Ρήγα Μαύρο, έναν οπλαρχηγό του, με ολιγομελή ομάδα.

Στα μέσα του Ιουλίου του 1821 βρίσκεται πλέον σε δυσμενή θέση και στο Άγιον Όρος μετά την ήττα στη Ρεντίνα αρχίζουν να δημιουργούνται δεύτερες σκέψεις και διχόνοιες μεταξύ των μοναχών. Ο Ρήγας που είχε γίνει πληρεξούσιος του Εμμανουήλ Παππά παίρνει κάποιες αυθαίρετες αποφάσεις που ουσιαστικά τον και τότε εκείνος επιστρέφει και τον εκτελεί, ενώ διορίζει ως πληρεξούσιό του τον Νικηφόρο Χαρτοφύλακα τον Ιβηρίτη. «Ο Νικηφόρος Χαρτοφύλαξ ήταν λόγιος άνθρωπος που πολλές φορές εκπροσώπησε το Άγιον Όρος στην Κωνσταντινούπολη και το σπουδαιότερο ήταν στενός συνεργάτης του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, όταν επί περίπου μία δεκαετία ως εξόριστος μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης πατριαρχίας του έμεινε στον χώρο την Μονής Ιβήρων. Ήταν ο εξ απορρήτων του και τον χρησιμοποίησε στις επικοινωνίες του», σημειώνει ο κ. Χρυσοχοΐδης, τονίζοντας πως αυτό αποτελεί σημαντικό επιχείρημα ότι ο Γρηγόριος Ε’ γνώριζε την ιδιότητά του ως μέλους της Φιλικής Εταιρείας και στην προετοιμασία των επαναστατικών γεγονότων, κάτι που αναιρεί τις κατηγορίες εναντίον του ότι ήταν προδότης και συμβιβασμένος.

Ο κλοιός των Τούρκων σφίγγει και οι Αγιορείτες τελικά αντέχουν περίπου τρεις μήνες. Αναγκαστικά ο Εμμανουήλ Παππάς αποσύρεται στη Μονή Εσφιγμένου και από εκεί μαζί με τον Ευθύμιο αποπλέουν κρυφά στην Ύδρα. Ο Νικηφόρος Χαρτοφύλαξ, όταν μαθαίνει ότι η Ιερά Κοινότητα παίρνει απόφαση να δηλώσει υποταγή, ώστε να μην ερημωθεί τελείως ο ιερός αυτός τόπος, πηγαίνει στη Μονή Εσφιγμένου και από εκεί στην απελευθερωμένη Ύδρα, απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ.

Καθώς δεν κατέστη δυνατή η αποστολή βοήθειας με πλοία η εξέγερση του Αγίου Όρους οδηγήθηκε σε ένα άδοξο τέλος. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή τον Νοέμβριο του 1821, ενώ η συνθηκολόγηση για την παράδοση υπογράφηκε στις 13 Ιανουαρίου 1822.

Η πρώτη επίσημη καταγραφή για παραβίαση του άβατου

Μετά τη μάχη της Ρεντίνας οι Τούρκοι αρχίζουν να εισβάλουν στην περιοχή της Χαλκιδικής και των Μαδεμοχωρίων με μαχαίρι και φωτιά. Κατοίκων διαφόρων οικισμών καταφεύγουν έντρομοι στο Άγιον Όρος και οι μοναχοί αποφασίσουν να δεχτούν και γυναικόπαιδα, προκειμένου να γλιτώσουν από τον βέβαιο θάνατο. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από αιώνες που παραβιάζεται επισήμως το άβατο, η αγιορείτικη παράδοση που επιβάλλεται από το πρώτο τυπικό του Ιωάννη Τσιμισκή το 970 μ.Χ.

«Μέχρι τώρα είχαμε διάφορες μαρτυρίες μοναχών που αφηγούνται τα γεγονότα της εποχής. Ωστόσο πριν από λίγο καιρό ανακάλυψα στο αρχείο της Μονής Ιβήρων ένα πολύτιμο έγγραφο με χρονολογία 1 Σεπτεμβρίου 1821, που περιέχει την ονομαστική καταγραφή των χηρών, των ορφανών και των τέκνων που φιλοξενήθηκαν στη Μονή Ιβήρων. Τα γυναικόπαιδα δεν φιλοξενήθηκαν μέσα στα μοναστήρια, αλλά σε όλα τα κτίσματα γύρω από την περιοχή, σε κελάρια, αρσανάδες, κελιά, εργαστήρια, ακόμα και σε στάβλους και βουστάσια. Στη Μονή Ιβήρων καταμετρήθηκαν 581 ψυχές και το πολύ σημαντικό αυτό έγγραφο αναφέρει ονομαστικά ποιοι φιλοξενήθηκαν σε ποιον τόπο. Μαρτυρίες που δεν είναι τεκμηριωμένες ανεβάζουν τον συνολικό αριθμό των προσφύγων στις 7.000. Εφόσον μόνο στη Μονή Ιβήρων φιλοξενήθηκαν περίπου 600 ψυχές, ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να είναι μακριά από την πραγματικότητα», αναφέρει ο ομότιμος διευθυντής Ερευνών του ΕΙΕ.

Το βαρύ τίμημα και ο θετικός του αντίκτυπος

Εντός του Αγίου Όρους δεν σημειώθηκαν πολεμικά γεγονότα, όμως ο αντίκτυπος της συμμετοχής της Ιεράς Κοινότητας στον αγώνα ήταν πολύ βαρύς. Όταν μάλιστα ο διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασάς, που στην αρχή είχε φοβηθεί ότι οι μοναχοί με τους επαναστάτες ήταν πολύ περισσότεροι και δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει στη δύσβατη αυτή περιοχή, είδε την αδυναμία αντίστασης, επέβαλε σκληρούς όρους στους αντιπροσώπους των μονών που προσήλθαν να υπογράψουν τη συνθηκολόγηση και την παράδοσή τους με αντάλλαγμα την απονομή χάριτος εκ μέρους του σουλτάνου.

«Το τίμημα που πλήρωσαν ήταν πολύ βαρύ. Υποχρεώθηκαν καταρχάς να μετρήσουν στους Τούρκους 500 πουγκία νομισμάτων (γροσίων), τα οποία κατέβαλαν αμέσως, ενώ τους επόμενους μήνες έπρεπε να καταβάλουν άλλες 3.370 πουγκία, περίπου 1.752.000 γρόσια, ένα αστρονομικό ποσό για την εποχή ως εφάπαξ αποζημίωση για να γλιτώσουν τον τόπο τους. Επίσης, υποχρεώθηκαν στο εξής να πληρώνουν στο διπλάσιο τους φόρους τους, δημεύτηκαν τα μετόχια τους στην περιοχή της Χαλκιδικής, ενώ σταμάτησαν τα έσοδα που είχαν από τα μετόχια της Μολδοβλαχίας, που αποτελούσαν μια ισχυρή οικονομική βάση. Επιπλέον, ενώ οι Αγιορείτες είχαν ζητήσει οι ένοπλοι Τούρκοι να περιοριστούν σε 100, στο Άγιον Όρος έμειναν τελικά κάποιες χιλιάδες που εγκαταστάθηκαν στα μοναστήρια. Πολλοί μοναχοί πήραν διάφορους θησαυρούς και κειμήλια, τα συσκεύασαν σε κιβώτια και τα φυγάδευσαν στην ελεύθερη Ελλάδα, στην Ύδρα, όπου έμειναν μέχρι την αποχώρηση των Τούρκων. Κάποια κειμήλια εκποιήθηκαν, για να μπορέσουν οι μοναχοί να πληρώσουν την «φιλοξενία» των τουρκικών στρατευμάτων. Η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων συνεχίζεται μέχρι το 1830. Μέχρι τότε τα μοναστήρια υφίστανται αφαίμαξη οικονομική, αλλά και δημογραφική, καθώς απέμειναν μόλις 500 μοναχοί, ενώ στις απογραφές προ της επανάστασης ήταν περίπου 2.500. Επισήμως οι Τούρκοι αναχώρησαν στις 13 Απριλίου του 1830, Κυριακή του Αντίπασχα (σ.σ. Κυριακή του Θωμά). Το 1832 ο Νικηφόρος Ιβηρίτης, εγκατεστημένος πλέον στο Ναύπλιο, σε μία αλληλογραφία που είχε, διαπιστώνει με ικανοποίηση την επάνοδο του Αγίου Όρους στον κανονικό ρυθμό της λειτουργίας του. Ωστόσο, έκανε πολλά χρόνια να ανακάμψει. Αυτή η συμβολική συμμετοχή του πληρώθηκε πολύ ακριβά είχε κάτι θετικό. «Ξεθυμαίνοντας» οικονομικά οι Τούρκοι στους Αγιορείτες, γλίτωσαν άλλες περιοχές από το να υποστούν χειρότερα οικονομικά δεινά. Επιπλέον, η επανάσταση της Χαλκιδικής ανάγκασε τους Τούρκους να κρατήσουν στην περιοχή αρκετά στρατεύματα, ώστε να μη φύγουν προς τη Νότια Ελλάδα τους κρίσιμους μήνες, κάτι που συνέβαλε στο να εδραιωθεί η επανάσταση», τονίζει ο κ. Χρυσοχοΐδης.

Η συμβολή της Αγιορειτικής Εστίας στην έρευνα και στη διατήρηση της μνήμης

Ο κατεξοχήν συστηματικός μελετητής των γεγονότων της επανάστασης στο Άγιον Όρος ήταν ο Ιωάννης Μαμαλάκης, υφηγητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, γυμνασιάρχης σε πρότυπο σχολείο, ο οποίος μελέτησε τα αρχεία της εποχής που βρίσκονται σε διάφορες μονές. «Το αρχείο της Ιεράς Κοινότητας αυτής της εποχής βρέθηκε στη Μονή Χιλανδαρίου, άλλα αρχειακά κομμάτια εντοπίστηκαν στη Μονή Εσφιγμένου, άλλα στο αρχείο της Ιεράς Κοινότητας. Τα τελευταία χρόνια και με την ευκαιρία των 200 χρόνων αρχίσαμε πάλι να κάνουμε μία πιο συστηματική αναβύθιση στα αρχεία των επιμέρους μονών. Η μάζα του υλικού για την επανάσταση βρίσκεται στις μονές Χιλανδαρίου, Εσφιγμένου, Λαύρας. Στις άλλες μονές τα αρχεία τους είναι πιο φτωχά, ωστόσο υπάρχουν εγγραφές στα πρόχειρα οικονομικά κατάστιχα, όπου αποτυπώνονται τα πάνδεινα που υπέστησαν οι Αγιορείτες για να εξυπηρετήσουν τα τουρκικά στρατεύματα που εγκαταστάθηκαν στα μοναστήρια. Ακόμα δεν έχουμε μαζέψει όλο το υλικό, για το οποίο απαιτείται έρευνα πολλών ετών. Μέσω της Αγιορείτικης Εστίας αναμοχλεύτηκε το θέμα. Διοργανώθηκε συνέδριο για την επανάσταση το επετειακό έτος για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την εθνική παλιγγενεσία, έγινε μία νέα εξόρμηση στα αγιορείτικα αρχεία, αλλά και στα γενικά αρχεία του κράτους και της Μακεδονίας και γενικώς αναζωπυρώθηκε το ερευνητικό ενδιαφέρον», σημειώνει ο κ. Χρυσοχοΐδης.

Στη διάρκεια του επετειακού έτους, πέρα από το μεγάλο συνέδριο για τη συμμετοχή του Αγίου Όρους στην επανάσταση, πραγματοποιήθηκε και μία έκθεση για τους νεομάρτυρες, στην οποία μπορεί κανείς να περιηγηθεί εικονικά στην ιστοσελίδα της Αγιορειτικής Εστίας. «Συνολικά 26 σύγχρονοι καλλιτέχνες έκαναν από ένα έργο για τους νεομάρτυρες. Αυτή την έκθεση την παρουσιάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα και στη Βέροια και μέσα από αυτήν δείξαμε ότι νεομάρτυρες που μαρτύρησαν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, ήρωες της επανάστασης, είχαν μεγάλη πυγμή και έδιναν θάρρος στους συνέλληνες, γιατί ήταν απλοί άνθρωποι που απλώς δεν ήθελαν να γίνουν μουσουλμάνοι», αναφέρει στη Voria.gr ο διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας, Αναστάσιος Ντούρος. Ο ίδιος σημειώνει ότι σήμερα προετοιμάζονται τα πρακτικά του συνεδρίου, καθώς και άλλες τρεις εκδόσεις: «Η μία είναι ένας αφιερωματικός τόμος για την επανάσταση που έχουμε αναθέσει σε συγκεκριμένους καθηγητές και ερευνητές για ζητήματα ιστορικά και θεολογικά, για την τέχνη και την αρχιτεκτονική, δηλαδή συνθετικά κείμενα. Η δεύτερη είναι ένα βιβλίο που ολοκληρώθηκε και θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες με παλιές μεταφράσεις οθωμανικών από φιρμάνια του Αγίου Όρους. Και η τρίτη είναι ένα variorum κειμένων του Ιωάννη Μαμαλάκη, ο οποίος έγραψε πάρα πολλά άρθρα για την επανάσταση στο Άγιον Όρος, τα οποία ποτέ δεν ήταν μαζεμένα σε έναν τόμο. Εμείς τα συγκεντρώσαμε και θα τα παρουσιάσουμε όλα μαζί».