«Ο ήλιος της δικαιοσύνης να είναι πάντα στην καρδιά μας», ευχόταν μια Πρωτοχρονιά πριν από αρκετά χρόνια ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 95 του χρόνια.
Και η δικαιοσύνη, εκτός όλων των άλλων, ήταν πάντα το ζητούμενο για τον άνθρωπο του Θεού ο οποίος μαχόταν σχεδόν σε όλη του την ζωή για τον πλησίον του. Για να έχουν όλοι πρόσβαση στη γνώση, να έχουν εργασία και ειρήνη.
Παρά την κλονισμένη του υγεία επί πολλά χρόνια, έλεγε ότι αυτό που του έδινε δύναμη να συνεχίσει ήταν ότι είχε μια αποστολή να εκτελέσει την οποία του την είχε φέρει ο Θεός. «Μετά από κάθε περιπέτεια με την υγεία μου νιώθω ότι αρχίζω κάτι καινούριο», είχε πει.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 4 Νοεμβρίου του 1929.
Κληρικός, θεολόγος, συγγραφέας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και μέχρι το τέλος προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανασύστησε ο ίδιος το 1992, υπό τον παρόντα τίτλο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας.
Αποφοίτησε από το B’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952.
Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο «Πορευθέντες», και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο», από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα.
Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στη Γερμανία (1966-69).
Ήταν εκτός από άνθρωπος του Θεού και άνθρωπος των γραμμάτων και πολίτης του κόσμου.
Το 1972 ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987.
Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής.
Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητρόπολης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιλάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.
Πολύγλωσσος
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήταν πολύγλωσσος και εκτός της μητρικής και της αρχαίας ελληνικής, μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά, και είχε επίσης γνώσεις λατινικών, ισπανικών, ιταλικών, ρωσικών και σουαχίλι.
Όμως είχε και κάτι άλλο. Είχε μελετήσει τα διάφορα θρησκεύματα (αφρικανικά θρησκεύματα, Ινδουϊσμό, Βουδισμό, Ταοϊσμό, Κομφουκιανισμό, Ισλάμ).
Δράση κατά της δικτατορίας
Το Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.Η Αφρική
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη αναγέννηση της Εξωτερικής Ιεραποστολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη δεκαετία 1981-1991, ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως - Ανατολικής Αφρικής (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Kύπρου Μακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία. Χειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες - κατηχητές προερχομένους από 8 αφρικανικές φυλές· συγχρόνως προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες. Μερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων ναών, ανήγειρε 7 ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών.
Η αναγέννηση της ορθόδοξης εκκλησίας της Αλβανίας
Το εκκλησιαστικό έργο του Αναστασίου κορυφώθηκε με την αποστολή που του ανέθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου.
Η έκπληξη όταν του προτάθηκε να μεταβεί στην Αλβανία
Η πρώτη πρόταση ήταν να γίνει πατριαρχικός Έξαρχος στην Αλβανία. Και τον εξέπληξε αυτό όπως είχε πει. Ζήτησε μια ώρα να σκεφτεί και όπως ήταν γονατισμένος σκεφτόταν: «τώρα που σου ζητούν να πας σε μια τόσο δύσκολη αποστολή έχεις δικαίωμα να πεις όχι;» Όταν ξανατηλεφώνησαν ρώτησε πότε θέλουν να πάει και του είπαν:« αύριο». «Ήταν το πιο γρήγορο ταξίδι που έκανα από το Ναϊρόμπι στην Αθήνα».
Επί Αναστασίου συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες, ενώ ίδρυσε τη Θεολογική-Ιερατική Σχολή (Ακαδημία) «Ανάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα, και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Mόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία στην Εκκλησία της Αλβανίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών-πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, κ.α.), στο σύνολο 425 κτίρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.
Φιλανθρωπική δράση
Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα (Ngjallja), το παιδικό περιοδικό Gëzohu (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό Kambanat (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania», και Ραδιοφωνικό σταθμό. Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων) και πραγματοποίησε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε προγράμματα στους τομείς εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, αγροτικής ανάπτυξης, πολιτισμού και οικολογίας. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα με το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας.
Υποψήφιος για Νόμπελ Ειρήνης
Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Μάλιστα, κατά την ένταση μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Με τις πρωτοβουλίες αυτές δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα. Συγχρόνως αγωνίστηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια. Η δράσεις του αυτές τον οδήγησαν ώστε να είναι υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2000.
Τιμητικές διακρίσεις
Ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1993 έως το 2005 και έκτοτε είναι επίτιμο μέλος της. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir's Theological Seminary (2003) και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη ήταν επίτιμο μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001).
Ακόμη αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (1996), του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και όλων των Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1998), του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Επίσης, μεταξύ άλλων παρασημοφορήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.