Πολλοί θα έχουν ακούσει ή διαβάσει έστω και μια διήγηση για τους "αόρατους Ερημίτες" του Άθωνα. Άλλοι τους ονόμασαν «αόρατους ασκητές», άλλοι «γυμνούς ασκητές», άλλοι «μυστικούς γέροντες», άλλοι πάλι «αφανείς αναχωρητές».
Πρόκειται για ομάδα ασκητών, οι οποίοι είναι εφτά, κατ’ άλλους δώδεκα και κατ’ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι από τα μάτια των ανθρώπων.
Εμφανίζονται μόνο σ’ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο. Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό : «Γυμνοί ασκητές : Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις.
Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά (κατ’ άλλους δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων».
Η φήμη των ασκητών αυτών, μάλλον η παράδοση αυτή διασώζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια τουλάχιστον και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά στον αγιορείτικο μοναχισμό και ιδίως τον ασκητισμό, και όχι μόνο αλλά και σε ολόκληρη την ορθοδοξία … Συζήτησα με πολλούς αγιορείτες Γέροντες, Σκητιώτες, Κοινοβιότες, Κελλιώτες, Ερημίτες για το θέμα αυτό, δηλαδή την ύπαρξη και σήμερα των αοράτων γυμνών ασκητών και βρήκα πολλούς να πιστεύουν ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ερημίτες. Συνάντησα πράγματι απλούς και ενάρετους και αγωνιστές Μοναχούς και Γέροντες οι οποίο πιστεύουν τη παράδοση αυτή. Δηλαδή ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι αναχωρητές σε άβατα αθωνικά μέρη, που ζουν πρωτόγονα, απλά, λιτά και τρέφονται από το Θεό με θαυμαστό τρόπο. Μάλιστα ένας τέτοιος απλός Γέροντας μου διηγήθηκε ότι γνωρίζει μερικούς τέτοιους μυστικούς αναχωρητές οι οποίοι ζουν στη ψηλότερη και αγριότερη περιοχή από αυτόν και ότι τους οικονομεί η θεία Πρόνοια τα προς το ζωή αναγκαία με θαυμαστό και ιδιαίτερο τρόπο. Και ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι. Και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω – μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν – στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και που κρέμονται από δοκάρια. Και δεν θέλησε να μου πει ούτε τον τόπο που μένουν, ούτε τα περαιτέρω της θαυμαστής ασκητικής των πολιτείας. Υπάρχουν πάλι άλλοι μοναχοί που πιστεύουν ότι υπάρχει μέχρι σήμερα η ομάδα αυτή των εφτά ασκητών και αναπληρώνεται όταν πεθάνει κάποιος απ’ αυτούς με άλλον ενάρετο από τους Αγιορείτες Μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά. Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατ’ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί οι οποίοι θεωρούν την παράδοση αυτή των «αοράτων Ερημιτών» σαν θρύλο.
Εμφάνιση Αόρατου Αγιορείτη ασκητή
– Άκουσα και εγώ για τον Αρσένιο, αλλά δεν τον είδα, είπε και ο Πορφύριος. Λέγεται ότι τον Αρσένιο τον πήρε η Παναγία πάνω στην κορυφή του Άθωνα, για να συμπληρώσει τον αριθμό των 7 αναχωρητών που προσεύχονται για την ειρήνη του κόσμου και ζουν χωρίς φαγητό και νερό, μόνο με το λόγο του Θεού.
– Ναι, απάντησε ο Δομέτιος. Άκουσα και εγώ αυτή την παράδοση, στην εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, όταν ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα. Κάτω από την κορυφή σε μια σπηλιά μιλούσαν μερικοί αναχωρητές, που τους φώτιζε ένα φαναράκι, όπου ξεκουραζόντουσαν. Ήταν περίπου στις 4 το πρωί. Ήμουν μαζί με τον Πελάγιο, μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Πελάγιος διάβασε από ένα βιβλίο του Ηλία Μηνιάτη. Ο π. Ευγένιος ήταν περίπου 80 χρονών και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Όρους. Αυτός πήγε στους αναχωρητές που μιλούσαν μέσα στο σπήλαιο, και ακούσαμε ότι κοιμήθηκε ο Πάτερ Χρυσογόνος από τους «7 Αόρατους Ασκητές» του Άθωνα και ότι θα τον αντικαταστήσει ο π. Αρσένιος, ο γλύπτης. Λένε ότι μεταξύ των 7 ήταν και ο νηπτικός π. Βαρνάβας, καθηγητής της νοεράς προσευχής και οι Ρουμάνοι Μαρτινιανός, Ιωνάς και Θεοφύλακτος, οι οποίοι μετείχαν ένας μετά τον άλλο στην ομάδα των 7. Όλοι αυτοί ήταν γλύπτες, έκαναν κουτάλες, κανάτες, δοχεία για λάδι και κρασί.
Ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Ρουμανίας πατήρ Αρσένιος Μπόκα († 28 Νοεμβρίου 1989) έλαβε το χάρισμα της προφητείας στο Άγιο Όρος και επιστρέφοντας στην Ρουμανία έγινε η μεγαλύτερη πνευματική μορφή της χώρας, όλων των καιρών. Μια υπέροχη ιστορία του Αγίου Όρους με αφηγητή τον πατέρα Αρσένιο Μπόκα – τότε ένας νεαρός άγαμος διάκονος Μπόκα Ζιάν.
Δουλεύουμε αρκετές ημέρες για να ανακατασκευάσουμε τα σκαλοπάτια από την Σκήτη του Πρόδρομου προς το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται περίπου 50 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χρησιμοποιούσαμε κομμάτια βράχου αρκετά σκληρά, πελεκημένα με τη σμίλη. Συνεργαζόμουν με τον Πορφύριο και τον Δομέτιο από το κελί του Αγίου Υπατίου [Βατοπαιδινό κελί], αλλά ήμασταν στην υπακοή του Πατρός Αρσενίου Μάντρεα, Ηγούμενου της Σκήτης Προδρόμου. Η συμμετοχή σ’ αυτό το έργο ήταν για μένα ένα είδος πληρωμής, όχι σε χρήμα, αλλά για την αντιγραφή των Πατέρων της Φιλοκαλίας, από τη πλούσια σε χειρόγραφα βιβλιοθήκη. Το έργο μου ανατέθηκε από τον Μητροπολίτη Νικόλαο Μπαλάν και από τον καθηγητή π. Δημήτριο Στανιλόαε. Έπρεπε να σπάσουμε και να πελεκήσουμε τις πέτρινες πλάκες. Μετά θα τις μεταφέραμε ψηλά στο λόφο με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Χρησιμοποιούσαμε μπαστούνια από καστανιά και κομμάτια σχοινιά από παλιά πλοία, που μύριζαν θάλασσα, φύκια και ψάρια. Πεινούσα και διψούσα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και πικρό. Ήταν αρχές Απριλίου, μόλις ξεχειμώνιαζε. Ο ήλιος μας χτυπούσε, αλλά δεν ήταν καυτός. Σκεφτόμουν τους Αγίους του Σινά, που ανέβαιναν βήμα βήμα προς την κορυφή όπου ο Μωυσής δέχτηκε το Νόμο. Προσπαθούσα να θυμηθώ πόσα σκαλοπάτια είχε ο δρόμος προς την κορυφή. Το μάθαμε στο Λύκειο. Εδώ είχαμε να κάνουμε περίπου τριακόσια… […]
– Η μητέρα μου, Χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα, διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι; Εσείς τι λέτε;
– Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιό μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται, διότι είναι μητέρα.
– Στείλε της ένα γράμμα. Θα χαρεί όταν το πάρει και θα καυχιέται στην γειτονιά για το παιδί της που βρίσκεται στο Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας.
– Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
– Ο μοναχός Ιωακείμ, με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος. Όταν πήγαινα με τα πρόβατα, ερχόταν και αυτός στο λόφο με το ντορβά. Εκεί με δίδασκε. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σ’ αυτόν ήρθε ένας μοναχός από το Άγιον Όρος που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονής Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, ήμουν μόλις 13 χρονών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες. Πρώτα ήταν στο κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένιος ήταν πολύ καλός γλύπτης σε ξύλο και μάρμαρο και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα: σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά: τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια.
– Νηστέψαμε όλη την ημέρα, είπε ο Δομέτιος. Διψάω και νομίζω βλέπω οράματα… Βλέπω συνέχεια ένα πλάσμα εκεί πάνω στον τοίχο σ’ εκείνο το κελί, που νόμιζα ότι είναι εγκαταλειμμένο. Είναι κάτι περίεργο ή θαύμα. Άλλοτε έχει μορφή λιονταριού, άλλοτε ανθρώπου, εσείς δεν βλέπετε;
– Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιάν διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός.
– Ναι, είπα και εγώ, οι 4 Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβολο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου, που έγραψε ο καθένας. Ο Ματθαίος, που ήταν τελώνης πριν να γνωρίζει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό.
Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μία συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Ζιάν Μπόκα, από την Ρουμανία, να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν άγγιξες γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης». Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δύο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε, κάποιος ουράνιος μηχανισμός.
Και ο Δομέτιος παρατήρησε ότι κάτι γίνεται και έλεγε: «Παναγία μου, ήρθε ο Άγιος!». Αληθινά, δίπλα μας ήταν ένα πλάσμα όμοιος άνθρωπος και θηρίο, με τα γένια μέχρι το έδαφος και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Έσπρωχνε μαζί μας το λίθο και αυτός τον έκανε να ανέβει. Έλεγε: «Άξιόν εστι ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…». Είχε μια αγγελική φωνή, ούτε έντονη ούτε βραχνή αλλά ευχάριστη. Όλοι ψάλαμε «Άξιόν εστι». Η φωνή μου που δεν ήταν εξασκημένη να ψάλει πήρε ένα μελωδικό χρώμα και έβγαζε ευχάριστους φθόγγους τους οποίους ούτε εγώ δεν γνώριζα μέχρι τότε. Έψαλε και ο Πορφύριος με την βαρύτονη φωνή του. Ο Δομέτιος μας ξεπερνούσε όλους. Ήμασταν στον παράδεισο. Τέσσερα πλάσματα στην άκρη του γκρεμού δοξολογούσαν την Παναγία. Ο νους μου όμως ήταν στο χωριό μου, και έβλεπα την μητέρα μου γονατισμένη μπροστά την εικόνα της Παναγίας πως προσευχόταν και έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία μου στο χέρι. Το πλάσμα δίπλα μου, με μακριά γένια, μου είπε: «Η μητέρα σου ονομάζεται Χριστιανή και είναι χήρα. Όταν σε γέννησε σε αφιέρωσε στον Κύριο και στην Εκκλησία».
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα μου ένα άγιο, ένα προφήτη που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομα.
– Πάτερ, ποιό είναι το όνομά σας και ποιός είστε; ρώτησε ο Πορφύριος.
Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε:
– Μη φοβάστε τον Ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό. Ξέρατε ότι οι «9 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα έρχονται φέτος στο Πάσχα για την Θεία Λειτουργία στη Σκήτη του Προδρόμου; Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου, ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκεται αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος το Πάσχα θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιάν, μην ξεχάσεις να γράψεις στη μητέρα σου.
Ήμουν όλος έκθαμβος από τα γεγονότα. Ο μοναχός που μιλούσε έγινε ξαφνικά αόρατος. Με τραβούσε σαν μαγνήτης να κοιτάξω πίσω του. Είχε ήδη νυχτώσει και δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ο Πορφύριος μάζευε τα εργαλεία, να τα βρούμε τακτοποιημένα την επόμενη μέρα. Ο Δομέτιος ήταν συγκλονισμένος και όπως πάντοτε έψαλε. Ακούστηκε η φωνή του πλάσματος που μόλις έφυγε, του πάγκαλου [=πανέμορφου] πατρός. Δεν ήξερα πως τον λένε αλλά ελκύστηκα προς τα άνω και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα. Το μονοπάτι φωτιζόταν από ένα γαλάζιο φώς, σαν ηλεκτρικού τόξου, το φως που ερχόταν από το θαυμάσιο πλάσμα σαν από αναμμένο θάμνο που καιγόταν στο βουνό επάνω μας. Πίσω από εμένα ανέβαινε ο Πορφύριος λαχανιασμένος και μετά ο Δομέτιος ψάλλοντας. Ο άγιος μας φώτιζε το δρόμο προς την κορυφή. Ήταν ένα απροσδόκητο θεϊκό δώρο, διότι νύχτωσε για καλά και χωρίς φως θα πέφταμε στο γκρεμό. Ο Πορφύριος είπε: «Έχω δέκα χρόνια στο Όρος και δεν έζησα κανένα θαύμα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα μου φανερώθηκε το έλεος του Θεού δια του Αγίου αυτού. Μείνε, πανάγιε, μην τρέξεις, διότι βλέπουμε το φως σου σαν φάρο που μας οδηγεί και μπορούμε να ανεβούμε το βουνό χωρίς να πέσουμε στο γκρεμό/!
– Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού, μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. Αδελφέ Ζιάν, σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία, διότι σου μίλησε ο ουρανός.
Εγώ δεν έλεγα τίποτε. Ένοιωθα μια ιερή συγκίνηση και ανεπανάληπτη ζεστασιά. Ήταν πολύ καλά, σε σχέση με το κρύο στην παραλία που ήμουν παγωμένος. Φτάσαμε στην άκρη του βουνού, στο σταυρό. Ο άγιός μας απομακρυνόταν αλλά ακόμα μας φώτιζε με τη θεία μορφή του. Βλέπαμε το μονοπάτι προς την Σκήτη του Προδρόμου. Ο άγιος ήταν μπροστά μας, αλλά σαν να πηδούσε ένας πύρινος τροχός, ένα καιόμενο πουλί. Πίσω μου ο πάτερ Πορφύριος έκανε σταυρούς και έλεγε ρυθμικά: «Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο Δομέτιος έψαλε: «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη καί ηττάσθε». Το φως μπήκε μπροστά μας στην πύλη της μονής, και εμείς πίσω του. Φτάσαμε στην πόρτα που τότε έκλεινε, μας ξύπνησε η ανδρική φωνή του Ηγουμένου Αρσενίου Μάνδρεα, που ήρθε ο ίδιος να κλείσει την πύλη:
– Πόσα βήματα κάνατε, πατέρες;
– Έντεκα, απάντησε ο Πορφύριος.
– Καλά, μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Ο Κύριος μαζί σας. Θα ξυπνήσετε όταν αρχίσει ο Όρθρος.
Τρέξαμε στο νιπτήρα και πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα αν και δεν ήπια ούτε σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι διότι με πονούσαν τα κόκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας. Αλλά η ψυχή μου ήταν τοσο φωτισμένη και ευτυχισμένη. Σήμερα στο Άγιον Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν άγιο. Μια φλόγα πυρός.
Είπα νοερά το “Πάτερ ημών”, έκανα με το δεξί μου χέρι το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο κρεβάτι μου και έπεσα σε βαθύ ύπνο.
Κι άλλη εμφάνιση των αοράτων ασκητών
Ένας προσκυνητής ανερχόμενος τον ανηφορικό δρόμο από την παραλία προς την Μικρή Αγιάννα, συνάντησε τούτους τους Αγίους περιπλανηθείς στο δάσος και θέλησε να τους ακολουθήσει, αλλά εκείνοι του είπαν ότι «Εσύ αδελφέ προορίζεσαι για την Σκήτη του Ξενοφώντος» και του έδειξαν τον δρόμο για να πάει στον πνευματικό Παπα – Σάββα να του πει εκείνος τι θα κάνει. Ο προσκυνητής, αφού απομακρύνθηκε λίγο από τους Αγίους αυτούς μετανόησε, ότι άφησε και έφυγαν τέτοιοι άγιοι. Γύρισε πίσω και για πολλή ώρα τους αναζητούσε, αλλά δεν τους βρήκε πουθενά. Τότε πήγε στον Παπα – Σάββα και του ανέφερε την υπόθεση. Ο Παπα – Σάββας του είπε: «Εσύ παιδί μου δεν είσαι για να τους ακολουθήσεις, αλλά θα είχες καμία αμφιβολία, αν υπάρχουν τέτοιοι άγιοι σήμερα στο Άγιον Όρος και για τούτο ο Θεός σου τους φανέρωσε, εσύ θα εγκαταβιώσεις στην Σκήτη του Ξενοφώντος». Και πράγματι τούτο έγινε, διότι ο αδελφός αυτός έγινε στην Σκήτη του Ξενοφώντος Μοναχός.
Το γεγονός αυτό διηγήθηκε ο πνευματικός Παπα – Ακάκιος από την Καψάλα, άνθρωπος πολύ ενάρετος και φιλαλήθης, ο οποίος και τον άνθρωπο που είδε τους αγίους αυτούς γνώρισε, και ο οποίος του διηγήθηκε την υπόθεση αυτή όπως λεπτομερώς έγινε.
Τρία χρόνια άρρωστος ή τρεις μέρες στην κόλαση
Ο συνασκητής του Γέροντος Δαμάσκηνου στον Αγιοβασίλη πάτερ Ιωάννης, υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός, που έλαβε χώρα πριν από 70 χρόνια στην Ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στο λεγόμενο «Σεράγιον» ως εξής:
Ένας αδελφός της Σκήτης αυτής Ρώσος Μοναχός, αρρώστησε βαριά και τον θέριζαν δριμύτατοι πόνοι και παρακαλούσε το θεό να τον θεραπεύσει, οπόταν βλέπει επάνω από το κρεβάτι του έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Πάτερ, τι προτιμάς; Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι που είσαι με τους πόνους αυτούς άρρωστος τρία χρόνια; Ή προτιμάς να μείνεις στην Κόλαση τρεις μέρες και να γίνεις καλά;
Ο άρρωστος του είπε: «Αφού είναι για τρεις μέρες μόνο, καλύτερα προτιμώ την Κόλαση».
Αμέσως βρέθηκε σε τόπο «αφάτου οδύνης και ανυπόφορων βασάνων», εκεί ήταν τρομερά τα κολαστήρια, διότι μετά από λίγη ώρα βλέπει πάλι τον Άγγελο, ο οποίος τον ρώτησε: «Πώς είσαι Γέροντα; είναι καλά εδώ;» Κι ο Μοναχός απεκρίθη: «Με ρωτάς πώς περνώ που αντί τρεις ημέρες πού μου είπες ότι θα μείνω στην Κόλαση και τώρα έχω τριακόσια ολόκληρα χρόνια με φριχτά και ανυπόφορα βάσανα;» Και τότε ο Άγγελος του είπε: «Αδελφέ ακόμη δεν πέρασε μισή ώρα και λες πώς έχεις τριακόσια χρόνια;» Φανταστείτε τριακόσια χρόνια, ούτε για μισή ώρα δεν λογαριάστηκαν, οι τρεις ημέρες πόσοι αιώνες θα ήταν;
Και ο Μοναχός είπε στον Άγγελο, «γρήγορα σε παρακαλώ να με πάς στο κρεβάτι του πόνου καλύτερα εκεί να βασανίζομαι τρία χρόνια παρά εδώ στην φοβερή αυτή Κόλαση τρεις μέρες».
Τότε ο Άγγελος έκανε την επιθυμία του Μονάχου και τον επανέφερε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε επί τρία χρόνια άρρωστος.
Επειδή μερικοί άνθρωποι είναι δυνατόν να φάνουν κάπως δύσπιστοι στο διήγημα αυτό, για τούτο κρίναμε σκόπιμο να καταχωρήσουμε στη συνέχεια επιστολή του θεσπέσιου Κυρίλλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, την οποίαν μετέφρασε ο Διδάσκαλος Αγάπιος ο Κρής στην απλή διάλεκτο, η οποία έχει ως έξης: «Διήγατε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας εις μίαν επιστολή, όπου γράφει εις τον ιερόν Αυγουστίνο, και λέγει ότι τρεις άνθρωποι ανέστησαν εκ νεκρών, οίς κρίμασιν ό Θεός οίδεν, ό τα πάντα προς το ημών συμφέρον οικονόμων. Ένα από τους οποίους επήγα καί ηύρηκα, όστις θρηνεί, απαρηγόρητα, καί ερωτών αυτόν, δεν μου απεκρίνατο τίποτε, μόνον έκλαιε. Τέλος πάντων αφού εβαρέθη την αυθάδειάν μου, διατί τον ωρκισα εις τον Θεόν, να ειπεί λόγον τινά εις ώφέλειαν των παρισταμένων, μου άπεκρίθη ούτως. Εάν ήξερες τάς τιμωρίας του Αδου δεν ήθελες δυνηθεί να κράτηση το πένθος ούτε ποσώς. ‘Αλλά ποταπά κολαστήρια θαρρείς να είναι ητοιμασμένα τοις αμαρτάνουσι; Λέγω σου να είναι μεγαλύτερα από όλα αυτά ταύτα τα πρόσκαιρα. Ό δε στενάξας βαρέως είπεν. Εάν όλας τάς θλίψεις ξεσχισμούς καί μαρτύρια, οπού μπορεί να πάθη τις εις τούτον τον κόσμον, παρομοιάσεις καί να τα συγκρίνης με τον μικρότερον καί ολιγώτερον της Κολάσεως, θέλουν σου φανεί ετούτα ηδονές καί παραμύθια. Πίστευσόν μου, ότι δεν είναι τινάς, οπού να ήθελε δοκιμάσει εκείνων των κολάσεων την δριμύτητα, να μην εχη κάλιον να παιδεύεται χωρίς άνεσιν εδώ έως το τέλος του κόσμου, με όλας τάς θλίψεις καί βάσανα όπου επάθασι όλοι οι άνθρωποι από Αδάμ έως σήμερον, παρά να κάνη μόνον μια ήμέραν εκεί εις την κόλασιν. Ή αιτία λοιπόν των δακρύων μου είναι ετούτη, διατί επταισα του Θεού, όστις υπάρχει τοσούτον δίκαιος όπου μήτε του δαίμονος ημπορεί να κάμη παραμικράν «δικοκρισίαν. Μη θαυμάζης γούν το πώς κλαίω, αλλά μάλλον φρίττε καί θαύμαζε πώς ηξεύροντες οι άνθρωποι πώς τους εκδέχονται τοιαύται κολάσεις, ουδέν περί τούτου φροντίζουσιν ούτε μεριμνώσι να εξαλείψουν τάς αμαρτίας τους. Γίνωσκε δε καί τούτο, ότι την ώραν όπου εχοιριζεν ή ψυχή εκ του αθλίου μου σώματος επήρα τόσην οδύνην καί πόνον, όπου είναι αδύνατον να το καταλάβη τινάς ή να το πιστεύση, εάν δεν το δοκιμάση εμπράκτως».
Και μείς πού αυτήν την στιγμή τα γράφουμε δεν μας κάνουν εντύπωση τόση όση έπρεπε να μας κάνουν διότι ζούμε μακριά από το Θεό και έχουμε πάθει ψυχική πώρωση, πλην όμως αδελφοί μου είναι γεγονότα και θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε πάμπολλα πού σε αρχαίους χειρόγραφους κώδικας έχουν καταχωριστή από αρχαιοτάτων χρόνων, πού ό πανάγαθος Θεός δείχνει ορισμένα τέτοια σημεία για να μας αφυπνίσει από τον βαρύ ύπνο της αμαρτίας και να ‘ρθούμε σε μετάνοια και επίγνωση για να σώσουμε την μονάκριβη και μονογεννή μας ψυχή από τα βασανιστήρια της αιωνίου Κολάσεως και να ζούμε αιώνια με το Θεό.
ΟΙ ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ
από διήγηση του γ. Παϊσίου, και σε μας διά του π. Αθανασίου.
Το Μυστικό που τελικά αποκαλύφθηκε:
Αν δεν καταλάβατε ποια είναι η ανώτερη μορφή άσκησης, μάθετε ότι είναι να υποφέρεις κατά Χριστόν, ακόμη και από ανθρώπους της Εκκλησίας, με τρόπο όμως θεάρεστο.
Λέγεται ότι υπήρχε ένας αγίας ζωής μοναχός που εκδιώχθηκε από το άγιον Όρος διότι έκανε τρέλες κατά την τυπική μεριά της υποθέσεως, όμως από ότι φαίνεται ήταν κατά Θεόν. Αυτός στάλθηκε στου Λεμπέτη, μια νευρολογική κλινική της Θεσσαλονίκης, αλλά το υπέμεινε γενναία, και κατά τον γέροντα Παΐσιο έφτασε σε ανώτερα μέτρα από τους αόρατους ασκητές!
Μην ξεχνάτε και τον άγιο Νεκτάριο, που είναι τόσο θαυματουργός, και ίσως αυτό οφείλεται στο ότι υπέμεινε αγογγύστως διωγμό από τη μεριά εκκλησιαστικών παραγόντων.
Να ένα παράδειγμα, σε ποιους αναφερόταν ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, ότι είχαν ανώτερη ζωή ακόμη και από τους αόρατους ασκητές:
Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γέρο Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λεπτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κάνει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ’ ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).
Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
Εξωτερικά ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γέρο Κωνσταντίνο.
Ο Γέρο Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.
Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιαλείπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.
Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γέρο Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ’ άκουγε δυό – τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
Ο Γέρο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.
Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!
Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάει είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου – κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε – έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γέρο Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε. Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γέρο Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.
Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού!
Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ’ όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον – στην Θεσσαλονίκη – έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
Όταν έμαθα ότι ο Γέρο-Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γέρο Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ’ όλα τα παλάτια του κόσμου. Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
-Γιατί μ’ έφεραν εδώ;
Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.
Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο… και όχι στο άγιον Όρος ο Γέρο Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Επιβεβαίωση της ύπαρξης αοράτων ασκητών
Ιεροδιάκονος Σιλουανός, Λευκάδα
Σχετικώς με το γεγονός που ζήσαμε στο Κελλί του Προφήτου Δανιήλ, παραθέτουμε παρακάτω την καταγραφή αυτού του γεγονότος, πιστεύοντας πως αξίζει να γνωστοποιηθεί και σε άλλους.
Εξ αρχής θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι έχουμε την βεβαιότητα ότι δεν λέμε κάτι πρωτάκουστο η ότι τα παρακάτω αποτελούν μία αξεπέραστη πνευματική εμπειρία στο «Περιβόλι της Παναγίας». Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι είναι μία μαρτυρία από τις πολλές, η οποία αν ίσως και δεν έχει την ισχύ να επιβεβαιώσει ακράδαντα την παράδοση για τους ερημίτες και αόρατους ασκητές του Αγίου Όρους, είναι όμως μία επιπλέον επανάληψη αυτής της παραδόσεως, και το βασικότερο, ότι εξ άπαντος αποτελεί μία βέβαιη μαρτυρία της ζωής των Αγιορειτών πατέρων, που συνεχίζει την ασκητική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Προ δύο ετών περίπου, η Ιερά Μονή Οσίου Ξενοφώντος μας «παραχώρησε» το αρχαίο και εγκαταλελειμμένο Κελλί της – του Αγίου Προφήτου Δανιήλ και των τριών Παίδων. Αυτό το Κελλί βρίσκεται σε μία ερημική τοποθεσία πάνω στο βουνό, ανατολικά της Μονής Ξενοφώντος και βόρεια της Σκήτης Ξενοφώντος. Δεν γειτνιάζει με κανένα άλλο Κελλί, παρά μόνο με ένα ερειπωμένο, επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, ούτε καν φαίνεται άλλο Κελλί η Σκήτη η οτιδήποτε άλλο οίκημα, στο οποίο να μαρτυρείται η να δικαιολογείται ανθρώπινη παρουσία. Το μόνο, που είναι ορατό, είναι το βόρειο άκρο και οι τρούλοι της Μονής Ξενοφώντος, που είναι κτισμένη στις εκβολές ενός χειμάρρου, ο οποίος βρίσκεται σε μακρινή απόσταση από το Κελλί. Όποιος βρίσκεται στην αυλή η τον εξώστη -απλωταριά του Προφήτη Δανιήλ έχει μία πανοραμική θέα όλου σχεδόν του φαραγγιού, από τα ανατολικά, που είναι τα Δοχειαρίτικα σύνορα, μέχρι τα δυτικά – την θάλασσα. Η ηρεμία δε και η ησυχία που έχει το Κελλί είναι χαρακτηριστική, και μόνο κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι διακόπτεται από τις ασταμάτητες λαλιές των αηδονιών και των άλλων ωδικών πτηνών.
Εκεί βρεθήκαμε, για μία ακόμη φορά, και εμείς, οι φιλοξενούμενοι της Μονής Ξενοφώντος και ένοικοι του Ιερού αυτού Κελλίου. Η παραμονή μας διήρκησε λίγες ημέρες, αλλά είχε μεγάλη ευλογία, μία εμπειρία που δεν υπολογίζαμε να αξιωθούμε ποτέ. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις 21 Απριλίου 2010 (παλ. ημ.), προπαραμονές της πανηγύρεως της Μονής Ξενοφώντος, που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου ΜεγαλομάρτυροςΓεωργίου, βρεθήκαμε στο Κελλί του Προφήτη Δανιήλ. Είχαμε φθάσει κατά το μεσημέρι, και μετά από σύντομη ανάπαυση και τακτοποίηση των πραγμάτων μας, ο Γέροντας πρότεινε να πάμε ένα μικρό περίπατο. Κατηφορίσαμε και κατόπιν ακολουθήσαμε τον αδιέξοδο δρόμο που αρχίζει στην πρώτη στροφή και ο οποίος οδηγεί προς τα Δοχειαρίτικα.
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ, διότι ήδη είχε σουρουπώσει αρκετά. Σε ένα σημείο της διαδρομής μας, ένας από την ομάδα μας, θέλοντας να συμπεράνει το βάθος του φαραγγιού που βρισκόταν μπροστά μας έριξε τρεις πέτρες, αρκετά μεγάλες, προς το φαράγγι. Οι δύο λαϊκοί που βρίσκονταν στην παρέα, άδραξαν την ευκαιρία για να αστειευτούν με την επιπόλαιη αυτή πράξη λέγοντας πως ίσως κάποιος ερημίτης ασκητής να ήταν δέκτης αυτού του πετροβολητού. Ο Γέροντας, αποσιωπώντας την κωμική πλευρά τoύ θέματος, αναφέρθηκε στην ύπαρξη των ερημιτών και των αοράτων ασκητών, στις αναφορές γύρω από διάφορα σχετικά συμβάντα, και άφησε τον καθένα ελεύθερο να αποδεχθεί η όχι αυτή την παλιά αγιορείτικη παράδοση για τους γυμνούς και αόρατους ασκητές που ζουν στις ερημιές του Αγίου Όρους.
Όταν επιστρέψαμε στο Κελλί, είχε ήδη σκοτεινιάσει. Προσπαθήσαμε να βαλουμε μπρος την πετρελαιογεννήτρια, αλλά παρά τις επίμονες προσπάθειές μας επί μισή ώρα περίπου, το μηχάνημα δεν λειτούργησε, και έτσι μείναμε «αναγκαστικά» με τα κεριά και την λάμπα πετρελαίου (εκ των υστέρων σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν ένα γεγονός τυχαίο).
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, τα αστέρια ήταν ευδιάκριτα, παρά την ελαφριά συννεφιά που είχε ο ουρανός, και τα αηδόνια είχαν παραιτηθεί πλέον από το ολοήμερο κελάηδημά τους. Η σιωπή σε όλη την περιοχή ήταν πιο αισθητή τώρα, μετά την πρόσφατη παύση, παρά τα μεσάνυχτα. Ο Γέροντας είχε αποσυρθεί στο κελλί του, και τα άλλα τρία πρόσωπα κάθισαν μπροστά στην εξώπορτα του Κελλιού και μιλούσαν. Καθώς μιλούσαν, ένας από αυτούς διέκρινε και μία άλλη – δεύτερη φωνή, μακρινή και ακαθόριστη, και μη θέλοντας να διακόψει τον συνομιλητή του αρχικά δεν αντέδρασε. Εφ᾽ όσον όμως αυτή η φωνή συνεχιζόταν ήδη για πέμπτο λεπτό, παίρνοντας θάρρος διέκοψε αυτόν που μιλούσε ρωτώντας τον έναν: «ακούς κάτι;». Αφού συγκέντρωσαν και οι δύο την προσοχή τους, άκουσαν μια φωνή που προερχόταν από το βάθος του χειμάρρου. Ήταν μία ανδρική ενθουσιώδης φωνή, που φώναζε εκστατικά σχεδόν, μέσα στήνσιγαλιά της νύκτας και κάτω από το πανόραμα του ουρανίου στερεώματος:
«Δόξα σοι ο Θεός», «Κύριε σώσον τον κόσμο σου».
Τα επανελάμβανε συνεχώς και μεγαλόφωνα, καθώς και άλλα λόγια, τα οποία εξ αιτίας της αποστάσεως και του αντίλαλου ήταν ακαθόριστα.
Αλλά από το ύφος της φωνής ήταν κάτι σαν ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό καθώς και ικεσία για το έλεός Του. Το άκουσε κατόπιν και ο άλλος λαϊκός, που ήταν στην παρέα. Και οι τρεις ακούγαμε ένα άνθρωπο, που βρισκόταν μέσα στο «πουθενά», να ευχαριστεί και να δοξολογεί τον Θεό. Γρήγορα ειδοποιήθηκε και ο Γέροντας, ο οποίος άκουσε αυτόν τον άγνωστο να δοξολογεί ακατάπαυστα, καθαρότατα τον Θεό. Στην συνέχεια και για ένα μικρό διάστημα ο άγνωστος έπαυσε την μεγαλόφωνη προσευχή του.
Όλοι αποσυρθήκαμε στα κελλιά μας. Ο καθένας κράτησε την δική του στάση απέναντι σε αυτή την αναπάντεχη εμπειρία, και κατάκοποι καθώς ήμασταν, γρήγορα αποκοιμηθήκαμε όλοι. Όλοι εκτός από τον Γέροντα, ο οποίος κάθισε στην απλωταριά αναμένοντας να ακροαστεί μία ακόμα φορά τον άγνωστο προσευχητή. Και όντως μετά από ένα διάστημα περίπου μισής ώρας τον άκουσε πάλι. Αυτή την φορά έψαλε μεγαλόφωνα αναστάσιμους ύμνους. Και αυτό που μπόρεσε ο Γέροντας να διακρίνει ήταν το τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα του Πάσχα «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις…», καθώς και άλλες προσευχές, όπως «Κύριε σώσε τον κόσμο σου», και άλλα.
Την άλλη ημέρα όλοι κοιτάξαμε προς την πλευρά, απ’ όπου ερχόταν η χθεσινοβραδυνή φωνή, προσπαθώντας να καταλάβουμε το ακριβές σημείο που βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος η κάποιο σημάδι της παρουσίας του. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι κοπιάζουμε μάταια και παραιτηθήκαμε από την προσπάθειά μας. Έμεινε όμως μέσα στην ψυχή μας η περιέργεια να μάθουμε αν τυχόν υπάρχει κάποιο Κελλί στην περιοχή αυτή, που να είναι αδιόρατο από την πλευρά του δικού μας Κελλίου.
Κατεβήκαμε στην Μονή για την έναρξη της Αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και ο Γέροντάς μας συνάντησε τον π. Σεραφείμ, ο οποίος έχει γνώση του χώρου και πολύ αγάπη για τον Προφήτη Δανιήλ και είναι αλήθεια ότι χωρίς τον π. Σεραφείμ δεν θα γίνονταν και πολλά πράγματα. Τον ρώτησε σχετικά, αν υπάρχει εκεί κοντά κάποιο Κελλί και του ανέφερε το γεγονός. Μας διαβεβαίωσε πως όχι μόνο Κελλί δεν υπάρχει αλλά και η απλή παρουσία οποιουδήποτε ανθρώπου είναι αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον αδικαιολόγητη εξ αιτίας της πυκνής βλάστησης και του απροσπέλαστου της περιοχής.
Μετά από όλα αυτά ο καθένας κράτησε μέσα στην ψυχή του την ανάμνηση αυτού του γεγονότος, ενός ανθρώπου μέσα στην απόλυτη ερημιά, ανυποψίαστου για την δική μας παρουσία, που φώναζε ενθουσιασμένος και ευχαριστούσε τον Θεό. Και από τους αόρατους ασκητές να μην ήταν, μόνο και μόνο αυτή η εγκάρδια προσευχή του την νύκτα στην μέση του δάσους, μας έδωσε το μήνυμα που ο Θεός επέτρεψε.
Συμπληρωματικά να προσθέσουμε ότι η γεννήτρια, αν λειτουργούσε το βράδυ, θα ήταν σίγουρα ανασταλτική αιτία για την αυθόρμητη και εξωστρεφή εκδήλωση του αγνώστου, διότι εξ αιτίας του θορύβου και των φώτων θα γινόταν η παρουσία μας πέρα για πέρα αισθητή. Και αυτή η γνώμη γίνεται πιο ισχυρή, αν λάβουμε υπ᾽ όψη μας το παράδοξο, ότι την άλλη ημέρα το πρωί πήρε αμέσως μπροστά.
Αυτή είναι η ιδιαίτερη «εμπειρία μας» κατά την τελευταία επίσκεψή μας στο Άγιον Όρος. Σας την παραθέτουμε, όπως ακριβώς τη ζήσαμε.
Mαρτυρία “Γυμνού Ασκητού”
περί της Αγιότητος του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως.
Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το “ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν”. Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες “Θείου Φωτός!” . Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο “περίεργο” ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-Ευλογείτε…ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
-Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ…παρακαλώ, δεχθείτε…τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα…Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε,έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας…Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι…ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
-Ο φόβος…επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…”