Με την προσοχή όλων μας να έχει στραφεί στις μεγάλες ανατροπές στη Συρία, δεν δίνουμε όση προσοχή πρέπει στην Ουκρανία.
Εκεί είχαμε το τελευταίο διάστημα μια σημαντική εξέλιξη καθώς οι ΗΠΑ έδωσαν το «πράσινο φως», ώστε η ουκρανική πλευρά να χρησιμοποιήσει πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς που μπορούν να καταφέρουν πλήγματα στη ρωσική πλευρά.
Αυτό ήταν ένα πάγιο αίτημα της κυβέρνησης στην Ουκρανία που θεωρεί ότι ο μόνος τρόπος για να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης είναι η Ρωσία να υποστεί χτυπήματα στο έδαφός της και μάλιστα τέτοιου τύπου που να έχουν κόστος ώστε να διαμορφωθεί ένα κλίμα αποδοκιμασίας για τον Πούτιν και αυτός να υποχρεωθεί σε αναδίπλωση.
Μέχρι τώρα οι δυτικοί απέφευγαν να δώσουν αυτή τη δυνατότητα, θεωρώντας την κλιμάκωση, αλλά και γιατί είναι πολύ πιθανό οι συγκεκριμένες πυραυλικές συστοιχίες να στελεχώνονται από δυτικό στρατιωτικό προσωπικό, γεγονός που ουσιαστικά αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην άμεση εμπλοκή.
Όλα αυτά στηρίζονται στην εκτίμηση ότι μετά την αποτυχία των ουκρανικών αντεπιθέσεων, το γεγονός των μεγάλων απωλειών και το ότι η Ρωσία αργά αλλά σταθερά επεκτείνει τη ζώνη που ελέγχει, μόνο τέτοιου είδους χτυπήματα θα μπορούσαν να διαμορφώσουν άλλη δυναμική.
Βεβαίως η απάντηση της Ρωσίας ήταν να κλιμακώσει τους δικούς της βομβαρδισμούς σε ουκρανικό έδαφος, συνεχίζοντας την συστηματική καταστροφή των υποδομών στην Ουκρανία, ιδίως των ενεργειακών.
Από την άλλη, ενέργειες υψηλού συμβολισμού όπως η δολοφονία στη Μόσχα του υποστράτηγου Κιρίλοφ, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε η ουκρανική πλευρά, μπορεί να δίνουν την εικόνα ότι μπορούν να γίνονται χτυπήματα ακόμη και στη ρωσική πρωτεύουσα, αλλά δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα. Φάνηκε αυτό και από ότι ακόμη και η επιτυχής είσοδος των ουκρανικών δυνάμεων σε ρωσικό έδαφος στην περιοχή του Κουρσκ, δεν μπόρεσε να αλλάξει την πορεία του πολέμου.
Και το βασικό ερώτημα είναι τι μπορεί να γίνει πια.
Γιατί προφανώς το να μείνουμε μόνο στο ότι η εισβολή ήταν παράνομη (που ήταν) και άρα πρέπει να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη με το να ηττηθούν και να αποχωρήσουν πλήρως όλες οι ρωσικές δυνάμεις από το ουκρανικό έδαφος, φαντάζει απλώς ένα ευχολόγιο.
Άλλωστε, είναι εμφανές ότι ακόμη και όσοι στη Δύση σήμερα επιμένουν ότι πρέπει να υπάρξει μια προσπάθεια ενίσχυσης της ικανότητας της ουκρανικής πλευράς να επιτυγχάνει πλήγματα στη Ρωσία δεν το κάνουν γιατί πιστεύουν ότι αυτό θα φέρει την ουκρανική νίκη, αλλά ελπίζουν ότι αυτό θα παρατείνει την σύγκρουση. Και αυτό γιατί θεωρούν ότι η σύγκρουση αυτή στο τέλος του δρόμου θα κάνει τη Ρωσία πιο αδύναμη αφού την καθηλώνει εκεί – ενδεικτική για τη δική τους οπτική και η αδυναμία της Ρωσίας να κρατήσει στην εξουσία έναν σύμμαχό της, τον Άσαντ, στην εξουσία στη Συρία.
Βεβαίως, μέχρι τώρα η παρατεταμένη αυτή σύγκρουση – στα τέλη Φλεβάρη συμπληρώνονται 3 χρόνια – παρά τις χιλιάδες θύματα και στη ρωσική πλευρά, δεν δείχνει να έχει αποδυναμώσει τη θέση του Πούτιν, ούτε την ικανότητα της Ρωσίας να έχει συναλλαγές με όλες τις χώρες που δεν έχουν επιλέξει το δρόμο των κυρώσεων.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για την Ουκρανία ο φόρος αίματος είναι μεγάλος όπως και οι επιπτώσεις από τις εκτεταμένες ρωσικές επιθέσεις σε ζωτικής σημασίας υποδομές. Κάτι που θέτει το κρίσιμο ερώτημα ποιο και πόσο ακριβό θα είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει αυτή η χώρα;
Και βέβαια η λογική ότι μπορεί να συντηρείται μια σύγκρουση για λόγους διεθνών γεωπολιτικών συσχετισμών είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί μπορεί πάντα η κατάσταση να ξεφύγει και να μιλάμε για παγκόσμια σύρραξη, με συνέπειες καταστροφικές. Θυμίζω εδώ ότι όταν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου έκαναν ασκήσεις προσομοίωσης μια σοβαρής αμερικανοσοβιετικής κρίσης, αυτό που διαπίστωναν ήταν ότι άπαξ και η σύγκρουση ξέφευγε, τότε πολύ γρήγορα μπορούσε να εξελιχθεί σε θερμοπυρηνικό πόλεμο.
Και ο κίνδυνος αυτός υπάρχει και τώρα – και μικρή σημασία έχει να συζητήσουμε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ποιος θα είχε την πρωτοβουλία ή ποιος θα «πάταγε το κουμπί». Γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν απλώς η απόλυτη καταστροφή.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για μια βιώσιμη ειρήνη. Και λέω συνειδητά βιώσιμη ειρήνη και όχι απλώς μια «παγωμένη σύγκρουση» όπως ήδη συζητιέται από διάφορες πλευρές. Γιατί η λογική της «παγωμένης σύγκρουσης» μπορεί να σταματάει την αιματοχυσία, όμως ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος της αναζωπύρωσης και ενός νέου κύκλου αιματοχυσίας, ενώ δεν λύνει όλα τα υπόλοιπα προβλήματα που μια βιώσιμη ειρήνη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει: αμοιβαίες εγγυήσεις ασφάλειας, συνοριακές διευθετήσεις, ζητήματα κυρώσεων, ζητήματα αποζημιώσεων.
Θα ανοίξει; Δεν είμαι αισιόδοξος. Όμως, ξέρω ότι εάν υπάρχει μία περιοχή του πλανήτη που θα έπρεπε να πρωτοστατεί σε αυτή την κατεύθυνση γιατί ήδη έχει πληρώσει μεγάλο τίμημα και θα πληρώσει ακόμη μεγαλύτερο εάν συνεχιστεί ο πόλεμος, αυτή είναι η Ευρώπη.
Θα το κάνει αυτό μια Ευρώπη που σήμερα δείχνει να αντιμετωπίζει μία χωρίς προηγούμενο κρίση ηγεσίας, όχι μόνο με την έννοια ότι φαίνεται να λείπουν ηγέτες με επίγνωση των προκλήσεων και ανεξαρτησία πνεύματος, αλλά και με τη βαθιά πολιτική κρίση των ηγετικών χωρών όπως η Γαλλία και η Γερμανία; Δεν ξέρω, πάντως το σίγουρο είναι ότι αυτή είναι η ευθύνη με την οποία οφείλουν να αναμετρηθούν σήμερα οι ηγέτες της.
in