Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας απώλεσε το απόγευμα της Δευτέρας και τυπικά την εμπιστοσύνη του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, καθώς καταψηφίστηκε - όπως αναμενόταν - το αίτημα του καγκελάριου Ολαφ Σολτς για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Κατά την ονομαστική ψηφοφορία, από τους 733 βουλευτές οι 207 ψήφισαν «ναι», «όχι» ψήφισαν 394 και απείχαν 116.
Τις επόμενες ημέρες ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερθα πρέπει να ζητήσει την διάλυση της Βουλής και να προκηρυχθούν εκλογές, οι οποίες έχει ήδη ανακοινωθεί ότι θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου 2025.
«Εσβησε» ο φωτεινός σηματοδότης
Ο Σολτς είχε ξεκαθαρίσει ότι στόχος του ήταν να χάσει τη ψήφο εμπιστοσύνης ώστε να διεξαχθούν νέες εκλογές, μετά τη διάλυση της κυβέρνησης συνασπισμού του «φωτεινού σηματοδότη» (από τα χρώματα των κομμάτων που την απάρτιζαν). Την κυβερνητική κρίση στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης - που όμως εσχάτως αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα - ο Σολτς την απέδωσε στη στάση των Φιλελευθέρων του FDP.
«Η είσοδος σε μια κυβέρνηση απαιτεί την απαραίτητη ηθική ωριμότητα», δήλωσε απευθυνόμενος στους Φιλελεύθερους, κατηγορώντας τους ότι έδωσαν μια «παράσταση» τις τελευταίες εβδομάδες.
Όπως μεταδίδει η FAZ, ο επικεφαλής του ισχυρότερου κόμματος της αντιπολίτευσης - των Χριστιανοδημοκρατών του CDU, στο πλαίσιο της συζήτησης για την ψήφο εμπιστοσύνης επέκρινε έντονα τον καγκελάριο για τις επιθέσεις του στο FDP και τον αποπεμφθέντα ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. «Ο σεβασμός σας προφανώς σταματά εκεί που υπάρχουν άλλες πολιτικές απόψεις», δήλωσε ο Μερτς. Ο τρόπος με τον οποίο ο Σολτς μίλησε για το FDP και τον Λίντνερ ήταν «όχι μόνο ασεβής, αλλά και αμιγώς αυθάδης», συνέχισε ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας CDU/CSU.
Το κατά Σολτς δίλημμα των εκλογών
Στην ομιλία του στη γερμανική Μπούντεσταγκ, ο καγκελάριος Σολτς μίλησε για μια σοβαρή απόφαση που πρέπει τώρα να ληφθεί από τους πολίτες. Το κεντρικό ερώτημα - κατά τον ίδιο - είναι το εξής: «Τολμούμε να επενδύσουμε δυναμικά στο μέλλον μας ως ισχυρή χώρα;».
Ο πολιτικός του SPD επεσήμανε ότι οι επενδύσεις δεν πρέπει να καθυστερήσουν και ότι τόσο η στήριξη της Ουκρανίας όσο και οι επενδύσεις στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις είναι απαραίτητες κινήσεις, οι οποίες όμως πρέπει να συμβαδίζουν με την παροχή «καλής υγείας και περίθαλψης, σταθερών συντάξεων και αποτελεσματικών τοπικών (δημοτικών) αρχών». «Αυτή η απόφαση είναι τόσο θεμελιώδης που πρέπει να ληφθεί από τον ίδιο τον κυρίαρχο (λαό)», πρόσθεσε.
Το φρένο χρέους
Ο Σολτς ξεκαθάρισε ότι, για να συμβούν τα παραπάνω, πρέπει να μεταρρυθμιστεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους». «Αν υπάρχει μια χώρα στον κόσμο που μπορεί να αντέξει οικονομικά να επενδύσει στο μέλλον, αυτή είμαστε εμείς», είπε, ενώ υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει εκστρατεία για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 15 ευρώ την ώρα, καθώς και για τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα από το 7 στο 5%. Όσον αφορά τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο Σολτς τάχθηκε κατά της παράδοσης πυραύλων κρουζ, αλλά υπέρ άλλων μορφών υποστήριξης του Κιέβου.
Ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ των Πρασίνων κατηγόρησε την CDU/CSU για τη «βαθιά διαρθρωτική κρίση» της γερμανικής οικονομίας, τονίζοντας ότι από το 2018 δεν έχει καταγραφεί αξιόλογη ανάπτυξη. Όσον αφορά τον αποτυχημένο συνασπισμό μεταξύ του SPD, των Πρασίνων και του FDP, ο Χάμπεκ δήλωσε: «Και οι τρεις μας ήμασταν ενοχλημένοι μεταξύ μας».
Ο Χάμπεκ αναφέρθηκε και στην πρόσφατη κυβερνητική κρίση στη Γαλλία, στις δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στην Αυστρία και στις διαφωνίες στην ολλανδική κυβέρνηση, για να υπογραμμίσει ότι η Γερμανία χρειάζεται μια κυβέρνηση ικανή να δράσει.