Το καλοκαίρι του 2024 στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, χαρακτηρίζεται από παρατεταμένους καύσωνες που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή.
Οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και την παραγωγικότητα των ανθρώπων, με τις συνέπειες να είναι ιδιαίτερα αισθητές στις ευάλωτες ομάδες και στους εργαζόμενους σε εξωτερικούς χώρους. Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ Ανδρέας Φλουρής, καθηγητής Φυσιολογίας στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, «η έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να προκαλέσει ποικίλες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, όπως υπερθερμία, θερμική εξάντληση, θερμοπληξία και αφυδάτωση. Η ζέστη που βιώνουμε τους τελευταίους δύο μήνες αναδεικνύει την ανάγκη για άμεσες δράσεις προστασίας της υγείας. Οι συνέπειες των υψηλών θερμοκρασιών είναι σοβαρές και απαιτούν συντονισμένη προσπάθεια από την πολιτεία αλλά και πολλούς φορείς».
Οι έγκυες στις πιο ευάλωτες ομάδες απέναντι στον καύσωνα
Συνεχίζοντας, ο Δρ Φλουρής εξηγεί ότι «ιδιαίτερα ευάλωτες είναι οι έγκυες γυναίκες. Έρευνες έχουν δείξει ότι η ζέστη μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την υγεία των εγκύων και των εμβρύων. Η έκθεση της μητέρας στη ζέστη αυξάνει τον κίνδυνο πολλών επιπλοκών εγκυμοσύνης, όπως συγγενείς ανωμαλίες, θνησιγένεια, πρόωρος τοκετός, χαμηλό βάρος γέννησης, προεκλαμψία και πρόωρη ρήξη εμβρυικών υμένων. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο πώς η έκθεση στη ζέστη προκαλεί αυτές τις ανεπιθύμητες συνέπειες. Αυτή την περίοδο πραγματοποιούμε μελέτες για να μελετήσουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους η ζέστη επηρεάζει την υγεία της εγκύου και του εμβρύου. Αν κατανοήσουμε αυτούς τους μηχανισμούς, μπορούμε να βρούμε λύσεις για να μειώσουμε τον κίνδυνο πολλών επιπλοκών εγκυμοσύνης».
Οι μελέτες του Δρ Ανδρέα Φλουρή και των συνεργατών του αναδεικνύουν τη σημασία της προστασίας των εγκύων από τις ακραίες θερμοκρασίες, επισημαίνοντας την ανάγκη για κατάλληλα μέτρα πρόληψης και παρέμβασης. Η κατανόηση των μηχανισμών με τους οποίους η ζέστη επηρεάζει την υγεία μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων στρατηγικών για την προστασία αυτών των ευάλωτων ομάδων.
Κάθε καλοκαίρι, η Ελλάδα αντιμετωπίζει περιστατικά θανάτων τουριστών λόγω θερμοπληξίας, συνήθως κατά τη διάρκεια πεζοπορίας. Όπως αναφέρει ο Δρ Φλουρής, «φέτος, αυτά τα περιστατικά είναι πολύ περισσότερα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τραγικός θάνατος του δημοσιογράφου του BBC, Μάικλ Μόσλει, ο οποίος πέθανε από θερμοπληξία κατά τη διάρκεια μιας πεζοπορίας στη Σύμη. Ο Μόσλει βρέθηκε κοντά σε ένα beach bar, και αν κάποιος τον είχε δει και τον είχε μεταφέρει σε δροσερό μέρος και του είχε δώσει νερό, ίσως να είχε σωθεί. Τέτοια περιστατικά υπογραμμίζουν τη σημασία της λήψης σωστών αποφάσεων όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες καύσωνα. Είναι κρίσιμο να γνωρίζουμε καλά τους κινδύνους της σωματικής δραστηριότητας σε υψηλές θερμοκρασίες και να αποφεύγουμε να είμαστε μόνοι. Τα μέτρα αυτοπροστασίας περιλαμβάνουν την αποφυγή έκθεσης στη ζέστη και τον ήλιο, την επαρκή ενυδάτωση, τη χρήση κατάλληλων ανοιχτόχρωμων και φαρδιών ρούχων, καθώς και την κατανάλωση ελαφριάς διατροφής που περιλαμβάνει φρούτα και λαχανικά.»
Συνεχίζοντας, ο Δρ Φλουρής αναφέρει ότι «η πολιτεία, οι τοπικές αρχές και οι τουριστικές επιχειρήσεις πρέπει να ενισχύσουν τις προσπάθειες ενημέρωσης και προστασίας των τουριστών από την ακραία ζέστη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με καμπάνιες ευαισθητοποίησης, παροχή πρώτων βοηθειών και διαθεσιμότητα νερού σε τουριστικές περιοχές, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των περιστατικών θερμοπληξίας και στην ασφάλεια όσων επισκέπτονται τη χώρα μας».
Οι επιπτώσεις του καύσωνα στην παραγωγικότητα
Οι επιπτώσεις του καύσωνα στην παραγωγικότητα είναι εξίσου σημαντικές. Οι εργαζόμενοι σε εξωτερικούς χώρους, όπως οι διανομείς, αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία τους. Ο Δρ Φλουρής αναφέρει ότι «η ζέστη μπορεί να προκαλέσει ζάλη, υπερθερμία, ακόμη και θερμοπληξία, ενώ επηρεάζει αρνητικά την ικανότητά των εργαζομένων να εκτελούν αποτελεσματικά την εργασία τους. Οι διανομείς ντελίβερι, για παράδειγμα, συχνά αναφέρουν ότι νιώθουν σαν να τους φυσάει καυτός αέρας συνεχώς, με αποτέλεσμα να έχουν μειωμένα αντανακλαστικά και να κινδυνεύουν από ατυχήματα».
Η οικονομική ζημία από την απώλεια παραγωγικότητας λόγω της ζέστης είναι επίσης, σημαντική. Όπως αναφέρει ο Δρ Φλουρής, «παλαιότερα θεωρούσαμε ότι οι επιπτώσεις αυτές εμφανίζονται σε αρκετά υψηλή ζέστη, δηλαδή μόνο όταν η θερμοκρασία περιβάλλοντος ξεπεράσει τους 27 βαθμούς Κελσίου. Επομένως, είχε παγιωθεί η ιδέα ότι τα προβλήματα αφορούν τους εργαζόμενους λίγων χωρών ή μόνο σε κάποιες βιομηχανίες όπως η γεωργία και οι κατασκευές. Τα δεδομένα των μελετών μας την τελευταία δεκαετία έχουν δείξει ότι τα προβλήματα στην υγεία και την παραγωγικότητα των εργαζομένων ξεκινούν να εμφανίζονται από τους 15 βαθμούς Κελσίου. Για παράδειγμα, βρήκαμε ότι για κάθε βαθμό Κελσίου που η θερμοκρασία αυξάνεται πάνω από τους 15 βαθμούς, η παραγωγικότητα ενός εργαζόμενου μειώνεται κατά 2% περίπου. Αυτό το εύρημα έχει παίξει σημαντικό ρόλο για να αλλάξει η αντίληψη που έχουν οι χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Σημαίνει ότι τα προβλήματα είναι πολύ πιο διαδεδομένα από ό,τι πιστεύαμε και ότι οι χώρες αυτές που παλαιότερα θεωρούσαν ότι δεν επηρεάζονται πολύ από την κλιματική αλλαγή, στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουν έντονες μειώσεις στην παραγωγικότητα των εργαζομένων τους. Σύμφωνα με μελέτες μας, η Ελλάδα χάνει ετησίως 2.2 δισεκατομμύρια ευρώ λόγω της μείωσης στην παραγωγικότητα που προκαλείται από την έκθεση των εργαζομένων ζέστη. Η εφαρμογή προληπτικών μέτρων μπορεί να μειώσει τις οικονομικές απώλειες και να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας, προσφέροντας μακροπρόθεσμα οφέλη τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για την οικονομία».